Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

Βάζουμε στοίχημα;


Μιά ζωή τρωγόταν μπάρμπα-Γιάννης κι’ δάσκαλος. Το σχολαρχείου ταν πρτος, λλά μέ πίστη βουνό. δεύτερος, δάσκαλος μέ προοδευτικές ντιλήψεις καί δέν τό ‘κρύβε πώς ταν μαρξιστής καί δέν πίστευε ατά, πού πίστευαν ο παλιοί, σάν τόν μπάρμπα-Γιάννη. Κοντοχωριανοί καί φίλοι χρόνια. Κι ντίθετοι π’ τήν ρίζα στίς δέες.

— Μωρέ δέν τά παρατς ατά τά συναξάρια καί τίς λλες φυλλάδες, πο διαβάζεις, τόν πείραζε. Ξύπνα μπάρμπα-Γιάννη, νθρωπος πάτησε στό φεγγάρι κι’ σύ διαβάζεις κόμα παραμύθια!

— Παραμύθια εναι ατά, πο πιστεύεις καί λές, σύ, ξιοθρήνητε. Καί εσαι καί δάσκαλος καί στραβώνεις καί τά μικρά παιδιά, μέ τίς δθεν, προοδευτικές σου δέες, πο ντί νά πνε τόν νθρωπο μπροστά, τόν πάνε πίσω στά σκοτάδια! Κρίμα σέ σένα καί στά γράμματα, πο μαθες!…

τσι γινόταν κουβέντα τους, ταν συναντιόταν στό καφενεο το χωριο τους στό Μακρολίβαδο. Σάν τόν σκύλο μέ τήν γάτα. Χαμογελοσε δάσκαλος, πο τόν λεγαν καί Στάλιν τό παρατσούκλι του, κι’ λο ριχνε φαρμάκι στά λόγια του, ταν μιλοσε. Μέ πραότητα το παντοσε μπάρμπα-Γιάννης, πο εχε περάσει τά ξντα του, ν εχαν ρχίσει νά σπρίζουν καί τά μαλλιά το δασκάλου Στάλιν το πίσημό του ργύρης Δρεπάνης.

Μιά χειμωνιάτικη Κυριακή μέ λιακάδα μπάρμπα-Γιάννης καθόταν σέ μίαν κρη το καφενείου, που τήν χτύπαγε λιος καί διάβαζε κάποιο βιβλίο, γιατί ταν πολύ μελετηρός νθρωπος κι’ λο διάβαζε γιά τήν πίστη καί τήν κκλησία. ταν μάλιστα καί πίτροπος στήν γία Τριάδα καί δέν λειπε ποτέ πό τόν ναό τίς Κυριακές καί τίς γιορτές.

— Χαιρετ τόν κλεκτόν πίτροπον ωάννην! επε ερωνικά δάσκαλος καί κάθησε στήν ντικρυνή καρέκλα το τραπεζιο.

— Εμαι πίτροπος τς κκλησίας, κύριε ργύρη καί χι τς κομμούνας. Γι’ ατό σε τίς ερωνεες, πο σου στενεύουν τό μυαλό.

— Δέν τό ξερα, μπάρμπα-Γιάννη, τι ερωνεία στενεύει τό μυαλό καί σ’ εχαριστ, πο μου τόπες. Σήμερα μως δέν σέ ερωνεύομαι. πόδειξη τι θά σέ κεράσω καί οζο.

— Δέν θέλω οζα καί πιοτά. Μέ βλάφτουν…

—Τότε πάρε ,τι θέλεις. Εσαι φίλος μου καί κοντοχωριανός μου. Καί τό ξέρεις τι σ’ κτιμ. ς διαφωνομε στά μυαλά.

—Δεν θέλω νά σέ πικράνω, κύρ-δάσκαλε, λλά βρίσκεσαι σέ πολύ λανθασμένο δρόμο. λλαξε στράτα σον εναι καιρός καί δές τήν λήθεια καί στηρΐξου σ’ ατήν. Τοτος ψεύτης κόσμος τελειώνει γρήγορα. Φεύγουμε ξαφνικά καί τότε….

— Ατά τά χουμε ξαναπε. Δέν μέ λλάζεις μέ τίποτα…

Παρήγγειλαν δυό καφέδες κι’ μπάρμπα-Γιάννης βαλε να σπρο χαρτάκι στό βιβλίο γιά σημάδι κι’ τοιμαζόταν νά τό κλείση.

— Τί διαβάζεις, ν πιτρέπεται;

ΐναι να πνευματικό βιβλίο γιά τήν ρθόδοξη Πίστη…

— Δηλαδή συναξάρι, πο λένε, συναξάρι. Καί τί γράφει;

—Εξηγεί πολλά, κύριε κομμουνιστή. κουσε τήν τελευταία φράση, πο διάβαζα πρίν ρθης. Εναι μιά φράση πό τό Εαγγέλιον κατά Ματθαον κι’ ν χης μέσα σου μυαλό σκέψου τήν βαθειά, σο μπορες. Σο τήν διαβάζω: «Πάλιν μήν λέγω μίν τι άν δύο μν συμφωνήσωσιν πί τς γς περί παντός πράγματος ο άν ατήσωνται, γενήσεται ατος παρά τόν πατρός μου τοῦ ν ορανος» (Ματθ. 18, 19). Εναι πό τό κεφάλαιο δεκαοχτώ καί στίχος δεκαεννιά.

— Καί θές, μπάρμπα-Γιάννη, γώ λεύθερος στοχαστής, μαρξιστής…

— Σταμάτα, σταμάτα, τόν κοψε μπάρμπα-Γιάννης, βγάζοντας τά γυαλιά του. Ατά τά δύο δέν πνε μαζί. λεύθερος στοχαστής μαρξιστής. Βέβαια καί ο δυό εναι σκλάβοι τς λογικς τους, λλά μαρξιστής δυό φορές δεμένος κι’ νίκανος νά κάνη να βμα παρά πέρα. Κατάλαβες, κύριε Δρεπάνη;

γώ ατά δέν τά δέχομαι, καί λέγε ,τι θέλεις…

— Μή γίνεσαι πιστος, δάσκαλε, καί χάσης τήν ψυχή σου πό πεσμα!

γώ σπάζομαι μονάχα σα στέκουν λογικά!

— Ατά, πο σου λέγω, κύρ-ργύρη, εναι πιό πάνω πό τήν λογική. Εναι λόγια το Θεο, μαρτυρημένα μέσα στό Εαγγέλιο!

— Εσαι πόλυτος, μπάρμπα-Γιάννη.

— Στήν πίστη λα εναι πόλυτα. λογική εναι σχετική καί πολλές φορές σχετη στά μεγάλα θέματα, πο δέν τά χωρά μέσα της καί τά πετά. Καλή ρα σάν καί σένα, πο ρνιέσαι τήν πίστη καί τό μέγα μυστήριό της!

— Ξέρεις, μπάρμπα-Γιάννη, τί μου κάνει ντύπωσι σέ σένα;

— Γιά ν’ κούσω.

τι εσαι τόσο σίγουρος γιά πράγματα, πο δέν μπορες νά τά πόδειξης καί νά τά λεγξης. Γιατί;

— Γιατί ποος πιστεύει χει νοιχτά μάτια. πιστος περπατ μέ κλειστά τα μάτια του καί γι’ ατό σκουντουφλ καί πέφτει. Καί γιά τήν πόδειξη, πο λές, θέλεις νά βάλουμε στοίχημα γι’ ατό, πο σου διάβασα πό τό βιβλίο;

— Χά, χά! Τί στοίχημα; επε πορημένος δάσκαλος.

— Γι’ ατά, πο πιστεύω γώ καί δέν πιστεύεις σύ!

— Καί πς θά γίνη ατό;

— Θά συμφωνήσουμε τώρα ο δυό μας, πως λέγει τό Εαγγέλιον, τι ποος πεθάνη πρτος, νά το πιτρέψη Κύριος νά εδοποίηση τόν λλον τήν δια μέρα τι πέθανε, που κι’ ν βρίσκεται λλος. Συμφωνες;

— Τί χω νά χάσω; Συμφων.

— Τί θά χάσης; Τήν πιστία σου θά χάσης, θλιε.

Κι’ ατό θά εναι καλύτερη πιβεβαίωση τς ληθινς πίστης το Χριστο.

ν καί λογική μου δέν τό δέχεται, συμφων νά γίνη πως λές…

Ξαφνικά σταμάτησαν κι’ μειναν σιωπηλοί μέ τίς σκέψεις το καθένας. Δέν ξαναμίλησαν γι’ ατό. Χώρισαν φιλικά κι’ δάσκαλος πρε μετάθεση γιά να χωριό σέ γειτονικό νομό τς Πελοποννήσου. Πέρασαν ρκετοί μνες καί κύρ-ργύρης εχε ξεχάσει καί τήν συζήτηση καί τό στοίχημα καί τόν μελετηρό μπάρμπα-Γιάννη μέ τήν καλή καρδιά καί τήν σωστή κουβέντα.

Φτάσανε ο γιορτές τν Χριστουγέννων, πεσε χιόνι στά βουνά καί ταν ξανάρχισαν τά μαθήματα δάσκαλος ρίχτηκε πάλι στήν δουλειά μέ τά μικρά παιδόπουλα, μέ τά γυαλιστερά ματάκια τά πανέξυπνα. Τό χαιρόταν ατό καί τά καμάρωνε, πο μέσα στήν χωριάτικη φτώχειά τους, ναβαν ο ψυχές τους σάν μικρές λαμπάδες κι’ θελαν νά μάθουν λο καί πιό πολλά. Κι’ λα ρωτοσαν κι’ λο νεβαίνανε στόν δικό τους δρόμο τόν νηφορικό.

Μιά νύχτα το Γενάρη δάσκαλος ξύπνησε ταραγμένος πολύ. να νειρο παράξενο κι’ λοζώνταντο τόν κανε νά ξεπεταχτ π’ τό κρεββάτι του.

ναψε τό φς γιά νά πι λίγο νερό.

— Κοίτα, μωρέ κάτι μυστήρια, πο βλέπει κανείς στόν πνο του, μουρμούρησε κι’ νακάθησε λίγο νά ξανασκεφτ τό νειρό του.

Μέσα στόν βαθύ πνο εδε τόν μπάρμπα-Γιάννη τόν φίλο καί κοντοχωριανό του, νά νεβαίνη τήν σκάλα το σπιτιο του καί νά χτυπ τήν πόρτα δυνατά δυό-τρεϊς φορές.

— Κύρ-δάσκαλε, κύρ-δάσκαλε, νοιξέ μου!

— Ποιός εναι τέτοια ρα; ρώτησε στόν πνο του.

νοιξε, κύρ-δάσκαλε, γώ εμαι μπάρμπα-Γιάννης π’ τό Μακρολίβαδο καί ρθα νά σο π τι πέθανα. Τ’ κος; Στό ξαναλέω: σήμερα πέθανα καί ρθα νά στό π, κατά τήν συμφωνία μας! Στό ξαναλέω λλη μιά φορά γιά νά μή τό ξεχάσης: σήμερα τό πρωΐ πέθανα, πέθανα, πέθανα! Εμαι φίλος σου μπάρμπα-Γιάννης πό τό Μακρολίβαδο καί τώρα φεύγω!

δάσκαλος θυμήθηκε τό στοίχημα. Κρύος δρώς τόν λουσε καί λογική του κατρακύλησε κι’ λιωσε σάν χιόνι πάνω σ’ ναμμένο καμίνι. Σάστισε καί δέν ξερε τί νά π καί τί νά σκεφτ. γραψε βιαστικά δυό λόγια πάνω στό μπλοκάκι, πο βρισκόταν στό κομοδίνο του.

— «Νά τηλεφωνήσω γιά τόν μπάρμπα-Γιάννη… »

Τό λλο πόγευμα, ταν τέλειωσε τό μάθημα στό σχολειό, πγε καί τηλεφώνησε στόν ξάδερφό του τόν Ζήση στό Μακρολίβαδο, πο ταν καί πρόεδρος τς Κοινότητας.

— Πς ταν ατό καί μς θυμήθηκες, βρέ ξάδερφε;

—….Θέλω νά μάθω γιά τόν μπάρμπα-Γιάννη…

— Ατός, πάει σχόλασε…

— Δηλαδή, τί σχόλασε;

— Πέθανε χτές τό πρωί. Γιατί ρωτς;

— Τίποτα, τίποτα… τσι. ταν φίλος μου…

— Καί πς τό μαθες πς πέθανε; Σο τόπε κανείς;

σε, ατήν τήν ρα. Εναι μεγάλη στορία. Θά στήν π, σάν ρθω στό χωριό…

Επαν κόμα μερικά, τά συνηθισμένα, κι’ ταν κλεισε τό τηλέφωνο λίγο λειψε νά σωριαστ στό πάτωμα. Τόν πίασε τρόμος ψυχς, σάν νά παράλυσε. νοιωθε τέτοιαν κπληξι, να τέτοιο ξάφνιασμα, πο νατράπηκαν λα μέσα του καί γύρω του…

στε εναι λήθεια… μπάρμπα-Γιάννης λοιπόν εχε δίκιο καί εναι σωστά σα λεγε καί πίστευε…, μονολόγησε θελά του.

Το ρθε μέσως διάθεση νά βρίση τόν αυτό του, νά τόν λεεινολογήση, νά τόν μουτζώση κατό φορές καί τίς δέες το τίς ψεύτικες καί τήν ερωνική λογική του καί τόν μαρξισμό του, πο τόν θεωροσε λάθητον…

χ, μπάρμπα-Γιάννη μου! Νά γιάση τό κόκκαλό σου! Εχες δίκιο! Κι’ γώ σέ κορόϊδευα, σκέφτηκε μέ πολλή πίκρα. Τό κέρδισες τό στοίχημα….

βαλε κάτω το κεφάλι καί τράβηξε γιά τό σπίτι του. πό τήν μέρα κείνη δάσκαλος λλαξε πότομα. Σάν νά τόν γγιξε μιά δύναμη όρατη καί μυστική καί τήν μεταμόρφωσε πό τήν κορφή ς τά νύχια. Τά λόγια καί τά ργα του, θύμιζαν τόν μακαρίτη μπάρμπα-Γιάννη. Σέ λα.

— Θεός σχωρέστον τόν καλόν νθρωπο! Ατός μου νοιξε τά μάτια, μέ τό παράξενο στοίχημά του, μολογοσε στούς φίλους του, πο ναρωτιόταν γιά τήν μεγάλη καί πότομη λλαγή στό φέρσιμό του.

Τώρα κύρ-ργύρης ζ σάν συνταξιοχος καί κάπου-κάπου πηγαίνει στόν τάφο το μπάρμπα-Γιάννη καί μένει σιωπηλός γιά ρα πολλή, σάν νά κουβεντιάζη μαζί του καί το ζητ συγχώρεση. Καί πό εγνωμοσύνη στόν ξέχαστο φίλο του, πρε τήν θέση του στήν κκλησιά καί γινε πίτροπος στήν γία Τριάδα.

— Αωνία σου μνήμη, ξιομακάριστε δελφέ!, μουρμουρίζει πό μέσα του δάσκαλος, σέ κάθε λειτουργία γιά τόν μπάρμπα-Γιάννη καί χει ρχίσει νά διαβάζη λα τα κκλησιαστικά βιβλία μέ δίψα ληθινή. Τώρα πιά εναι σίγουρος καί δέν ερωνεύεται σα ξεπερνον τήν λογική του

πηγή: Π.Μ. Σωτήρχου, Συναντήσεις μέ τό Θεό, § Βάζουμε στοίχημα;, σέλ. 89-94, κδόσεις «ρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2010