Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΡΩΠΟΥ
Ἡ δημιουργία, ὅπως παρουσιάζεται μέσα ἀπό τίς «χρυσές» σελίδες τῆς θείας Γραφῆς, βαίνει ἀπό τά κατώτερα στά ἀνώτερα, ἀπό τά ἀτελῆ πρός τά τελειότερα. Ἔτσι, ἀφοῦ ἔγινε αὐτός ὁ ὁρατός κόσμος, τό παγκαλέστατο βασίλειο[15], ἦρθε τελευταῖος «εἰς ὕπαρξιν» καί ὁ ταχθείς ὑπό Θεοῦ ἐπίγειος βασιλεύς καί ἐξουσιαστής, ὁ ἄνθρωπος.
«Καί ἔπλασεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπό τῆς γῆς, καί ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοήν ζωῆς, καί ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν»! [16]
Ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα, εἶναι σύνδεσμος τοῦ ὁρατοῦ καί τοῦ ἀοράτου κόσμου, μεικτός ὡς πρός τήν φύση του, αἰσθητός καί νοητός. «Διπλοῦν τοῦτο τό ζῶον, - θά σημειώσει ὁ ἱερός Χρυσόστομος -, ὁ ἄνθρωπος λέγω..καί ἐν οὐρανῷ και ἐν γῇ συγγένειαν ἔχων· διά μέν γάρ τῆς νοητῆς οὐσίας, κοινωνεῖ ταῖς ἄνω δυνάμεσι, διά δε τῆς αἰσθητῆς τοῖς τῆς γῆς συνῆπται πράγμασι, σύνδεσμος τις ὤν ἀκριβής ἑκατέρας τῆς κτίσεως».[17]
Ὁ ἄνθρωπος «σύγκειται», ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα, ὡς γνωστόν.
Ὀλίγα θά σημειώσουμε περί τῆς ψυχῆς, τήν ὁποία δημιούργησε τό ἐνεργειακό ἐμφύσημα τοῦ Θεοῦ, πρός ἐνημέρωσιν τῶν ἀναγνωστῶν. Κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό πού ἐκφράζει τήν ὅλη Παράδοση, ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι «οὐσία ζῶσα, ἁπλή, ἀσώματη, ἀόρατη κατά τή φύση της στά σωματικά μάτια, λογική καί νοερή, ἀσχημάτιστη, ἐνῶ χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανο τό σῶμα καί παρέχει σ᾿ αὐτό ζωή καί αὔξηση και αἴσθηση καί γέννηση…αὐτεξούσια, θελητική καί ἐνεργητική, τρεπτή, δηλαδή ἐθελότρεπτη, γιατί εἶναι κτιστή, ἀφοῦ ὅλα αὐτά τά ἔχει πάρει κατά φύση ἀπό τη χάρη τοῦ Δημιουργοῦ της, ἀπό τήν ὁποία πῆρε τό εἶναι καί τό κατά τή φύση της ἔτσι εἶναι». [18]
Καί ὁ Γρηγόριος Νύσσης, μέ τά ἴδια περίπου λόγια θά ὁρίσει τήν ψυχή, λέγοντας ὅτι εἶναι «οὐσία κτιστή, ζῶσα, νοερά, μεταδίδουσα στό ὀργανικό και αἰσθητό σῶμα ζωτική δύναμη καί ἀντιληπτική τῶν αἰσθητῶν, ἕως ὅτου βέβαιαι παραμένει τό σῶμα στή ζωή». [19]
Ὑπάρχουν τρεῖς θεωρίες περί τῆς προελεύσεως τῆς ψυχῆς. Ἡ πρώτη, εἶναι ἡ θεωρία τῆς προϋπάρξεως τῶν ψυχῶν, τοῦ Πλάτωνος, πού ὁδηγεῖ στόν κύκλο τῶν μετενσαρκώσεων κλπ. και ὅπως γνωρίζουμε, τίς ἀπόψεις αὐτές τίς κατεδίκασε ἡ Ἐκκλησία συνοδικῶς[20]. Ἀντίκειται δε ἡ θεωρία αὐτή στη Ἁγία Γραφή, ἡ ὁποία ρητῶς λέγει ὅτι ἡ ἁμαρτία ἔγινε ἀπό τόν ψυχοσωματικό ἄνθρωπο.
Ἡ δεύτερη, εἶναι ἡ θεωρία τῆς μεταφυτεύσεως τῆς ψυχῆς, τῆς μεταδόσεως μέσα ἀπό τήν συνάφεια τοῦ ἄνδρα μέ τήν γυναίκα, ἡ ὁποία καί αὐτή δέν εἶναι ὀρθή, διότι, ἄν αὐτό συνέβαινε, τότε ἡ ψυχή θά ἦταν κατ᾿ ἀνάγκη σωματική καί σύνθετη, διαλυτή καί θνητή, ὅπως τό σῶμα. Ἡ τρίτη, ἡ ὁποία καί εἶναι ἡ ὀρθόδοξη θέση περί τῆς προελεύσεως τῆς ψυχῆς, εἶναι ὅτι ἡ ψυχή δημιουργεῖται, «κτίζεται» ἄμεσα ἀπό τόν Θεό. Ἄλλωστε, ἡ ἴδια ἡ Γραφή λέγει χαρακτηριστικά τή φράση: «Ὁ πλάσας κατά μόνας τάς καρδίας αὐτῶν»[21], καί ἑννοεῖ, σύμφωνα μέ τούς ἑρμηνευτές ὅτι ὁ Θεός εἶναι Ἐκεῖνος ὁ Ὁποῖος δημιουργεῖ τήν κάθε ψυχή ξεχωριστά, ἰδιαίτερα, καί ὄχι ὅλες μαζί. Ὁ Θεός, ὅπως παρήγαγε τίς ἀσώματες δυνάμεις, ἔτσι χάρισε «διά τοῦ ἐμφυσήματος» τήν ἀσώματη καί λογική ψυχή – ζωτική δύναμη.[22]
Ταυτόχρονη εἶναι ἡ δημιουργία ψυχῆς καί σώματος, ὅπως ἡ Πατερική μας Παράδοση στό σύνολό της τονίζει.[23] Εἶναι δέ ἀλήθεια ὅτι ἡ ψυχή ἀποτελεῖ τήν ἀρχή τῆς ἐν τῷ ἀνθρώπῳ ἐνεργείας καί τό σῶμα τό μέσον διά τοῦ ὁποίου ἐκδηλώνεται ἡ ἐν λόγῳ ἐνέργεια.
Ἡ ψυχή δέν εἶναι σέ κάποιο συγκεκριμένο μέρος τοῦ σώματος, ἀλλά εἶναι σκορπισμένη παντοῦ μέσα σέ αὐτό, καί ὅπως λέει ἕνα Πρωτοχριστιανικό Κείμενο τοῦ Β΄μ. Χ. αἰ., ἡ πρός Διόγνητον ἐπιστολή, ἡ ψυχή «διά παντός ἐκκέχυται τοῦ σώματος». Δέν κρατεῖται ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα, ἀλλά ἡ ψυχή κρατεῖ τό σῶμα. «Χωρεῖ ἡ ψυχή δι᾿ ὅλου τοῦ σώματος καί οὔκ ἔστι μέρος φωτιζόμενον ὑπ᾿ αὐτῆς, ἐν ᾧ μή ὅλη πάρεστι», ὑπογραμμίζει ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος Νύσσης, Γρηγόριος.
Ἡ ψυχή, ἔχει ἀρχή ἀλλά δέν ἔχει τέλος καί εἶναι προορισμένη νά ζεῖ αἰωνίως, στό διηνεκές. Ἀναχωρεῖ προσωρινά ἀπό τό σῶμα κατά τόν βιολογικό θάνατο, ἀλλά κατά την Δευτέρα τοῦ Κυρίου Παρουσία, πάλι θά ἑνωθεῖ μέ τό ἀναστημένο σῶμα (τό ὁποῖο θά ἔχει ἀποβάλει τή φθορά καί τή θνητότητα) καί θά «συνδιαιωνίσει τό σῶμα» ὅπως μποροῦμε νά ποῦμε, δηλ. θά ζήσει μαζί μέ αὐτό, εἴτε στήν Αἰώνια Μακαριότητα, εἴτε στήν Αἰώνια Κόλαση, ἀνάλογα μέ τόν τρόπο πού ἔζησε ὁ ἄνθρωπος στή ζωή αὐτή.
Δέν θά ἀναφερθοῦμε ἐδῶ στό μεγάλο θέμα περί τῶν ἰδιοτήτων, τῶν μερῶν, τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς (ὅπως λ. χ. περί τοῦ «νοῦ» πού εἶναι ὁ «ὀφθαλμός»» της) κλπ., ἀφοῦ τό θέμα πού ἐδῶ ἐξετάζουμε εἶναι γενικά περί ἀνθρώπου, μέσα στό πλαίσιο τῆς ὅλης δημιουργίας τοῦ Πανσόφου Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Θά προχωρήσουμε, γιά νά παρασχεθεῖ ἀπάντηση στό διατυπούμενο κατά καιρούς ἑρώτημα, τό γιατί τῆς δημιουργίας, ὅσον ἀφορᾶ στόν ἄνθρωπο, διότι γιά τήν ὅλη δημιουργία δέν διατυπώνεται τέτοιου εἶδους ἀπορία καί προβληματική. Πολλές φορές ἀκούγεται ἀπό τά χείλη τῶν ἀνθρώπων αὐτό τό ἐρώτημα, γιατί μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός; Κάποιες φορές βεβαίως, πίσω ἀπό τήν διατυπούμενη αὐτή ἀπορία ὑποκρίπτεται μιά ὄχι καί τόσο ἀγνή καί εὐγνώμων διάθεση πρός τόν Δημιουργό τοῦ παντός…
Ἀκοῦμε, μάλιστα, ἐνίοτε, κυρίως ἀπό ἀνθρώπους πονεμένους, στενάζοντας ὑπό τό βάρος τῶν ποικίλων θλίψεων, ἤ ὑπό τό ἔρεβος τῶν παθῶν νά ἀναφωνοῦν: «Γιατί, Θεέ μου, μέ ἔφερες στόν κόσμο αὐτόν; γιά νά ὑποφέρω καί νά βασανίζωμαι»;
Ἡ Πατερική Θεολογία, μᾶς δίνει τήν ἀπάντηση στό ἐρώτημα τοῦ γιατί τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, ἐκ τῶν μεγάλων Καππαδοκῶν Πατέρων, στόν περίφημο Κατηχητικό του λόγο, μᾶς λέει ὅτι ὁ Θεός δέν δημιούργησε τόν ἄνθρωπο ἀπό κάποια ἀνάγκη ἤ ἔλλειψη, ἀλλά τόν ἔπλασε ἀπό μεγάλη ἀγάπη, διότι ἔπρεπε τό φῶς τοῦ Θεοῦ νά μή μένει ἀθέατο καί ἡ δόξα Του νά μή μένει ἄγνωστη! Δημιούργησε δηλαδή τό ἀνθρώπινο γένος, γιά ν᾿ ἀπολαμβάνουν, λέγει, καί ἄλλα ὄντα τήν ἀγάπη Του καί νά μή μένουν οἱ ἄλλες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀργές, χωρίς νά ὑπάρχει κάποιος πού νά μετέχει σ᾿ αὐτές καί νά τίς χαίρεται!
Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας θά γράψει ὅτι ἦταν ἀνάγκη, ὁ κατά φύσιν ἀγαθός Θεός καί Δημιουργός μας, πού εἶναι αὐτό τό ἴδιο τό ἀγαθό, νά καθίσταται γνωστό καί πρός ἐμᾶς. «Ἔδει γάρ, ἔδει τόν τῶν ὅλων Δημιουργόν ἀγαθόν ὄντα κατά φύσιν, μᾶλλον δέ αὐτό τό ἀγαθόν τοῦθ᾿ ὅπερ ἐστί, καί πρός ἡμᾶς γινώσκεσθαι». [24]
Ἀνάλογα ἐκφράζονται καί ἄλλοι Πατέρες, ὅπως ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός κ.ἄ.
Πολύ θερμά καί μέ πνευματική τρυφερότητα ἐκφράζεται στίς «Ἐξομολογήσεις» του ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, ἐπίσκοπος Ἱππῶνος: «Μᾶς ἔπλασες γιά Σένα καί οἱ καρδιές μας ἀδημονοῦν μέχρι ν᾿ ἀναπαυθοῦν σέ Σένα»!..
Βασιλεία Αἰώνια ἑτοίμασε γιά μᾶς ὁ Θεός! Εἶναι μικρό δῶρο αὐτό;
Πόσο σπουδαῖο πρᾶγμα θεωρεῖται στόν κόσμο μας τό γεγονός, νά ἀναλαμβάνει μέ εὐθύνη του ἕνας ἐπίγειος βασιλεύς ἤ μεγάλος κοσμικός ἄρχοντας τή ζωή κάποιου, νά τόν φροντίζει ἰσοβίως, νά τόν προορίζει γιά διάδοχό του, νά τοῦ ἔχει ἑτοιμάσει μιά τεράστια περιουσία, νά κατασκευάζει μιά πολυτελέστατη κατοικία ὥστε νά τόν καταστήσει ἐκεῖ μόνιμο κάτοικο καί κληρονόμο τῶν πολλῶν του ἀγαθῶν…
Πόσο ἀνώτερο, ὅμως, εἶναι τό νά μᾶς φέρνει ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη, «ἐξ οὐκ ὄντων», ὁ Βασιλεύς τῶν βασιλευόντων καί Κύριος τῶν ἁπάντων καί νά μᾶς προορίζει γιά μιά Βασιλεία ἀδιάδοχη καί ἀτελείωτη, τῆς ὁποίας τά ἀγαθά δέν περιγράφονται καί δέν τά «χωρεῖ» ἀνθρώπινος νοῦς;
Ὁ ἄνθρωπος, κατά τόν φωστῆρα τῆς Δαμασκοῦ, εἶναι σύνδεσμος τῆς ὁρατῆς καί τῆς ἀοράτου φύσεως, εἶναι «ζῶον ἐνταῦθα οἰκονομούμενον καί ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον καί πέρας τοῦ μυστηρίου, τῇ πρός Θεόν νεύσει θεούμενον»[25], δηλαδή εἶναι ἕνα ὄν, τό ὁποῖο διατρίβει ἐδῶ στόν παρόντα κόσμο, ἀλλά ἔχει τήν προοπτική τῆς μεταστάσεως σέ ἕναν ἄλλο κόσμο, καί τό τέλος αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου εἶναι ἡ θέωσή του μέ προσανατολισμόν τόν Θεό (βλ. θεοκεντρικότητα). Καί θεώνεται, βέβαια, μέ τή μετοχή του στήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, στή Θεία λάμψη, χωρίς νά μεταβαίνει στήν ἀμέθεκτη Θεία οὐσία: «Θεούμενον δέ τῇ μετοχῇ τῆς θείας ἐλλάμψεως καί οὐκ εἰς τήν θείαν μεθιστάμενον οὐσίαν»[26].
Τόν 7ο αἰῶνα, ὁ Μέγας Ὁμολογητής τῆς Πίστεως, ἅγιος Μάξιμος, θά συνοψίσει τόν σκοπό τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου σε ἕνα ὑπέροχο χωρίο καί θά πεῖ ὅτι γι᾿ αὐτόν τόν λόγο μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός, ὥστε νά γίνουμε θείας φύσεως κοινωνοί καί μέτοχοι τῆς δικῆς Του ἀϊδιότητος καί νά ὁμοιάσουμε μέ Αὐτόν διά τῆς θεώσεως.
«Ὁ Θεός εἰς τοῦτο ἡμᾶς καί πεποίηκεν, ἵνα γενώμεθα θείας κοινωνοί φύσεως, καί τῆς αὐτοῦ ἀϊδιότητος μέτοχοι· καί φανῶμεν αὐτῷ ὅμοιοι κατά τήν ἐκ χάριτος θέωσιν, δι᾿ ἥν πᾶσα τε τῶν ὄντων ἡ σύστασις ἐστί καί ἡ διανομή· καί ἡ τῶν μή ὄντων παραγωγή καί γένεσις».[27]
Ἡ δημιουργία, ὅπως παρουσιάζεται μέσα ἀπό τίς «χρυσές» σελίδες τῆς θείας Γραφῆς, βαίνει ἀπό τά κατώτερα στά ἀνώτερα, ἀπό τά ἀτελῆ πρός τά τελειότερα. Ἔτσι, ἀφοῦ ἔγινε αὐτός ὁ ὁρατός κόσμος, τό παγκαλέστατο βασίλειο[15], ἦρθε τελευταῖος «εἰς ὕπαρξιν» καί ὁ ταχθείς ὑπό Θεοῦ ἐπίγειος βασιλεύς καί ἐξουσιαστής, ὁ ἄνθρωπος.
«Καί ἔπλασεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπό τῆς γῆς, καί ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοήν ζωῆς, καί ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν»! [16]
Ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα, εἶναι σύνδεσμος τοῦ ὁρατοῦ καί τοῦ ἀοράτου κόσμου, μεικτός ὡς πρός τήν φύση του, αἰσθητός καί νοητός. «Διπλοῦν τοῦτο τό ζῶον, - θά σημειώσει ὁ ἱερός Χρυσόστομος -, ὁ ἄνθρωπος λέγω..καί ἐν οὐρανῷ και ἐν γῇ συγγένειαν ἔχων· διά μέν γάρ τῆς νοητῆς οὐσίας, κοινωνεῖ ταῖς ἄνω δυνάμεσι, διά δε τῆς αἰσθητῆς τοῖς τῆς γῆς συνῆπται πράγμασι, σύνδεσμος τις ὤν ἀκριβής ἑκατέρας τῆς κτίσεως».[17]
Ὁ ἄνθρωπος «σύγκειται», ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα, ὡς γνωστόν.
Ὀλίγα θά σημειώσουμε περί τῆς ψυχῆς, τήν ὁποία δημιούργησε τό ἐνεργειακό ἐμφύσημα τοῦ Θεοῦ, πρός ἐνημέρωσιν τῶν ἀναγνωστῶν. Κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό πού ἐκφράζει τήν ὅλη Παράδοση, ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι «οὐσία ζῶσα, ἁπλή, ἀσώματη, ἀόρατη κατά τή φύση της στά σωματικά μάτια, λογική καί νοερή, ἀσχημάτιστη, ἐνῶ χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανο τό σῶμα καί παρέχει σ᾿ αὐτό ζωή καί αὔξηση και αἴσθηση καί γέννηση…αὐτεξούσια, θελητική καί ἐνεργητική, τρεπτή, δηλαδή ἐθελότρεπτη, γιατί εἶναι κτιστή, ἀφοῦ ὅλα αὐτά τά ἔχει πάρει κατά φύση ἀπό τη χάρη τοῦ Δημιουργοῦ της, ἀπό τήν ὁποία πῆρε τό εἶναι καί τό κατά τή φύση της ἔτσι εἶναι». [18]
Καί ὁ Γρηγόριος Νύσσης, μέ τά ἴδια περίπου λόγια θά ὁρίσει τήν ψυχή, λέγοντας ὅτι εἶναι «οὐσία κτιστή, ζῶσα, νοερά, μεταδίδουσα στό ὀργανικό και αἰσθητό σῶμα ζωτική δύναμη καί ἀντιληπτική τῶν αἰσθητῶν, ἕως ὅτου βέβαιαι παραμένει τό σῶμα στή ζωή». [19]
Ὑπάρχουν τρεῖς θεωρίες περί τῆς προελεύσεως τῆς ψυχῆς. Ἡ πρώτη, εἶναι ἡ θεωρία τῆς προϋπάρξεως τῶν ψυχῶν, τοῦ Πλάτωνος, πού ὁδηγεῖ στόν κύκλο τῶν μετενσαρκώσεων κλπ. και ὅπως γνωρίζουμε, τίς ἀπόψεις αὐτές τίς κατεδίκασε ἡ Ἐκκλησία συνοδικῶς[20]. Ἀντίκειται δε ἡ θεωρία αὐτή στη Ἁγία Γραφή, ἡ ὁποία ρητῶς λέγει ὅτι ἡ ἁμαρτία ἔγινε ἀπό τόν ψυχοσωματικό ἄνθρωπο.
Ἡ δεύτερη, εἶναι ἡ θεωρία τῆς μεταφυτεύσεως τῆς ψυχῆς, τῆς μεταδόσεως μέσα ἀπό τήν συνάφεια τοῦ ἄνδρα μέ τήν γυναίκα, ἡ ὁποία καί αὐτή δέν εἶναι ὀρθή, διότι, ἄν αὐτό συνέβαινε, τότε ἡ ψυχή θά ἦταν κατ᾿ ἀνάγκη σωματική καί σύνθετη, διαλυτή καί θνητή, ὅπως τό σῶμα. Ἡ τρίτη, ἡ ὁποία καί εἶναι ἡ ὀρθόδοξη θέση περί τῆς προελεύσεως τῆς ψυχῆς, εἶναι ὅτι ἡ ψυχή δημιουργεῖται, «κτίζεται» ἄμεσα ἀπό τόν Θεό. Ἄλλωστε, ἡ ἴδια ἡ Γραφή λέγει χαρακτηριστικά τή φράση: «Ὁ πλάσας κατά μόνας τάς καρδίας αὐτῶν»[21], καί ἑννοεῖ, σύμφωνα μέ τούς ἑρμηνευτές ὅτι ὁ Θεός εἶναι Ἐκεῖνος ὁ Ὁποῖος δημιουργεῖ τήν κάθε ψυχή ξεχωριστά, ἰδιαίτερα, καί ὄχι ὅλες μαζί. Ὁ Θεός, ὅπως παρήγαγε τίς ἀσώματες δυνάμεις, ἔτσι χάρισε «διά τοῦ ἐμφυσήματος» τήν ἀσώματη καί λογική ψυχή – ζωτική δύναμη.[22]
Ταυτόχρονη εἶναι ἡ δημιουργία ψυχῆς καί σώματος, ὅπως ἡ Πατερική μας Παράδοση στό σύνολό της τονίζει.[23] Εἶναι δέ ἀλήθεια ὅτι ἡ ψυχή ἀποτελεῖ τήν ἀρχή τῆς ἐν τῷ ἀνθρώπῳ ἐνεργείας καί τό σῶμα τό μέσον διά τοῦ ὁποίου ἐκδηλώνεται ἡ ἐν λόγῳ ἐνέργεια.
Ἡ ψυχή δέν εἶναι σέ κάποιο συγκεκριμένο μέρος τοῦ σώματος, ἀλλά εἶναι σκορπισμένη παντοῦ μέσα σέ αὐτό, καί ὅπως λέει ἕνα Πρωτοχριστιανικό Κείμενο τοῦ Β΄μ. Χ. αἰ., ἡ πρός Διόγνητον ἐπιστολή, ἡ ψυχή «διά παντός ἐκκέχυται τοῦ σώματος». Δέν κρατεῖται ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα, ἀλλά ἡ ψυχή κρατεῖ τό σῶμα. «Χωρεῖ ἡ ψυχή δι᾿ ὅλου τοῦ σώματος καί οὔκ ἔστι μέρος φωτιζόμενον ὑπ᾿ αὐτῆς, ἐν ᾧ μή ὅλη πάρεστι», ὑπογραμμίζει ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος Νύσσης, Γρηγόριος.
Ἡ ψυχή, ἔχει ἀρχή ἀλλά δέν ἔχει τέλος καί εἶναι προορισμένη νά ζεῖ αἰωνίως, στό διηνεκές. Ἀναχωρεῖ προσωρινά ἀπό τό σῶμα κατά τόν βιολογικό θάνατο, ἀλλά κατά την Δευτέρα τοῦ Κυρίου Παρουσία, πάλι θά ἑνωθεῖ μέ τό ἀναστημένο σῶμα (τό ὁποῖο θά ἔχει ἀποβάλει τή φθορά καί τή θνητότητα) καί θά «συνδιαιωνίσει τό σῶμα» ὅπως μποροῦμε νά ποῦμε, δηλ. θά ζήσει μαζί μέ αὐτό, εἴτε στήν Αἰώνια Μακαριότητα, εἴτε στήν Αἰώνια Κόλαση, ἀνάλογα μέ τόν τρόπο πού ἔζησε ὁ ἄνθρωπος στή ζωή αὐτή.
Δέν θά ἀναφερθοῦμε ἐδῶ στό μεγάλο θέμα περί τῶν ἰδιοτήτων, τῶν μερῶν, τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς (ὅπως λ. χ. περί τοῦ «νοῦ» πού εἶναι ὁ «ὀφθαλμός»» της) κλπ., ἀφοῦ τό θέμα πού ἐδῶ ἐξετάζουμε εἶναι γενικά περί ἀνθρώπου, μέσα στό πλαίσιο τῆς ὅλης δημιουργίας τοῦ Πανσόφου Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Θά προχωρήσουμε, γιά νά παρασχεθεῖ ἀπάντηση στό διατυπούμενο κατά καιρούς ἑρώτημα, τό γιατί τῆς δημιουργίας, ὅσον ἀφορᾶ στόν ἄνθρωπο, διότι γιά τήν ὅλη δημιουργία δέν διατυπώνεται τέτοιου εἶδους ἀπορία καί προβληματική. Πολλές φορές ἀκούγεται ἀπό τά χείλη τῶν ἀνθρώπων αὐτό τό ἐρώτημα, γιατί μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός; Κάποιες φορές βεβαίως, πίσω ἀπό τήν διατυπούμενη αὐτή ἀπορία ὑποκρίπτεται μιά ὄχι καί τόσο ἀγνή καί εὐγνώμων διάθεση πρός τόν Δημιουργό τοῦ παντός…
Ἀκοῦμε, μάλιστα, ἐνίοτε, κυρίως ἀπό ἀνθρώπους πονεμένους, στενάζοντας ὑπό τό βάρος τῶν ποικίλων θλίψεων, ἤ ὑπό τό ἔρεβος τῶν παθῶν νά ἀναφωνοῦν: «Γιατί, Θεέ μου, μέ ἔφερες στόν κόσμο αὐτόν; γιά νά ὑποφέρω καί νά βασανίζωμαι»;
Ἡ Πατερική Θεολογία, μᾶς δίνει τήν ἀπάντηση στό ἐρώτημα τοῦ γιατί τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, ἐκ τῶν μεγάλων Καππαδοκῶν Πατέρων, στόν περίφημο Κατηχητικό του λόγο, μᾶς λέει ὅτι ὁ Θεός δέν δημιούργησε τόν ἄνθρωπο ἀπό κάποια ἀνάγκη ἤ ἔλλειψη, ἀλλά τόν ἔπλασε ἀπό μεγάλη ἀγάπη, διότι ἔπρεπε τό φῶς τοῦ Θεοῦ νά μή μένει ἀθέατο καί ἡ δόξα Του νά μή μένει ἄγνωστη! Δημιούργησε δηλαδή τό ἀνθρώπινο γένος, γιά ν᾿ ἀπολαμβάνουν, λέγει, καί ἄλλα ὄντα τήν ἀγάπη Του καί νά μή μένουν οἱ ἄλλες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀργές, χωρίς νά ὑπάρχει κάποιος πού νά μετέχει σ᾿ αὐτές καί νά τίς χαίρεται!
Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας θά γράψει ὅτι ἦταν ἀνάγκη, ὁ κατά φύσιν ἀγαθός Θεός καί Δημιουργός μας, πού εἶναι αὐτό τό ἴδιο τό ἀγαθό, νά καθίσταται γνωστό καί πρός ἐμᾶς. «Ἔδει γάρ, ἔδει τόν τῶν ὅλων Δημιουργόν ἀγαθόν ὄντα κατά φύσιν, μᾶλλον δέ αὐτό τό ἀγαθόν τοῦθ᾿ ὅπερ ἐστί, καί πρός ἡμᾶς γινώσκεσθαι». [24]
Ἀνάλογα ἐκφράζονται καί ἄλλοι Πατέρες, ὅπως ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός κ.ἄ.
Πολύ θερμά καί μέ πνευματική τρυφερότητα ἐκφράζεται στίς «Ἐξομολογήσεις» του ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, ἐπίσκοπος Ἱππῶνος: «Μᾶς ἔπλασες γιά Σένα καί οἱ καρδιές μας ἀδημονοῦν μέχρι ν᾿ ἀναπαυθοῦν σέ Σένα»!..
Βασιλεία Αἰώνια ἑτοίμασε γιά μᾶς ὁ Θεός! Εἶναι μικρό δῶρο αὐτό;
Πόσο σπουδαῖο πρᾶγμα θεωρεῖται στόν κόσμο μας τό γεγονός, νά ἀναλαμβάνει μέ εὐθύνη του ἕνας ἐπίγειος βασιλεύς ἤ μεγάλος κοσμικός ἄρχοντας τή ζωή κάποιου, νά τόν φροντίζει ἰσοβίως, νά τόν προορίζει γιά διάδοχό του, νά τοῦ ἔχει ἑτοιμάσει μιά τεράστια περιουσία, νά κατασκευάζει μιά πολυτελέστατη κατοικία ὥστε νά τόν καταστήσει ἐκεῖ μόνιμο κάτοικο καί κληρονόμο τῶν πολλῶν του ἀγαθῶν…
Πόσο ἀνώτερο, ὅμως, εἶναι τό νά μᾶς φέρνει ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη, «ἐξ οὐκ ὄντων», ὁ Βασιλεύς τῶν βασιλευόντων καί Κύριος τῶν ἁπάντων καί νά μᾶς προορίζει γιά μιά Βασιλεία ἀδιάδοχη καί ἀτελείωτη, τῆς ὁποίας τά ἀγαθά δέν περιγράφονται καί δέν τά «χωρεῖ» ἀνθρώπινος νοῦς;
Ὁ ἄνθρωπος, κατά τόν φωστῆρα τῆς Δαμασκοῦ, εἶναι σύνδεσμος τῆς ὁρατῆς καί τῆς ἀοράτου φύσεως, εἶναι «ζῶον ἐνταῦθα οἰκονομούμενον καί ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον καί πέρας τοῦ μυστηρίου, τῇ πρός Θεόν νεύσει θεούμενον»[25], δηλαδή εἶναι ἕνα ὄν, τό ὁποῖο διατρίβει ἐδῶ στόν παρόντα κόσμο, ἀλλά ἔχει τήν προοπτική τῆς μεταστάσεως σέ ἕναν ἄλλο κόσμο, καί τό τέλος αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου εἶναι ἡ θέωσή του μέ προσανατολισμόν τόν Θεό (βλ. θεοκεντρικότητα). Καί θεώνεται, βέβαια, μέ τή μετοχή του στήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, στή Θεία λάμψη, χωρίς νά μεταβαίνει στήν ἀμέθεκτη Θεία οὐσία: «Θεούμενον δέ τῇ μετοχῇ τῆς θείας ἐλλάμψεως καί οὐκ εἰς τήν θείαν μεθιστάμενον οὐσίαν»[26].
Τόν 7ο αἰῶνα, ὁ Μέγας Ὁμολογητής τῆς Πίστεως, ἅγιος Μάξιμος, θά συνοψίσει τόν σκοπό τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου σε ἕνα ὑπέροχο χωρίο καί θά πεῖ ὅτι γι᾿ αὐτόν τόν λόγο μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός, ὥστε νά γίνουμε θείας φύσεως κοινωνοί καί μέτοχοι τῆς δικῆς Του ἀϊδιότητος καί νά ὁμοιάσουμε μέ Αὐτόν διά τῆς θεώσεως.
«Ὁ Θεός εἰς τοῦτο ἡμᾶς καί πεποίηκεν, ἵνα γενώμεθα θείας κοινωνοί φύσεως, καί τῆς αὐτοῦ ἀϊδιότητος μέτοχοι· καί φανῶμεν αὐτῷ ὅμοιοι κατά τήν ἐκ χάριτος θέωσιν, δι᾿ ἥν πᾶσα τε τῶν ὄντων ἡ σύστασις ἐστί καί ἡ διανομή· καί ἡ τῶν μή ὄντων παραγωγή καί γένεσις».[27]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου