«ΚΑΤ᾿ ΕΙΚΟΝΑ» ΚΑΙ «ΚΑΘ᾿ ΟΜΟΙΩΣΙΝ» ΘΕΟΥ.
Ἡ ὑψίστη καί μοναδική ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, πού τόν διακρίνει ἀπό κάθε ἄλλο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἔγκειται στήν «κατ᾿ εἰκόνα» καί «καθ᾿ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ πλάση του!
Αὐτό ἀποτελοῦσε τό μεγαλύτερο, ἀγαθό, τό ὑψηλότερο καί πολυτιμότερο στοιχεῖο τῆς χαριτωμένης ζωῆς τοῦ προπτωτικοῦ ἀνθρώπου στόν ἐπίγειο Παράδεισο! Ἡ παρρησία τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό καί ἡ αἴσθηση τῆς συγγενείας μαζί Του, προσδιορίζεται ἀπό αὐτό τό γεγονός καί αὐτό τό μοναδικό προνόμοιο τῆς εἰκόνας καί τῆς ὁμοιώσεως, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε «κατ᾿ εἰκόνα» Θεοῦ, μέ προορισμό νά φθάση στό «καθ᾿ ὁμοίωσιν», τελειούμενος σταδιακά.
Θά ἀναφέρουμε λίγα καί βασικά ἐδῶ γιά τό θέμα τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα» καί τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν», καθόσον ὁ ἀγαπητός ἀναγνώστης, ἄν θέλει μπορεῖ νά ἀνατρέξει στό θησαυρό τῆς Πατερικῆς θεολογίας καί ἐν γένει τοῦ κειμενικοῦ πλούτου τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά ἐνημερωθεῖ, ἀλλά ὑπάρχει καί ἀπό πλευρᾶς μας μιά εἰδική ἀνάλυση σέ κάποια μελέτη πού ἤδη κυκλοφορεῖται, σχετικά μέ τήν ὀρθόδοξη θεολογική ἀνθρωπολογία, μέ τό τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποιά ἡ ἀξία του, σέ τί συνίσταται τό «κατ᾿ εἰκόνα» καί τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν» καί ἄλλα σχετικά μέ τό ζήτημα αὐτό.
Γενικά μποροῦμε νά παραπέμψουμε στόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, ὁ ὁποῖος διδάσκει ὅτι ἡ λογική καί νοερή ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι αὐτό πού ἀποκαλοῦμε Θεία εἰκόνα, διότι τό «κατ᾿ εἰκόνα» φανερώνει τή νοερή καί αὐτεξούσια φύση, ἐνῶ τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν», τήν κατά τό δυνατόν ὁμοίωση στήν ἀρετή: «Τό μέν γάρ κατ᾿ εἰκόνα, τό νοερόν δηλοῖ καί τό αὐτεξούσιον, τό δέ καθ᾿ ὁμοίωσιν τήν τῆς ἀρετῆς κατά τό δυνατόν ὁμοίωσιν»[28].
Κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, ὅπως τόν ἑρμηνεύει ὁ καθηγητἠς Π. Χρήστου, ὑπάρχει διάκριση μεταξύ εἰκόνας καί ὁμοιώσεως. Ἡ εἰκόνα, ἀνήκει στήν κατηγορία τῆς φύσεως καί ὑφίσταται στό διάστημα μεταξύ «εἶναι» καί «εὖ εἶναι», ἐνῶ ἡ ὁμοίωση ἀνήκει στήν κατηγορία τοῦ προσώπου καί ἐπισημαίνει τήν τελείωση τοῦ ἀνθρώπου. Τό πρόσωπο, δέν εἶναι κάτι τό ἀποτελεσμένο, ἀλλά συγκροτεῖται ἔπειτα ἀπό ἀγῶνα πού ἀποβλέπει στήν ἐξύψωση τῆς φύσεως καί στήν ὑπέρβασή της. Τό κατ᾿ εἰκόνα, μέ ἄλλα λόγια τό χαρίζει ὁ Θεός στή φύση μας, ἀλλά τό καθ᾿ ὁμοίωσιν πρέπει νά τό ἐργαστοῦμε ὡς πρόσωπα, συνεργαζόμενοι μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Στά θαυμάσια Κεφάλαια περί Ἀγάπης, διαβάζουμε μεταξύ ἄλλων τά ἑξῆς: «Ὁ Θεός, φέροντας σέ ὕπαρξη τή νοερή καί λογική οὐσία, κοινοποίησε σ᾿ αὐτήν ἀπό ἄκρα ἀγαθότητα τέσσερα ἀπό τά θεῖα ἰδιώματα, ὡς συνεκτικά, φρουρητικά καί διασωστικά τῶν ὄντων: τό ὄν, τό ἀεί ὄν, τήν ἀγαθότητα καί τή σοφία. Προσέφερε τά δύο ἀπό αὐτά, τό ὄν καί τό ἀεί ὄν στήν οὐσία, τά δέ ἄλλα δύο στή γνωμική ἐπιτηδειότητα (την ἐλευθερία τῆς προαιρέσεως). Ἔτσι, θά κατόρθωνε καί ἡ κτίση να γίνει κατά μετουσία, ὅ,τι εἶναι ὁ Θεός κατ᾿ οὐσία. Γιά τό λόγο αὐτό λέγεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔγινε κατ᾿ εἰκόνα καί ὁμοίωση Θεοῦ. Κατ᾿ εἰκόνα μέν «ὡς ὄν ὄντος, καί ὡς ἀεί ὄν, ἀεί ὄντος». Καθ᾿ ὁμοίωση δέ, ὡς ἀγαθός ἀγαθοῦ καί ὡς σοφός σοφοῦ, τοῦ «κατά φύσιν ὁ κατά χάριν». Καί κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ εἶναι κάθε λογική φύση, καθ᾿ ὁμοίωση ὅμως μόνο οἱ ἀγαθοί και σοφοί». [29]
Ὡστόσο, οἱ Θεολόγοι γνωρίζουν ὅτι ὑπάρχει μία ποικιλία ὁρισμῶν καί ἑρμηνειῶν περί τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα» καί «καθ᾿ ὁμοίωσιν» ἀπό πλευρᾶς τῶν Πατέρων καί ἑρμηνευτῶν. Ἔτσι, λ.χ. «ὁ ἱερός Χρυσόστομος, μαζί μέ τόν Μ. Βασίλειο καί τόν Γρηγόριο Νύσσης, ὡς κατ᾿ εἰκόνα ἐκλαμβάνει τό λογικόν ἤ νοερόν»[30]. Ἄλλοτε, τό «κατ᾿ εἰκόνα» ἀναφέρεται στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, στό «νοερόν αὐτοῦ», ἄλλοτε στό «βασιλικόν» ἀξίωμα καί τό αὐτεξούσιον, ἄλλοτε πάλι καί στό σῶμα, στόν ὅλο ἄνθρωπο, ἀφοῦ καί τό σῶμα «συμμετεῖχεν εἰς τήν εἰκόνα», εἶχε δημιουργηθεῖ «κατ᾿ εἰκόνα» τοῦ Θείου Ἀρχετύπου, Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἦταν, λοιπόν, μεγάλη ἡ ἀξία πού ἔλαβε ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν Θεῖο Δημιουργό Του, ὁ Ὁποῖος τόν ἐτίμησε μέ τήν εἰκόνα Του καί μέ τή δυνατότητα τῆς ἐν Χάριτι ὁμοιώσεως μέ Αὐτόν. Σχετικά μέ τό δῶρο τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα», θά παραθέσουμε καί ἕνα χωρίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, στό ὁποῖο ὁ μέγας Θεολόγος τοῦ 14ου αἰῶνος διδάσκει ὅτι μόνος ὁ ἄνθρωπος ἀπό ὅλη τήν κτίση εἶναι πλασμένος κατ᾿ εἰκόνα τοῦ θείου πλάστου καί Δημιουργοῦ. Αὐτό ἔγινε, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά βλέπει τόν Θεό, Αὐτόν νά ἀγαπᾶ, Αὐτοῦ καί μόνο νά εἶναι μύστης καί προσκυνητής καί μέ τήν πρός τόν Θεό πίστη καί νεύση καί διάθεση νά διατηρεῖ αὐτό το κάλλος Του. Ὅλα τά ἄλλα, ὅσα ἔχει ἡ γῆ καί ὁ οὐρανός (αἰσθητά), ὁ ἄνθρωπος νά τά θεωρεῖ κατώτερα ἀπό τόν ἑαυτό του καί ὁλότελα στερημένα νοῦ. «Μόνος γάρ ἁπάντων ἐπιγείων τε καί οὐρανίων ἐκτίσθη κατ᾿ εἰκόνα τοῦ πλάσαντος, ὡς πρός ἐκεῖνον ὁρῲη καί αὐτόν ἀγαπῲη, κἀκείνου μόνου μύστης καί προσκυνητής εἴη∙ καί τῇ πρός αὐτόν πίστει καί νεύσει καί διαθέσει, τήν οἰκείαν καλλονήν συντηρείη. Πάντα δέ τ᾿ ἄλλα, ὅσα γῆ καί οὐρανός ὅδε φέρει, κατώτερα ἑαυτοῦ εἰδείη καί νοῦ παντάπασιν ἄμοιρα »[31].
Ἡ ὑψίστη καί μοναδική ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, πού τόν διακρίνει ἀπό κάθε ἄλλο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἔγκειται στήν «κατ᾿ εἰκόνα» καί «καθ᾿ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ πλάση του!
Αὐτό ἀποτελοῦσε τό μεγαλύτερο, ἀγαθό, τό ὑψηλότερο καί πολυτιμότερο στοιχεῖο τῆς χαριτωμένης ζωῆς τοῦ προπτωτικοῦ ἀνθρώπου στόν ἐπίγειο Παράδεισο! Ἡ παρρησία τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό καί ἡ αἴσθηση τῆς συγγενείας μαζί Του, προσδιορίζεται ἀπό αὐτό τό γεγονός καί αὐτό τό μοναδικό προνόμοιο τῆς εἰκόνας καί τῆς ὁμοιώσεως, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε «κατ᾿ εἰκόνα» Θεοῦ, μέ προορισμό νά φθάση στό «καθ᾿ ὁμοίωσιν», τελειούμενος σταδιακά.
Θά ἀναφέρουμε λίγα καί βασικά ἐδῶ γιά τό θέμα τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα» καί τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν», καθόσον ὁ ἀγαπητός ἀναγνώστης, ἄν θέλει μπορεῖ νά ἀνατρέξει στό θησαυρό τῆς Πατερικῆς θεολογίας καί ἐν γένει τοῦ κειμενικοῦ πλούτου τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά ἐνημερωθεῖ, ἀλλά ὑπάρχει καί ἀπό πλευρᾶς μας μιά εἰδική ἀνάλυση σέ κάποια μελέτη πού ἤδη κυκλοφορεῖται, σχετικά μέ τήν ὀρθόδοξη θεολογική ἀνθρωπολογία, μέ τό τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποιά ἡ ἀξία του, σέ τί συνίσταται τό «κατ᾿ εἰκόνα» καί τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν» καί ἄλλα σχετικά μέ τό ζήτημα αὐτό.
Γενικά μποροῦμε νά παραπέμψουμε στόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, ὁ ὁποῖος διδάσκει ὅτι ἡ λογική καί νοερή ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι αὐτό πού ἀποκαλοῦμε Θεία εἰκόνα, διότι τό «κατ᾿ εἰκόνα» φανερώνει τή νοερή καί αὐτεξούσια φύση, ἐνῶ τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν», τήν κατά τό δυνατόν ὁμοίωση στήν ἀρετή: «Τό μέν γάρ κατ᾿ εἰκόνα, τό νοερόν δηλοῖ καί τό αὐτεξούσιον, τό δέ καθ᾿ ὁμοίωσιν τήν τῆς ἀρετῆς κατά τό δυνατόν ὁμοίωσιν»[28].
Κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, ὅπως τόν ἑρμηνεύει ὁ καθηγητἠς Π. Χρήστου, ὑπάρχει διάκριση μεταξύ εἰκόνας καί ὁμοιώσεως. Ἡ εἰκόνα, ἀνήκει στήν κατηγορία τῆς φύσεως καί ὑφίσταται στό διάστημα μεταξύ «εἶναι» καί «εὖ εἶναι», ἐνῶ ἡ ὁμοίωση ἀνήκει στήν κατηγορία τοῦ προσώπου καί ἐπισημαίνει τήν τελείωση τοῦ ἀνθρώπου. Τό πρόσωπο, δέν εἶναι κάτι τό ἀποτελεσμένο, ἀλλά συγκροτεῖται ἔπειτα ἀπό ἀγῶνα πού ἀποβλέπει στήν ἐξύψωση τῆς φύσεως καί στήν ὑπέρβασή της. Τό κατ᾿ εἰκόνα, μέ ἄλλα λόγια τό χαρίζει ὁ Θεός στή φύση μας, ἀλλά τό καθ᾿ ὁμοίωσιν πρέπει νά τό ἐργαστοῦμε ὡς πρόσωπα, συνεργαζόμενοι μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Στά θαυμάσια Κεφάλαια περί Ἀγάπης, διαβάζουμε μεταξύ ἄλλων τά ἑξῆς: «Ὁ Θεός, φέροντας σέ ὕπαρξη τή νοερή καί λογική οὐσία, κοινοποίησε σ᾿ αὐτήν ἀπό ἄκρα ἀγαθότητα τέσσερα ἀπό τά θεῖα ἰδιώματα, ὡς συνεκτικά, φρουρητικά καί διασωστικά τῶν ὄντων: τό ὄν, τό ἀεί ὄν, τήν ἀγαθότητα καί τή σοφία. Προσέφερε τά δύο ἀπό αὐτά, τό ὄν καί τό ἀεί ὄν στήν οὐσία, τά δέ ἄλλα δύο στή γνωμική ἐπιτηδειότητα (την ἐλευθερία τῆς προαιρέσεως). Ἔτσι, θά κατόρθωνε καί ἡ κτίση να γίνει κατά μετουσία, ὅ,τι εἶναι ὁ Θεός κατ᾿ οὐσία. Γιά τό λόγο αὐτό λέγεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔγινε κατ᾿ εἰκόνα καί ὁμοίωση Θεοῦ. Κατ᾿ εἰκόνα μέν «ὡς ὄν ὄντος, καί ὡς ἀεί ὄν, ἀεί ὄντος». Καθ᾿ ὁμοίωση δέ, ὡς ἀγαθός ἀγαθοῦ καί ὡς σοφός σοφοῦ, τοῦ «κατά φύσιν ὁ κατά χάριν». Καί κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ εἶναι κάθε λογική φύση, καθ᾿ ὁμοίωση ὅμως μόνο οἱ ἀγαθοί και σοφοί». [29]
Ὡστόσο, οἱ Θεολόγοι γνωρίζουν ὅτι ὑπάρχει μία ποικιλία ὁρισμῶν καί ἑρμηνειῶν περί τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα» καί «καθ᾿ ὁμοίωσιν» ἀπό πλευρᾶς τῶν Πατέρων καί ἑρμηνευτῶν. Ἔτσι, λ.χ. «ὁ ἱερός Χρυσόστομος, μαζί μέ τόν Μ. Βασίλειο καί τόν Γρηγόριο Νύσσης, ὡς κατ᾿ εἰκόνα ἐκλαμβάνει τό λογικόν ἤ νοερόν»[30]. Ἄλλοτε, τό «κατ᾿ εἰκόνα» ἀναφέρεται στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, στό «νοερόν αὐτοῦ», ἄλλοτε στό «βασιλικόν» ἀξίωμα καί τό αὐτεξούσιον, ἄλλοτε πάλι καί στό σῶμα, στόν ὅλο ἄνθρωπο, ἀφοῦ καί τό σῶμα «συμμετεῖχεν εἰς τήν εἰκόνα», εἶχε δημιουργηθεῖ «κατ᾿ εἰκόνα» τοῦ Θείου Ἀρχετύπου, Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἦταν, λοιπόν, μεγάλη ἡ ἀξία πού ἔλαβε ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν Θεῖο Δημιουργό Του, ὁ Ὁποῖος τόν ἐτίμησε μέ τήν εἰκόνα Του καί μέ τή δυνατότητα τῆς ἐν Χάριτι ὁμοιώσεως μέ Αὐτόν. Σχετικά μέ τό δῶρο τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα», θά παραθέσουμε καί ἕνα χωρίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, στό ὁποῖο ὁ μέγας Θεολόγος τοῦ 14ου αἰῶνος διδάσκει ὅτι μόνος ὁ ἄνθρωπος ἀπό ὅλη τήν κτίση εἶναι πλασμένος κατ᾿ εἰκόνα τοῦ θείου πλάστου καί Δημιουργοῦ. Αὐτό ἔγινε, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά βλέπει τόν Θεό, Αὐτόν νά ἀγαπᾶ, Αὐτοῦ καί μόνο νά εἶναι μύστης καί προσκυνητής καί μέ τήν πρός τόν Θεό πίστη καί νεύση καί διάθεση νά διατηρεῖ αὐτό το κάλλος Του. Ὅλα τά ἄλλα, ὅσα ἔχει ἡ γῆ καί ὁ οὐρανός (αἰσθητά), ὁ ἄνθρωπος νά τά θεωρεῖ κατώτερα ἀπό τόν ἑαυτό του καί ὁλότελα στερημένα νοῦ. «Μόνος γάρ ἁπάντων ἐπιγείων τε καί οὐρανίων ἐκτίσθη κατ᾿ εἰκόνα τοῦ πλάσαντος, ὡς πρός ἐκεῖνον ὁρῲη καί αὐτόν ἀγαπῲη, κἀκείνου μόνου μύστης καί προσκυνητής εἴη∙ καί τῇ πρός αὐτόν πίστει καί νεύσει καί διαθέσει, τήν οἰκείαν καλλονήν συντηρείη. Πάντα δέ τ᾿ ἄλλα, ὅσα γῆ καί οὐρανός ὅδε φέρει, κατώτερα ἑαυτοῦ εἰδείη καί νοῦ παντάπασιν ἄμοιρα »[31].
--------------------------------------------------------------------------------
[1]MPG. 26, 596 [2] Ν. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία, Β΄, σελ. 185. [3] Ὁ Πλάτων, ὡς γνωστόν, θεωροῦσε τόν Θεό ὡς διακοσμητή τοῦ σύμπαντος καί ὄχι δημιουργό. Οἱ φιλόσοφοι θεωροῦν ὡς δημιουργία ὅ,τι παράγεται ἤ πολλαπλασιάζεται, ἤ μεταπλάσσεται, προέρχεται ἀπό τήν οὐσία αὐτοῦ τοῦ πράγματος, ὑλικοῦ ἤ πνευματικοῦ. Βλ. Ν. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία, τόμ Γ΄σελ 155. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής γράφει ὅτι αὐτός εἶναι ὁ λόγος τῶν φιλοσόφων, τό νά θεωροῦν τόν Θεό, δημιουργό τῶν ποιοτήτων, ἐνῶ ἐμεῖς τόν πιστεύουμε ὀρθῶς ὡς δημιουργό τῶν οὐσιῶν. Βλ. Κεφάλαια Περί ἀγάπης, MPG. 90, 1049A καί 1025Β. [4] Κατά Μανιχαίων διάλογος, MPG. 94, 1512B. [5] Εἰς τήν Ἑξαήμερον, MPG. 29, 12B: «Συμφυής ἄρα τῷ κόσμῳ καί τοῖς ἐν αὐτῷ ζώοις τε καί φυτοῖς ἡ τοῦ χρόνου διέξοδος ὑπέστη, ἐπειγομένη ἀεί καί παραρρέουσα καί οὐδαμοῦ παυομένη τοῦ δρόμου». [6] Βλ. Ν. Ματσούκα Δογματική καί Συμβολική Θεολογία, τόμ. Γ΄, σελ. 105. [7] Βλ. Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσιον, Περί διαφόρων ἀπόρων : «Οἱ τῶν ὄντων λόγοι προκαταρτισθέντες τῶν αἰώνων Θεῷ, καθώς οἶδεν αὐτός, ἀόρατοι ὄντες, οὕς καί ἀγαθά θελήματα καλεῖν τοῖς θείοις ἔθος ἐστίν ἀνδράσιν». MPG. 90, 293 D -296A. [8] Περί διαφόρων ἀποριῶν, MPG. 91, 1080A. [9] Ν. Ματσούκα, Δογματική, τόμ. Γ΄, σελ. 164 [10] Βλ. Ἐβρ. 1, 2. : «Δι᾿ οὗ καί ἐποίησε τούς αἰῶνας». Αἰῶνες στήν κτιστή πραγματικότητα εἶναι ἡ χρονική καί μετρητή «διαστηματική» κίνηση, ἤ ὁ νοητός χώρος τῶν λογικῶν και νοερῶν ὄντων. Οἱ Πατέρες χρησιμοποιοῦν τόν ὅρο «αἰῶνας» μέ ποικίλες ἔννοιες. Κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τον Δαμασκηνό, ἡ λέξη αἰώνας ἔχει πολλές σημασίες: «Τό τοῦ αἰῶνος ὄνομα πολύσημον ἐστί…αἰών γάρ λέγεται ἡ ἑκάστου τῶν ἀνθρώπων ζωή…πάλιν, ὀ χιλίων ἐτῶν χρόνος…πάλιν ὅλος ὁ παρών βίος καί αἰών ὁ μέλλων…» Βλ. Ἔκθεσις ὀρθοδόξου πίστεως, 4, 2, 1. MPG. 94, 861B. Πρέπει, ὡστόσο, νά διακρίνουμε στήν Πατερική σκέψη τή θέση ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ θεία αἰωνιότητα πού εἶναι ἀΐδια καί ἄλλο ἡ κτιστή αἰωνιότητα καί οἱ κτιστοί αἰῶνες. [11] MPG. 44, 148B καί 185D. [12] Ν. Ματσούκα Δογματική Β΄, σελ. 181. [13] Βλ. Π. Χρήστου, «Τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ», ἔκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 131. [14] ΕΠΕ, 1, 66, Α΄ Λόγος Εἰς τό Ἅγιον Πάσχα. [15] Βλ. π. Θ. Ζήση, «Ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν Ἅγιον Ἰωάννην τόν Χρυσόστομον», ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 67: «Ἡ πρό τῆς πλάσεως τοῦ ἀνθρώπου δημιουργική δραστηριότης τοῦ Θεοῦ ἀπέβλεπεν εἰς τήν ἑτοιμασίαν τοῦ βασιλείου, τοῦ ὁποίου ἡγεμών καί βασιλεύς ἐπρόκειτο νά ἐγκατασταθῇ ὁ ἄνθρωπος. Ὡς συμβαίνει προκειμένου νά εἰσέλθῃ βασιλεύς εἰς πόλιν, ὅτε εὐτρεπίζεται ἅπασα ἡ πόλις πρός ὑποδοχήν, κατά τόν αὐτόν τρόπον ἡτοιμάσθη καί διεκοσμήθη ὁ κόσμος, ἵνα ὑπηρετήσῃ τόν μέλλοντα νά δημιουργηθῇ ἄρχοντα καί ἡγεμόνα αὐτοῦ. Ἄνευ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ὁ κόσμος θά ἦτο σῶμα ἄνευ κεφαλῆς, πόλις ἄνευ ἡγεμόνος καί ἄρχοντος». [16] Γέν, 2, 7. [17] MPG. 55, 182. [18]«Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως», ἔκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη, 1989, Εἰσαγωγή, Κείμενο, Μετάφραση, Σχόλια, Ν. Ματσούκα, σελ. 153. [19] Βλ. στό πρωτότυπο, Διάλογος Περί ψυχῆς καί Ἀναστάσεως, ΕΠΕ, 1, 228. [20] Τήν θεωρία περί προϋπάρξεως τῶν ψυχῶν, ἡ ὁποία συναντᾶται στόν Πλάτωνα, τόν Φίλωνα, τόν Ὠριγένη, τόν Δίδυμο τυφλό καί τόν Εὐάγριο, ἡ Ἐκκλησία κατεδίκασε ἡ Ε΄ Ἁγία Οἰκουμενική Σύνοδος το 543 μ. Χ. Το κείμενο τοῦ α΄ἀναθεματισμοῦ κατά τῶν Ὠριγενείων κακοδοξιῶν ἔχει ὡς ἑξῆς: «Α. Εἴ τις τήν μυθώδη προΰπαρξιν τῶν ψυχῶν καί τήν ταύτην ἑπομένην τερατώδη ἀποκατάστασιν πρεσβεύει, ἀνάθεμα ἔστω». Βλ. Ν. Μητσοπούλου, Θέματα Ὀρθοδόξου Δογματικῆς Θεολογάς, Ἀθήνα 1991, σελ. 189. [21] Ψαλμ. 32. [22] Βλ. Σπ. Τσιτσίγκου, Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, σελ. 45. [23] Τίς θέσεις αὐτές ἀναπτύσσει μέ σοφία καί πολλή ἐπιχειρηματολογία ὁ πρῶτος ἐκεῖνος καί λογιώτατος Πατριάρχης τοῦ Γένους μας, Γεννάδος Σχολάριος. Βλ. π. Θεοδώρου Ζήση, Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος, ἔκδ. Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 452 καί ἑξ. [24] Ἁγίου Κυρίλλου, Πρός Ρωμ., MPG. 74, 780ΑΒ [25] Ἔκδοσις…, σ. 150. [26] Ὅπ.π., σ. 152 [27] Ἐπιστολή 43, «Εἰς Ἰωάννην θαλαμηπόλον», MPG. 91, 440BC. [28] Ἔκδοσις…., σ. 150. [29] Περί Ἀγάπης, Ἑκατοντάς τρίτη, 25, μετφρ. [30] Βλ. Σ. Τσιτσίγκου, Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν Ἱερό Χρυσόστομο, ἐκδ. Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 2000, σ. 53. [31] Κεφάλαια φυσικά, 26. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου