Ἀπάντηση στό
νέο βιβλίο τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ:
Περί τοῦ 15ου
Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου
τοῦ π. Νικολάου Δημαρᾶ, δρος Νομικῆς
Ἄλγος
καί ἀπογοήτευση
μᾶς
προξένησε ἡ ἀνάγνωση τοῦ νέου βιβλίου τοῦ ἱερομονάχου Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ «Ἡ διαχρονικὴ συμφωνία τῶν ἁγίων Πατέρων γιά τό ὑποχρεωτικό τοῦ 15ου Κανόνος
τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περί διακοπῆς μνημονεύσεως Ἐπισκόπου
κηρύσσοντος ἐπ' ἐκκλησίας αἵρεσιν » Τρίκαλα 2012.
Τό
βιβλίο πραγματεύεται τό ἐπιβεβλημένο ἤ μή τῆς ἀποτειχίσεως τῶν πιστῶν ἀπό τοὺς αἱρετικους ἐπισκόπους, ὅταν αὐτοί κηρύττουν κακόδοξες
διδασκαλίες καί δόγματα. Δέν διαφωνοῦμε μέ τὴν βασικὴ ἰδέα αὐτοῦ τοῦ βιβλίου, ἀντιθέτως τὴν ἐπικροτοῦμε, καθὼς καί ἐμεῖς εἴμαστε ἀποτειχισμένοι γιά τοὺς ἴδιους λόγους.
Πίπτει ὅμως, ὁ π. Εὐθύμιος σὲ διάφορες ὑπερβολὲς, ἀτοπήματα καί πλάνες, ὅταν ἀναφέρεται περί Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς τῶν ἐκπεσόντων στὴν πίστη ἐπισκόπων, ὅπως ἐπίσης καί στίς ἀναφορὲς του γιά τοὺς ἀποτειχισμένους πιστοὺς τοῦ Παλαιοῦ Ἑορτολογίου.
Ἀρχικά
θά θέλαμε νά τοῦ ἀπαντήσουμε στό πρῶτο θέμα ὅπου λέγει:
«Ἄν δημιουργηθῆ κάποια
Σύνοδος παράλληλος πρός τὴν αἱρετικὴ ἤ τοποθετηθῆ κάποιος Ἐπίσκοπος σὲ κάποια Ἐπισκοπῆ, χωρίς προηγουμένως νά καταδικασθῆ ὁ ὑπάρχων αἱρετικός, τότε
σταματᾶ ἡ ἀποτείχισις, ἀφοῦ δημιουργεῖται μιά ἄλλη νέα «Ἐκκλησία», (σ. 245). «δέν νομίζω"
(λέγει) "ὅτι θά εὕρη κανείς
παράδειγμα στὴν Ὀρθοδοξία κατά τό ὁποῖο νά ὑπάρχουν σὲ μία ἐκκλησιαστικὴ ἐπαρχία καί νά ἀσκοῦν τά καθήκοντά των συγχρόνως δύο Ἐπίσκοποι, ὀρθόδοξος καί αἱρετικός καί
δύο ἀντίστοιχα Σύνοδοι, οἱ ὁποῖες νά
λειτουργοῦν συγχρόνως καί παραλλήλως, χωρίς δηλαδή νά ἔχη καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις ἀπό ὀρθόδοξο
Σύνοδο» (σ.
248).
Ἡ διδασκαλία αὐτή εἶναι κακόδοξος καί ὑπηρετεῖ πλήρως τά συμφέροντα καί τὴν ἐκκλησιολογία τῶν Οἰκουμενιστῶν ἐπι-σκόπων.
Στό βιβλίο τοῦ 19ου αἰῶνος τοῦ Μανουήλ Γεδεών, τοῦ μεγάλου Χαρτο-φύλακα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου «Πατριαρχικοί Πίνακες», παρατίθενται
κατάλογοι τῶν Πατριαρχῶν, (αἱρετικῶν καί Ὀρθοδόξων), πού πατριάρχευσαν μέχρι καί τὴν ἐποχή του στόν θρόνο τῆς Κων/λεως.
Ἀναφέρεται, λοιπόν, στὴν σελ. 122 τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ὅτι, κατά τά ἔτη 360-369 Πατριάρχης
Κων/λεως ἐχρημάτισε ὁ Εὐδόξιος, ὁ ὁποῖος ἦταν Ἀρειανός, ἀπό τὴν ἀρχή τῆς ἐμφανίσεώς του στόν ἐκκλησιαστικό βίο καί μάλιστα
αἱρεσιάρχης,
ἀφοῦ ἐδημιουργησε καί δικὴ του αἱρετικὴ δογματικὴ δοξασία.
Ὁ Πατριάρχης αὐτός ἐνεθρονίσθη στόν θρόνο τῆς Κων/λεως ἀπό ἑβδομήντα δύο Ἀρειανούς ἐπισκόπους! (σ. 123).
Ταυτόχρονα ὅμως
οἱ
ἀποσχισθέντες
Ἀρειανοί
Ἀέτιος
καί Εὐνόμιος,
ἐξέλεξαν
καί ἐχειροτόνησαν
καί αὐτοί
δικό τους Πατριάρχη, τόν Ποιμένιο, καί μετά τόν θάνατο αὐτοῦ
τόν Φλωρέντιο∙ τό αὐτό
ἔπραξαν
καί σέ ἄλλες
ἐπισκοπές.
Μετά τόν θάνατο τοῦ
Εὐδοξίου
οἱ
Ἀρειανοί
ἐξέλεξαν
τόν Δημόφιλον (369-370). Ὅμως
καί οἱ
Ὀρθόδοξοι
δέν ἔμειναν
ἄπραγες
ἀλλά
ἐχειροτόνησαν
δικό τους ἐπίσκοπο,
τόν Εὐάγριο,
ὅπου
πατριάρχευσε κατά τά ἔτη
369-370.
Ἰδού πώς ὁ Μανουήλ Γεδεών
περιγράφει τήν κατάσταση: «Ἀποθανόντος
τοῦ
Εὐδοξίου,
ἐδιχάσθη
ὁ
χριστιανικός τῆς Κωνσταντινουπόλεως πληθυσμός, ἤ
μᾶλλον
εἰς
πολλά κατετμήθη. Ἀντί δ’ ἑνός
δύο πατριάρχαι ἐξελέγησαν»
(σ. 126). Καί συνεχίζει:
«Τόν Εὐάγριον ἐξελέξαντο
οἱ
Ὀρθόδοξοι
μετά τόν θάνατον τοῦ Εὐδοξίου, ὁ
δέ τῆς Ἀντιοχείας πατριάρχης Εὐστάθιος,
ἐπανελθών
μέν ἐκ τῆς ἐξορίας ἐπί
Ἰοβιανοῦ
τοῦ
αὐτοκράτορος,
ἐν
Κωνσταντινουπόλει δέ κρυπτόμενος, ἐχειροτόνησεν αὐτόν.
Τότε ὁ αὐτοκράτωρ Οὐάλης, τήν τοῦ Εὐαγρίου χειροτονίαν μαθών, ἀφίκετο ἐκ Μαρκιανουπόλεως, ἔνθα διέτριβεν, εἰς Κωνσταντινούπολιν, καί τόν μέν ὀρθόδοξον πατριάρχην Εὐάγριον ἔπαυσε, τάς δέ ἐκκλησίας ἁρπάσας ἀπό τῶν Ὀρθοδόξων ἔδωκεν εἰς τούς Ἀρειανούς, ἀναγνωρίσας τόν κακόδοξον Δημόφιλον, καί τόν ἱερόν Εὐστάθιον ἐξώρισεν εἰς Κύζικον»(σ. 127). Βλέπομε λοιπόν ὅτι δύο Πατριάρχες πατριάρχευσαν ταυτόχρονα στήν Κων/λη κατά τό ἔτος 369, ὁ ἕνας Ὀρθόδοξος, ὁ ἄλλος αἱρετικός.
Τότε ὁ αὐτοκράτωρ Οὐάλης, τήν τοῦ Εὐαγρίου χειροτονίαν μαθών, ἀφίκετο ἐκ Μαρκιανουπόλεως, ἔνθα διέτριβεν, εἰς Κωνσταντινούπολιν, καί τόν μέν ὀρθόδοξον πατριάρχην Εὐάγριον ἔπαυσε, τάς δέ ἐκκλησίας ἁρπάσας ἀπό τῶν Ὀρθοδόξων ἔδωκεν εἰς τούς Ἀρειανούς, ἀναγνωρίσας τόν κακόδοξον Δημόφιλον, καί τόν ἱερόν Εὐστάθιον ἐξώρισεν εἰς Κύζικον»(σ. 127). Βλέπομε λοιπόν ὅτι δύο Πατριάρχες πατριάρχευσαν ταυτόχρονα στήν Κων/λη κατά τό ἔτος 369, ὁ ἕνας Ὀρθόδοξος, ὁ ἄλλος αἱρετικός.
Πῶς,
λοιπόν, ὁ
ἀγαπητός
π. Εὐθύμιος
μᾶς
λέγει ὅτι
δέν ὑπάρχει
οὐδεμία
τέτοια περίπτωση, ἀλλά
ὅτι
οἱ
Ὀρθόδοξοι
μόνο μετά ἀπό
διαδοχή ἀπό
τούς αἱρετικούς
ἀνελάμβαναν
πάλι τούς θρόνους, ἀπ'
ὅπου
εἶχαν
κάποτε ἐκθρονισθῆ
διά νά μή δημιουργήσουν, ὅπως
λέγει, καινούργιες Συνόδους καί κατά συνέπεια καινούργια Ἐκκλησία;
(!!!)
Ἐνῶ
σέ ὅλο
τό βιβλίο του δικαίως κόπτεται ὅτι οἱ ἐπίσκοποι καί μόνον πού
θά δημοσιοποιήσουν κάποια κακοδοξία εὐθύς βρίσκονται ἐκτός
ἐκκλησίας,
ἐδῶ
ὅμως,
χάριν μιᾶς
ἐπιπλάστου
Διαδοχῆς,
τούς προβάλλει, μᾶλλον
χωρίς νά τό ἐννοῆ,
ὡς
αὐθεντίες
αὐτῆς
τῆς
Διαδοχῆς
καί ἄρα
ἐντός
Ἐκκλησίας!
Πρωτάκουστη διατύπωση!
Οἱ
πιστοί μέ τήν ὀρθή
Ὁμολογία
τῆς
πίστεως, ἡ
ὁποία βρίσκεται μόνον μέσα στά πλαίσια τῆς
Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας
νά χωρίζονται τάχα ἀπό
τήν Ἀποστολική
Διαδοχή!
Δηλαδή νά ἀνήκουν σέ Ἐκκλησία δίχως Ἀποστολική
Διαδοχή, ἐνῶ
οἱ
ἐκτός
Ἐκκλησίας
αἱρετικοί
νά τήν κατέχουν κληρονομικῷ δικαίῳ! Διατύπωση γινομένη, δυστυχῶς,
κάτω ἀπό
τήν ἐπίδραση
ἑνός
ἀκράτου
Νομικισμοῦ!!!
Ἐμεῖς
γνωρίζουμε ὅτι,
ὅπου
Ἐκκλησία
καί ὀρθή ὁμολογία-πίστη, ἐκεῖ
ὑπάρχει
καί Ἀποστολική Διαδοχή πουθενά ἀλλοῦ, σέ καμμία παρασυναγωγή ἤ
αἵρεση,
ἔστω
καί ἄν ἕλκουν τίς χειροτονίες τους ἀπό
τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία,
στήν ὁποία
ἦταν
κάποτε ἐνταγμένοι.
Κάθε ἀποδοχή
αἱρετικοῦ
στούς κόλπους τῆς
Ἐκκλησίας
διατηροῦντος
τό ἀξίωμα
τοῦ
ἐπισκόπου
ἤ
γενικότερα τοῦ
κληρικοῦ,
γίνεται χάριν οἰκονομίας[1]
καί μόνον καί ὄχι
ἕνεκα
τῆς
ἐνεργοῦς
Ἀποστολικῆς
Διαδοχῆς
αὐτοῦ.
Διό καί βλέπομε ἐκτός
ἀπό
"ἀκρίτους"
(δηλ. μή καταδικασθέντες ἀπό Σύνοδο), πολλάκις νά δέχονται καί κεκριμένους
(καταδικασθέντες ἀπό Σύνοδο) μέ τήν ἴδια ἀκριβῶς
διαδικασία ἐντάξεως[2].
Δέν
εἶναι
ὅμως
ἡ
περίπτωση αὐτή
ὅπου
ἀναφέραμε
ἡ
μοναδική κατά τήν ἐποχή
ἐκείνη
ἡ
κατάσταση αὐτή
διαιωνίσθηκε, διό καί βλέπουμε ὅλες τίς πλευρές νά χειροτονοῦν
ἑκάστη
τούς δικούς της ἐπισκόπους.
Ἀναφέρουμε
καί πάλι, γιά παράδειγμα, ἀπό τούς Πατριαρχικούς Πίνακες, τά ἑξῆς
λεγόμενα:
«Ἐπί
Ἀττικοῦ (τοῦ ὀρθοδόξου Πατριάρχου
σ.σ.), πατριάρχης τῶν
ἐν
Κωνσταντινουπόλει Ἀρειανῶν
ἦν
ὁ
γέρων Θεόδωρος, οὗτινος ἀποθανόντος
εἰς
ἡλικίαν
ἐτῶν
εἴκοσι
καί ἑκατόν, ἐχειροτόνησαν οἱ
Ἀρειανοί
πατριάρχην αὐτῶν τόν Βάρβαν» (σ.
171).
Δύο
ἐπισκόπους
ὅμως
σέ μία ἐπισκοπή
δέν εἴχαμε
μόνον στήν Κων/λη, ἀλλά
καί σέ πολλές ἄλλες
περιπτώσεις, ὅπως
στήν ἐπισκοπή
τῆς
πόλεως Συνάδων, ὅπου
ὁ
ὀρθόδοξος
ἐπίσκοπος
Θεοδόσιος κατεδίωκε τόν Μακεδονιανό ἐπίσκοπο Συνάδων, τόν ὁποῖο
καί κατεδίωξε ἀπό
τήν πόλη, μέχρις ὅτου
ἀνέλάβε
τήν ἐπισκοπήν
ξανά, ἀλλ’ ὡς Ὀρθόδοξος
πλέον! (Πατριαρχικοί Πίνακες, σ. 170).
Δέν ὑπῆρχαν ὅμως
Πατριάρχες καί Ἐπίσκοποι
μόνον ἐκ
τῶν
διαφόρων ἀρειανικῶν
ὁμάδων,
οἱ
ὁποῖοι
συνυπῆρχαν
μετά τῶν
ὀρθοδόξων
σέ μία ἐπισκοπή,
ἀλλά
καί ἄλλων
μερίδων ὅπως
π.χ. τῶν
Ναυατιανῶν, οἱ ὁποῖοι
ἐποίμαναν
τά ποίμνιά τους ἐν
μέσῳ τῶν
ὑπολοίπων.
Γιά παράδειγμα στόν θρόνο τῆς Κων/λεως εἶχαν ἀνέβη ἐπίσκοποι
ἐξ
αὐτῶν,
ὅπως
οἱ
Ἀκέσιος,
Ἀγέλιος, Σισίνιος,
Μαρκιανός κ. ἄ.
(Πατριαρχικοί Πίνακες, σ. 140-141).
Ἡ
ἀλήθεια
βεβαίως εἶναι
ὅτι
ἡ
ὕπαρξη
πολλῶν
ἐπισκόπων
σέ μία πόλη ἤ
καί ἑνός
μόνου ἑξηρτᾶτο:
α) ἀπό
τό ἐάν
ὑπῆρχε
ποίμνιο, ὥστε
νά δικαιολογῆται
ἡ
ὕπαρξη
ἐπισκόπου,
διότι, ποιό θά ἦταν
διαφορετικά
τό νόημα τῆς
ὑπάρξεως
αὐτοῦ;
β) ἀπό
τήν διάθεση τῆς
κοσμικῆς
ἐξουσίας
νά ἀνεχθῆ αὐτοῦ τοῦ
εἴδους
τίς καταστάσεις, καί ὄχι διά ἐκκλησιολογικούς
λόγους ὡς ὑπαινίσεται ὁ
π. Εὐθύμιος.
Καί αὐτός
ἦταν
ὁ
λόγος, ὅπου
βλέπομε πολλές φορές νά κατέχονται οἱ ἐπισκοπικοί θρόνοι μόνον
ἀπό
τούς ἀρεστούς
στούς ἐξουσιαστές,
εἴτε
Ὀρθοδόξους,
εἴτε
αἱρετικούς,
μή ἐπιτρέποντες
σέ οὐδένα
ἄλλον νά διεισδύση, ἐνίοτε οὔτε κἄν διά ἁπλό
προσηλυτισμό.
Τήν γνώμη λοιπόν τοῦ
π. Εὐθυμίου
ὅτι
τάχα «Δέν ἔχομε ὅμως
εἰς
τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία παράδειγμα κατά τό ὁποῖο
εἰς
τόν καιρό τῆς αἱρέσεως νά ὑπάρχουν
εἰς
ἕνα
καί τόν αὐτόν τόπο καί νά λειτουργοῦν
παράλληλα δύο Σύνοδοι,[3] τῶν
Ὀρθοδόξων
δηλαδή καί τῶν αἱρετικῶν,
ὑπό
τήν ἔννοια ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ἀποτειχίστηκαν
ἀπό
τούς αἱρετικούς καί ἐτοποθέτησαν σέ ἄλλες
παράλληλες θέσεις Ἐπισκόπους, χωρίς φυσικά νά
καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις καί συνοδικῶς»
(σ. 314), θά μπορούσαμε νά τήν χαρακτηρίσωμε τό λιγότερο πεπλανημένη, ἄν
ὄχι
κάτι ἄλλο...
καθώς ἡ
ἐκκλησιαστική
ἱστορία
ἀποδεικνύει
ἐντελῶς
τά ἀντίθετα!
Δέν ἐπεκταθοῦμε
ἄλλο
σέ αὐτό
τό θέμα διότι ἤδη
ὑπερέβημεν
τό ἕνα
ζητηθέν παράδειγμα...[4]
Ἡ πλέον ὅμως
ἄδικη
κρίση διαπράττεται ἀπό
τόν π. Εὐθύμιο
στήν ἀναφορά
του στούς πιστούς τοῦ
παλαιοῦ
ἑορτολογίου,
ὅπου
δέν ἀπαξιοῖ
ἁπλῶς τήν ἀποτείχισή τους, λόγῳ τῆς
εἰσαγωγῆς
τοῦ
παπικοῦ
ἡμερολογίου,
ἀλλά
τήν παρουσιάζει καί ὡς
ἀντικανονική
καί ἀδίκως
γενομένη (σ. 232), καθώς πιστεύει ὅτι
δέν ἀποτελοῦσε παράβαση ἀντικανονική, οὔτε
ἀθέτηση
κάποιας ἐκκλησιαστικῆς
παραδόσεως!!!
Ἀντιθέτως,
τούς συντάσσει μέ τούς σχισματικούς, ἀλλά καί ἐμπεσόντες
σέ μία ἰδιότυπη
εἰδωλολατρία
(σ. 230) καί πλάνη (σ. 231).
Τά λέει αὐτά, ἴσως, γιά νά μήν ἔχει
ἀντιπάλους
στήν διεκδίκηση τῆς
δόξας ἑνός
ἀποτειχισμένου
ὁμολογιτοῦ...
Πρός πίστωση δέ τῶν
λεγομένων του παρουσιάζει ἀπόσπασμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου
τοῦ Χρυσοστόμου, ὅπου λέγει ὅτι
δέν ἔχει
οὐδεμία
σημασία ὁ
χρόνος, ὅπου
θά ἑορτάσουμε
κάποιον Ἅγιο, ἤ
μιά Δεσποτική, ἤ
Θεομητορική ἑορτή,
ἀρκεῖ
νά τήν ἑορτάσουμε
(σ.240). Φθάνει δέ στό σημεῖο νά πῆ ὅτι δέν ἔχει
σημασία, τό πότε θά ἑορτασθῆ,
ἀκόμη
καί ἡ
ἑορτή
... τοῦ
Πάσχα.
«Τά
βασικά σημεῖα ἐδῶ τῆς διδασκαλίας τοῦ
ἁγίου
(λέγει ὁ π. Εὐθύμιος) εἶναι
ὅτι
καί δι’
αὐτήν
τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα δέν ὑπάρχει
πρόβλημα διά τό πότε θά τήν ἑορτάσωμε, ἀρκεῖ
νά ἑορτάσωμε μαζί μέ τήν Ἐκκλησία»!!!
Δυστυχῶς ὅμως διά τόν π. Εὐθύμιο,
τά λόγια τοῦ
ἁγίου
Χρυσοστόμου, ὅπου
ἐπέλεξε
γιά νά χτυπήση τούς παλαιημερολογίτες, τά ἴδια ἀκριβῶς
λόγια ὁ ἅγιος Νικόδημος
ὁ
ἁγιορείτης,
στό συγγραφέν ὑπ’ αὐτοῦ
καί ἐγκεκριμένο
ὑπό
τοῦ
Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου, Ἱερόν Πηδάλιον
τῆς
Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας
(σ. 9), τά στρέφει ἐναντίον
τῶν καινοτομησάντων τό Ἰουλιανό
Ἡμερολόγιο καί Ἑορτολόγιο, δηλαδή κατά τοῦ
π. Εὐθυμίου
καί τῶν
σύν αὐτῷ
πεισμόνων καινοτόμων Νεο-ημερολογιτῶν, καί οὐχί
κατά τῶν
ἐμμενόντων
μετ’ εὐλαβείας
στά πάτρια!
Ἐκεῖ
ὁ
Ἅγιος
κατακρίνει ὡς
παρατηρητές τοῦ
χρόνου καί ἀτιμαστές
καί ὑβριστές
τῶν
τριακοσίων δέκα ὀκτώ
Πατέρων τῆς
πρώτης Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, ὅπου
ἐνομοθέτησαν
τό Πασχάλιο καί τό προσηρμοσμένο σέ αὐτό Ἑορτολόγιο, αὐτούς
τούς ἀθεόφοβους
τολμηματίες, ὅπου
ἐποίησαν
σχίσμα στήν Ἐκκλησία,
ἕνεκα
τῆς
ἀκρίβειας
τοῦ
χρόνου, καί ὄχι
αὐτούς
ὅπου
ἀδιαφόρησαν
διά τόν χρόνο καί προτίμησαν τήν ἑνότητα τῆς
Ἐκκλησίας,
δηλαδή τούς παλαιοημερολογίτες!
Ὁποία
διαστροφή στά λόγια τῶν
Ἁγίων,
καί τό φοβερότερον, ἀπό
στόματα ὅπου
ἀνήκουν
στό ἀντιοικουμενιστικό
λεγόμενο στρατόπεδο τῶν
Νεοημεολογιτῶν!
Ἄς
δοῦμε
ὅμως,
τί μᾶς
λέγει ὁ ἅγιος
Νικόδημος: «Χρόνων ἀκρίβειαν,
καί ἡμερῶν παρατήρησιν δέν ἠξεύρει
ἡ
τοῦ
Χριστοῦ Ἐκκλησία... ἀλλἀ
ἐπειδή
εἰς
τήν πρώτην σύνοδον ἐσυνάχθησαν οἱ
Πατἐρες καί ἐδιώρισαν πότε νά γίνεται τό Πάσχα,
τιμῶσα ἡ Ἐκκλησία πανταχοῦ
τήν συμφωνίαν καί ἕνωσιν, ἐδέχθη
τόν διορισμόν ὁποῦ
ἐκεῖνοι
ἔκαμαν.
Λοιπόν, ἔπρεπε κατά τόν Χρυσόστομον, νά
προτιμήσουν καί οἱ Λατῖνοι τήν συμφωνίαν καί ἕνωσιν
τῆς
Ἐκκλησίας,
περισσότερον ἀπό τήν παρατήρησιν τῶν
χρόνων (τῆς ἰσημερίας δηλαδή ὁποῦ
ἐκατέβη
τώρα εἰς τάς 11, Μαρτίου, οὗσα ἐπί τῆς πρώτης συνόδου εἰς
τάς κα΄ Μαρτίου) καί ὄχι νά ἀτιμάζουν τούς τριακοσίους ἐκείνους
Πατέρας, ὁποῦ ἐνομοθέτησαν τοῦτο
κατά θεῖον
φωτισμόν,
νομίζοντες τούτους ὡς ἀνοήτους, καί ὑβρίζοντες εἰς τήν κοινήν μητέρα πάντων ἡμῶν
Ἐκκλησίαν,
διότι λέγει ἀκολούθως ὁ
χρυσοῦς ῥήτωρ) ἄν
καί ἡ Ἐκκλησία ἔσφαλλε,
βέβαια δέν ἤθελε κατορθωθῆ
τόσον μεγάλον καλόν, ἀπό τήν ἀκριβῆ
ταύτην φύλαξιν τοῦ καιροῦ,
ὅσον
μεγάλον κακόν ἤθελε προξενηθῆ
ἀπό
τήν διαίρεσιν αὐτήν καί τό σχίσμα τό ἀπό
τῆς
καθολικῆς Ἐκκλησίας.
Ἐπειδή λέγει, δέν φροντίζει ὁ Θεός καί ἡ Ἐκκλησία διά τοιαύτη παρατήρησιν τῶν χρόνων καί ἡμερῶν πάρεξ διά μοναχήν τήν ὁμόνοιαν καί εἰρήνη. Καί βλέπε, ἀγαπητέ, πῶς ὁ θεῖος Χρυσόστομος ὀνομάζει σχισματικούς τούς Λατίνους διά τί ἐκαινοτόμησαν τό πασχάλιόν τους καί τό Καλαντάριον, ὄχι διά τί δέν εἶναι τοῦτο, ὅσον κατά τήν ἰσημερίαν, ὀρθόν».
Ἐπειδή λέγει, δέν φροντίζει ὁ Θεός καί ἡ Ἐκκλησία διά τοιαύτη παρατήρησιν τῶν χρόνων καί ἡμερῶν πάρεξ διά μοναχήν τήν ὁμόνοιαν καί εἰρήνη. Καί βλέπε, ἀγαπητέ, πῶς ὁ θεῖος Χρυσόστομος ὀνομάζει σχισματικούς τούς Λατίνους διά τί ἐκαινοτόμησαν τό πασχάλιόν τους καί τό Καλαντάριον, ὄχι διά τί δέν εἶναι τοῦτο, ὅσον κατά τήν ἰσημερίαν, ὀρθόν».
Καί
τελειώνει ὁ Ἅγιος
λέγοντας τά ἑξῆς:
«...εὐαρεστεῖται
ὁ
Θεός εἰς
τήν τάξιν τοῦ πασχαλίου καί ἁπλῶς
εἰπεῖν,
τοῦ
καλανταρίου (Ἡμερολογίου σ.σ.) τοῦ
ἐδικοῦ
μας, παρά εἰς
τήν ἀκρίβειαν τοῦ
πασχαλίου καί καλανταρίου τῶν Λατίνων...».
Στήν
συνέχεια δέ ἀναφέρει
διάφορα θαύματα, ὅπου
πιστοποιοῦν
τήν εὐαρέστηση
αὐτή
τοῦ
Θεοῦ
στό Ὀρθόδοξο
Καλεντάριο-ἑορτολόγιο
ὡς
«βεβαιωτικά
τοῦ
ἡμετέρου
καλανδαρίου, ἀναιρετικά δέ τῶν
λατίνων»
(Ἱ.
Πηδάλιον, σ. 8-9).[5]
Βλέπουμε
λοιπόν ὅτι,
ἄν
καί ὁ
π. Εὐθύμιος
δέν ἀγνοεῖ
τήν ὕπαρξη
τῶν
ἀνωτέρω
λεχθέντων ὑπό
τοῦ
ἁγίου
Νικοδήμου, ἐν τούτοις ἀγνόησε παντελῶς
καί κατεφρόνησε τήν γνώμη του αὐτή καί θέση καί κατ’ ἐπέκταση τῆς Ἐκκλησίας, μόνο καί μόνο
γιά νά στηρίξη τήν δική του προσωπική, ἀλλά κατά συνέπεια καί τῶν
νεωτεριστῶν
τῆς
ἀποστάτριας
ἐκκλησίας.
Ἡ
γνώμη τοῦ
ἁγίου
Νικοδήμου πού ἀποτελεῖ
καί τήν ἐπίσημη
θέση τῆς
Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας,
ἀφοῦ
Αὐτή
ἐπανειλλημένως
ἐπί
σειρά Συνόδων καί ἄλλων
ἀποφάσεων,
κατεδίκασε καί ἀπέρριψε
κάθε ἀλλαγή
τοῦ
Ἑορτολογίου
καί μεταθέσεως τοῦ
Πασχαλίου νομίζω ἔχει
περισσότερη βαρύτητα ἀπ’ αὐτή τοῦ
πατρός Εὐθυμίου.
Τό ποιός,
λοιπόν, βρίσκεται σέ σχίσμα θά πρέπη μᾶλλον νά τόν προβληματίση πιό
σοβαρά, ὅταν
θά ἐκφέρη
πλέον τήν ἀποψή
του, εἴτε γραπτῶς,
εἴτε
προφορικῶς,
πρός ἀποφυγή
τοῦ
σκανδαλισμοῦ
τῶν
ἀστηρίκτων.
Ἄλλωστε
καί αὐτοί
οἱ
πρωτεργάτες τῆς
ἑορτολογικῆς
ἀλλαγῆς
Χρυσόστομος Παπαδόπουλος καί Μελέτιος Μεταξάκης, δήλωσαν ἕκαστος ὅτι:
Ὁ μέν Παπαδόπουλος πρίν τήν ἐπάρατον ἀλλαγή, "ὅτι οὐδεμίαν ἀλλαγή τοῦ Ἡμερολογίου μπορεῖ νά γίνη χωρίς ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νά καταστῆ σχισματική ἔναντι τῶν ἄλλων"[6].
Ὁ
δέ Μεταξάκης τήν ὥρα
τοῦ
θανάτου του σπαράζοντας καί βασανιζόμενος ὑπό τῆς συνειδήσεώς του
ἔκραζε λέγοντας «βασανίζομαι διότι ἔσχισα τήν Ἐκκλησία»!!![7]
Γιά τόν λόγον αὐτόν καί ὁ
γνωστός σέ ὅλους
μας νεοημερολογίτης Ἀρχιμανδρίτης
Φιλόθεος Ζερβάκος, ἔχοντας πλήρη συναίσθηση γιά τήν
σχισματική ἐκκλησιολογική
κατάσταση στήν ὁποία
εὑρίσκονταν
αὐτός
καί ἡ
ἐκκλησία
πού ἀνῆκε
καί ἀνησυχῶντας
γιά τήν σωτηρία τῆς
ψυχῆς
του, ἔγραφε
συνεχῶς
ἐπιστολές
πρός τόν ἀρχισχίστη
Παπαδόπουλο, παροτρύνοντάς τον ὅπως:
«Ἡ Ἱερά Σύνοδος καί οἱ Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς
ἄς
φροντίσουν νά ἐπαναφέρουν
τό πατροπαράδοτον ἡμερολόγιον,
διά νά ἀπαλλάξουν ἑαυτούς καί τά ποίμνια αὐτῶν
τῶν
ἀναθεμάτων»[8], καθώς
ἐπικρέμονται
τά ἐπιτίμια τῶν
Πατέρων ἐπί τά κεφαλάς τῶν ἀποδεχομένων
τήν καινοτομίαν τοῦ
Νέου Ἡμερολογίου.
Ὁ
Ἀρχιμανδρίτης
αὐτός,
εἰλικρινέστερος
τοῦ
πατρός Εὐθυμίου,
παραδεχόταν, σέ ἀντίθεση
μέ αὐτόν,
ὅτι
τό παλαιόν Ἡμερολόγιο-Ἑορτολόγιο
εἶναι «πατροπαράδοτον»,
[9]
«παράδοσις τῶν Πατέρων»[10],
καί ὅτι
«εἰσήχθη ἀντικανονικῶς»[11],
διό καί «οἱ παλαιοημερολογῖται
καλῶς ἐποίησαν πού δέν ἐδέχθησαν
τό νέον παπικόν ἡμερολόγιον»[12]
τό ὁποῖο
«παρέδωκαν οἱ
Ἁγιοι
Πατέρες τῆς πρώτης Οἰκουμενικῆς
Συνόδου»[13].
Ὁποία διάσταση ἀπόψεων!!! Καί αὐτή τήν θέση εἶχε ὁ Γέροντας Φιλόθεος, διότι ἐγνώριζε καλῶς ὅτι οἱ Πατέρες ἔβλεπαν αὐτό τό καινοτομημένο Ἡμερολόγιο ὡς «ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΝ ΣΚΑΝΔΑΛΟΝ»[14], «ΔΕΚΑΘΗΜΕΡΟΝ ΕΚΤΡΩΜΑ»[15] καί ΜΙΑΝ ΑΠΟ ΤΑΣ ΤΕΣΣΑΡΑΣ ΑΙΡΕΣΕΙΣ ΟΠΟΥ ΕΓΕΝΝΗΣΕΝ Ο ΙΣΤ΄ ΑΙΩΝ[16].Γι' αυτό νομίζουμε ὅτι, καλό θά ἠταν νά μήν γίνονται κάποιοι βασιλικότεροι τοῦ βασιλέως... ἀλλά νά ὑποτάσσονται στά ἐντάλματα καί στά παραδείγματα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, μή αὐτοσχεδιάζοντες ἐπάνω σέ θέματα πού εἶναι δυνατόν νά βλάψουν ψυχικῶς τούς ἰδίου ἀλλά καί αὐτούς πού τούς ἀκούουν!
Συμπεράσματα
Ὅποιος ἀκολουθεῖ τήν αἵρεση δέν ἔχει τήν δυνατότητα τῆς ἐν Χριστῷ τελειώσεως καί σωτηρίας ἐφ' ὅσον "τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνώσεως"
(ΞΘ΄ τῆς Καρθαγένης) ἤ "ἐκ τῆς τοῦ Κυριακοῦ σώματος ἑνώσεως ἀνησυχάστῳ διχονοίᾳ" ἀποσχίζεται (ΞΣΤ΄ τῆς Καρθαγένης), γιά νά μεταβεῖ ἐκεῖ "ὅπου ἐκκλησία οὐκ ἔστιν" (Κανών Καρχηδόνος), "τῷ τῆς ἀποστασίας συνεδρίῳ". Οἱ αἱρετικοί ὑπάρχουν "πάσης ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἐκβεβλημένοι καί ἀνενέργητοι" (α΄τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς), τελοῦντες ὑπό τήν κυριαρχίαν τοῦ διαβόλουû "δώσει αὐτοῖς ὁ Θεός μετάνοιαν πρός τό ἐπιγνῶναι τήν ἀλήθειαν,
καί ἵνα ἀνασφήλωσιν οἱ ἐκ τῶν τοῦ διαβόλου βρόχων αἰχμαλωτισθέντες αὐτῷ εἰς τῷ αὐτοῦ θέλημα"
(ΞΣΤ΄ Καρθαγένης).
Ἡ
αὐστηρή αὐτή στάση τῶν ἁγίων Πατέρων εἶναι συνέπεια τῆς Ἐκκλησιολογίας τους.
Ἐφ' ὅσον μία μόνον Ἐκκλησία ὑπάρχει, (ἕν σῶμα μόνον ἀντιστοιχεῖ εἰς μίαν
κεφαλήν), εἶναι φυσικό, ὅτι οἱ ἀποκόπτοντες ἑαυτούς διά τῆς αἱρέσεως ἤ τοῦ
σχίσματος ἀπό τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, παύουν νά εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ
καί νά ἔχουν τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ὁ "οἶκος
αὐτῶν ἀφίεται ἔρημος" καί ἐκπίπτει εἰς "ἐκκλησίαν πονηρευομένων" (Νικηφόρου Ὁμολογητοῦ ἐπιστολή
γ΄).
Γιαὐτό τό λόγο καί τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν θεωροῦνται ὡς
ἄκυρα, ἐπειδή ἀκριβῶς οἱ αἱρετικοί στεροῦνται τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Στούς αἱρετικούς δέν ὑφίσταται κἄν ἀληθές βάπτισμα ἤ χρίσμα ("ἀσφαλῶς κρατοῦμεν, μηδένα βαπτίζεσθαι
δύνασθαι ἔξω τῆς καθολικῆς ἐκκλησίαςû ἑνός ὄντος βαπτίσματος, καί ἐν μόνῃ
τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ ὑπάρχοντοςû ... ὅθεν οὐ δύναται χρίσμα τοῖς
αἱρετικοῖς εἶναι").
Ὁ
λόγος εἶναι προφανήςû
"παρά δέ τοῖς αἱρετικοῖς, ὅπου ἐκκλησία οὐκ ἔστιν, ἀδύνατον ἁμαρτημάτων
ἄφεσιν λαβεῖν" καί "οὐ γάρ
δύναται ἐν μέρει ὑπερισχύεινû εἰ ἠδυνήθη βαπτίσαι, ἴσχυσε καί
Ἅγιον Πνεῦμα δοῦναιû εἰ οὐκ ἠδυνήθη, ὅτι ἔξω ὤν, Πνεῦμα
ἅγιον οὐκ ἔχει, οὐ δύναται τόν ἐρχόμενον βαπτίσαι, ἐνός ὄντος τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, καί μιᾶς ἐκκλησίας ὑπό Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἐπάνω Πέτρου τοῦ
Ἀποστόλου ἀρχῆθεν λέγοντος, τῆς ἑνότητος τεθεμελιωμένηςû καί διά τοῦτο τά ὑπ' αὐτῶν γινόμενα
ψευδῆ καί κενά ὑπάρχοντα, πάντα ἐστίν ἀδόκιμα"
(Κανών Καρχηδόνος).
Αὐτός ὁ Κανών δέν ἀποτελεῖ κάτι τό καινοφανές στήν Ἐκκλησία. Εἶναι ἀπήχηση τῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ Ἀποστόλου Παύλουû "ἕν σῶμα καί ἕν Πνεῦμα, καθώς καί ἐκλήθητε ἐν μι ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶνû εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα" (Ἐφ. δ΄4-5). Κάθε ἄλλη θεώρηση τῶν αἱρέσεων θά ἀνέτρεπε τήν ἐκκλησιο-λογική αὐτή βάση.
Ἀπάντηση
τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρός τόν Πάπα Πίο Θ΄ (1848)
(Πηγή: Τά δογματικά καί
συμβολικά μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Καρμίρη Ἰωάννη, τ. Β΄ σελ. 902-925, Ἀθήνα 1953).
"... Τό
φρικτό αὐτό ἀνάθεμα, ἀδελφοί καί ἀγαπητά παιδιά ἐν Χριστῷ, δέν τό ἐκφωνοῦμε ἐμεῖς σήμερα, ἀλλά τό ἐκφώνησε πρῶτος ὁ Σωτήρας μας «ὅποιος μιλήσει ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν θά συγχωρεθεῖ οὔτε σέ αὐτόν τόν αἰώνα, οὔτε στόν
μελλοντικό» ὁ ἅγιος Παῦλος ἐκφώνησε «ἀπορῶ πού μετακινεῖστε τόσο γρήγορα ἀπό αὐτόν πού σᾶς κάλεσε μέ τήν χάρη τοῦ Χριστοῦ σέ ἄλλο εὐαγγέλιο, τό ὁποῖο δέν εἶναι ἄλλο, παρά
μόνον κάποιοι πού σᾶς ταράσσουν καί θέλουν νά διαστρεβλώσουν τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ ἀλλά κι ἄν ἐμεῖς ἤ ἄγγελος ἀπό τόν οὐρανό σᾶς κηρύσσει ἄλλο εὐαγγέλιο ἀπό αὐτό πού σᾶς κηρύξαμε, ἄς εἶναι ἀνάθεμα», αὐτό ἐκφώνησαν οἱ ἑπτά οἰκουμενικές
Σύνοδοι καί ὅλη ἡ χορωδία τῶν θεοφόρων Πατέρων.
Ὅλοι λοιπόν οἱ καινοτόμοι, εἴτε μέ αἵρεση εἴτε μέ σχίσμα, ἐνδύθηκαν μέ τή θέλησή τους,
σύμφωνα μέ τόν ψαλμωδό, «κατάρα ὡς ροῦχο», εἴτε Πάπες εἴτε Πατριάρχες εἴτε Κληρικοί εἴτε Λαϊκοί, «κι ἄν κάποιος, ἀκόμα καί ἄγγελος ἀπό τόν οὐρανό, σᾶς κηρύσσει ἄλλο εὐαγγέλιο ἀπό αὐτό πού ἔχετε παραλάβει, ἄς εἶναι ἀνάθεμα.
Ἔτσι σκεπτόμενοι οἱ Πατέρες μας καί ὑπακούοντας στούς ψυχοσωτήριους λόγους τοῦ Παύλου,
στάθηκαν σταθεροί καί στέρεοι στήν πίστη πού τούς παραδόθηκε ἀπό γενιά σέ
γενιά καί τήν διέσωσαν ἀμετάβλητη καί ἀμόλυντη στό μέσο τόσων αἱρέσεων, καί τήν παρέδωσαν σέ
μᾶς ἀληθινή καί ἀνόθευτη, ὅπως βγῆκε ἁγνή ἀπό τό στόμα τῶν πρώτων ὑπηρετῶν τοῦ Λόγου, ἔτσι σκεπτόμενοι καί ἐμεῖς, ἀνόθευτη ὅπως τήν
παραλάβαμε θά τήν μεταδώσουμε στίς ἐπερχόμενες γενιές, χωρίς νά μεταβάλλουμε τίποτα, γιά νά
εἶναι κι ἐκεῖνοι, ὅπως κι ἐμεῖς, εὐπρεπεῖς καί νά μήν ντρέπονται ὅταν μιλοῦν γιά τήν
πίστη τῶν προγόνων τους."
1848, μήνας Μάιος, Ἰνδικτιῶνος ς΄.
+Άνθιμος ἐλέῳ Θεοῦ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης, καί οἰκουμενικός Πατριάρχης, ἐν Χριστῷ τῷ Θεῶ ἀγαπητός ἀδελφός καί ἱκέτης ὑπέρ ὑμῶν.
+Ἰερόθεος ἐλέω Θεοῦ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας καί ὅλης της Αἰγύπτου, ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητός ἀδελφός καί ἱκέτης.
+Μεθόδιος ἐλέω Θεοῦ Πατριάρχης τῆς μεγάλη πόλης τοῦ Θεοῦ Ἀντιοχείας καί ὅλης της Ἀνατολῆς, ἐν Χριστῷ τῷ Θεῶ ἀγαπητός ἀδελφός καί ἱκέτης.
+Κύριλλος ἐλέω Θεοῦ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων καί ὅλης της Παλαιστίνης, ἐν Χριστῷ τῷ Θεῶ ἀγαπητός ἀδελφός καί ἱκέτης.
Ἡ ἱερά Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως
+ Ὁ Καισαρείας Παΐσιος
+ Ὁ Ἐφέσου Ἄνθιμος
+ Ὁ Ἡρακλείας Διονύσιος
+ Ὁ Κιζύκου Ἰωακείμ
+ Ὁ Νικομηδείας Διονύσιος
+ Ὁ Χαλκηδόνας Ἰερόθεος
+ Ὁ Δέρκων Νεόφυτος
+ Ὁ Ἀδριανουπόλεως Γεράσιμος
+ Ὁ Νεοκαισαρείας Κύριλλος
+ Ὁ Βεροίας Θεοκλητός
+ Ὁ Πισιδίας Μελέτιος
+ Ὁ Σμύρνης Ἀθανάσιος
+ Ὁ Μελενίκου Διονύσιος
+ Ὁ Σόφιας Παΐσιος
+ Ὁ Λήμνου Δανιήλ
+ Ὁ Δρυϊνουπόλεως Παντελεήμων
+ Ὁ Ἐρσεκίου Ἰωσήφ
+ Ὁ Βοδενῶν Ἄνθιμος.
Ἡ ἱερά Σύνοδος τῆς Ἀντιόχειας
+ Ὁ Ἀρκαδίας Ζαχαρίας
+Ὁ Ἐμέσης Μεθόδιος
+ Ὁ Τριπόλεως Ἰωαννίκιος
+Ὁ Λαοδικείας Ἀρτέμιος.
Ἡ ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱερουσαλήμ
+ Ὁ Πέτρας Μελέτιος
+ Ὁ Βηθλεέμ Διονύσιος
+ Ὁ Γάζας Φιλήμων
+ Ὁ Νεαπόλεως Σαμουήλ
+ Ὁ Σεβαστείας Θαδδαῖος
+ Ὁ Φιλαδελφείας Ἰωαννίκιος
+ Ὁ Θαβωρίου Ἱερόθεος.
Βλ. Ἱ. Πηδάλιον, σ. 582. «...οἱ εἰκονομάχοι οὗτοι
καί πάντες οἱ ἄλλοι
αἱρετικοί, τῶν ὁποίων
τάς χειροτονίας ἐδέχθη
ποτέ ἡ Ἐκκλησία, κατ’
οἰκονομίαν καί συγκατάβασιν, καί ὄχι κατά ἀκρίβειαν...».
Οἱ Εἰκονομάχοι ἦσαν ἐκτός
Ἐκκλησίας, πρίν ὑπάρξει Οἰκουμενική Σύνοδος νά τούς καταδικάσει. Βλ. στό παρόν
τεῦχος δημοσίευση ἐκτενῶν ἀποσπασμάτων τῶν πρακτικῶν τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου.
[2].[Βλ. ἀποφάσεις κυρίως τῆς Β΄ καί ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, ὅπου οἱ Πατέρες ἐδέχθησαν καί ἀπεκατέστησαν
τούς ἤδη κατεδικασμένους Ἀρειανούς, Μακεδονιανούς, κ. ἄ. Μετά ἀπό ἀποκήρυξη τῆς αἱρέσεώς τους μέ
πανηγυρική δήλωση ἐνώπιον τῆς Συνόδου ἤ ἐγγράφως μέ λίβελο. Σέ ἄλλες
περιπτώσεις ὅπως διδάσκει ὁ Μέγας
Βασίλειος, (ἀλλά καί πολλοί ἄλλοι Πατέρες), δέχονται τούς αἱρετικούς καί μέ
Ἅγιον Μῦρον ἤ μέ βάπτισμα, καθ' ὅτι οἱ αἱρετικοί στεροῦνται τῆς ἁγιαστικῆς
Χάριτος.
[3].Ὅποιος θέλει νά ἀναζητήση
περισσότερα στοιχεῖα διά τό θέμα τῆς λειτουργίας Συνόδων ὑπό ὀρθοδόξων
ἐπισκόπων σέ καιρό αἱρέσεων, ἄς ἀνατρέξη στίς ἐπιστολές τοῦ Μεγάλου Βασιλείου,
ὅπου θά διαπιστώση ὅτι καί Συνόδους συγκροτοῦσαν γιά τήν ἐπίλυση τῶν
προβλημάτων ὅπου προέκυπταν, ἀλλά καί διαιρέσεις καί σχίσματα εἶχαν μεταξύ
τους, ὡς ἦταν φυσικό σέ ἕναν ζωντανό ὀργανισμό ὅπου τόν ἀποτελοῦν ἄνθρωποι καί
ὄχι ἄγγελοι... Τίς Συνόδους βεβαίως τίς συγκροτοῦσαν ὄχι γιά νά ἔχουν τήν
αἴσθηση ὅτι ἦταν ‘’ἐκκλησία’’, ἀλλά διά νά ρυθμίζουν ὡς εἴπαμε τά προβλήματά τους.
[4].Βλ. πλῆθος ἄλλων παραδειγμάτων στό βιβλίο τοῦ καθηγητοῦ
τῆς Πατρολογίας Στυλιανοῦ Παπα-δόπουλου, Ἡ
Ζωή ἑνός Μεγάλου. Βασίλειος Καισαρείας,
ἔκδ. Ε΄, Ἀθῆνα 2002. Ὁ δέ Ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅταν ἦλθε στήν Κων/λη, τήν βρῆκε ἀνεπίσκοπο, ὅπως ὁ
ἴδιος γράφει! Μόνο μία ἐκκλησία ἦταν Ὀρθόδοξη, ἡ Ἁγία Ἀναστασία. Παντοῦ
κυριαρχοῦσαν οἱ Ἀρειανοί καί οἱ Πνευματομάχοι. Εἶχε χειροτονηθεῖ μάλιστα γιά
τήν Νανζιανζό!
Κατά τήν λογική τοῦ π. Εὐθυμίου δέν θά ἔπρεπε νά ἔλθει στήν Κωνσταντινούπολη, γιατί ἀκόμη οἱ αἱρετικοί δέν εἶχαν ἐκβληθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία, καί κατά τήν ἀντιπατερική λογική του δέν θά ἐπιτρεπόταν ... νά ὑπάρχει δεύτερος ἐπίσκοπος στήν Πόλη! Πλήρης παραλογισμός τοῦ π. Εὐθυμίου. Βλ. σχετικά τό ὡραιότατο βιβλίο τοῦ καθηγητοῦ μας Στ. Παπαδοπούλου Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ὁ πληγωμένος ἀετός, Ἀθῆνα 1994.
Κατά τήν λογική τοῦ π. Εὐθυμίου δέν θά ἔπρεπε νά ἔλθει στήν Κωνσταντινούπολη, γιατί ἀκόμη οἱ αἱρετικοί δέν εἶχαν ἐκβληθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία, καί κατά τήν ἀντιπατερική λογική του δέν θά ἐπιτρεπόταν ... νά ὑπάρχει δεύτερος ἐπίσκοπος στήν Πόλη! Πλήρης παραλογισμός τοῦ π. Εὐθυμίου. Βλ. σχετικά τό ὡραιότατο βιβλίο τοῦ καθηγητοῦ μας Στ. Παπαδοπούλου Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ὁ πληγωμένος ἀετός, Ἀθῆνα 1994.
[5]. Βλ. τήν σχετική ἀναίρεση
πού κάναμε στά κείμενα τοῦ κ. Λιβανοῦ στόν "Ὀρθόδοξο
Τύπο" ἀκριβῶς μέ τήν ἴδια ἐπιχειρηματολογία.
[6].«Ἐκκλησιαστικός
Κήρυξ», φύλ. 142, 1918, πρβλ. καί στό σύγγραμμά του
Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, σ. 482.
[16].«Ὁμολογία
Πίστεως», Πατριάρχου Ἱεροσολύμων, σ. 4, 1690. «Τέσσερα
μεγάλα θηρία θηρία ἐγέννησε
ὁ ΙΣΤ΄αἰών.
Τήν αἵρεσιν τοῦ Λουθήρου, τήν αἵρεσιν τοῦ
Καλβίνου, τήν αἵρεσιν
τῶν Γιεζουβιτῶν, καί τήν αἵρεσιν
τοῦ νέου καλενταρίου...
κατά δέ τῆς αἱρέσεως
τοῦ νέου καλενταρίου ἀπεφάνθη ἡ
ἐν Κων/λει μεγάλη Οἰκουμενική Σύνοδος τοῦ 1593».
[17].Τό ἀνωτέρω κείμενο γράφτηκε ἀπό τόν π. Ἰωσήφ στό Ἅγιον Ὄρος καί
στηρίχτηκε ἐν πολλοῖς καί σέ δικές μας ἀπαντήσεις πρός τούς Οἰκουμενιστές-Νεοημερολογίτες,
πού δημοσιεύσαμε στό παρελθόν, πρός τόν κ. Λιβανόν, στόν "Ὀρθ.
Τύπο", πρός τήν Μονή Γρηγορίου, στούς "Ἁγίους Κολλυβάδες" καί
πρός τόν Θεόκλητο Διονυσιάτη, στό Βοανεργές. Μικρές διορθώσεις καί διευκρινιστικές
προσθῆκες
ἔγιναν στό
κείμενο ἀλλά καί στίς ὑποσημιώσεις.
Μέ ἰδιαίτερη σαφήνεια καί μεθοδικότητα ἀνατρέπει ὁ π. Ἰωσήφ τά αἴολα ἐπιχειρήματα
τοῦ π. Εὐθυμίου
Τρικαμηνᾶ, πού ἁπλῶς ἀναμασᾶ τίς θέσεις τοῦ Ἐπιφάνιου Θεοδωρόπουλου καί τοῦ Ἰωήλ
Γιαννακόπουλου, πού πέθαναν χωρισμένοι ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τήν ἁγιωτάτην Ὀρθοδοξίαν.