Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

Η ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΤΡΙΩΔΙΟΥ


ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου


«Μετανοίας ὁ καιρός∙ προσέρχομαί σοι τῷ Πλαστουργῷ μου∙ ἆρον τόν κλοιόν ἀπ᾿ ἐμοῦ τόν βαρύν, τόν τῆς ἁμαρτίας, καί ὡς εὔσπλαγχνός μοι δός παραπτωμάτων ἄφεσιν».

Τό ἀνωτέρω ἱερό ὑμνολόγημα εἶναι ἕνα ἀπό τά 250 τροπάρια τοῦ  γνωστοῦ καί λίαν κατανυκτικοῦ Μεγάλου Κανόνος, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ πολύστροφο λειτουργικό ποίημα σπανίας τέχνης καί βαθυτάτης πνευματικῆς ἐμπειρίας καί ψάλλεται στούς ναούς κατά τήν περίοδο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. 

Στό τροπάριο αὐτό, βλέπουμε τόν ἐμπνευσμένο μελωδό, ἅγιο Ἀνδρέα Κρήτης (+740 μ.Χ.) νά ἐκφράζει τήν ἐκ  μυχίων καρδίας ταπείνωσή του καί τήν ὁλόθερμη  μετάνοιά του (καίτοι ἅγιος καί θεοφόρος) καί νά μᾶς διδάσκει μέ τό ἀπαράμιλλο ποιητικό του τάλαντο τή μεγίστη ἀξία τῆς ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ, ἀρετή καί ἔννοια ὁποία διήκει καί διέπει ὁλόκληρη τήν ἐκκλησιαστική καί πνευματική, ὀθόδοξη ζωή
«Μετανοίας ὁ καιρός»! 


Μέσα στήν κατανυκτική περίοδο τοῦ  Τριωδίου καί κυρίως στόν κορμό της πού εἶναι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή,  ἡ πνευματική αὐτή παλαίστρα τῆς Ἐκκλησίας, τό ἰδιάζον στοιχεῖο, ἡ κατ᾿ ἐξοχήν ἀρετή τήν ὁποία καλούμαστε ὅλοι νά ἀσκήσουμε μέ ὅλες μας τίς δυνάμεις, ὥστε να οἰκειωθοῦμε τήν ἄκτιστη χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί νά  προετοιμαστοῦμε στήν ὑποδοχή τοῦ ἑορτασμοῦ τῶν Ἀχράντων Παθῶν και τῆς Λαμπροφόρου Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας,  μέσα ἀπό τήν προβλεπομένη διαδικασία τοῦ ψυχικοῦ καθαρμοῦ, εἶναι ἡ ἀρετή τῆς μετανοίας


Πόσο σπουδαῖο πρᾶγμα εἶναι ἡ μετάνοια! Πόσους ἁμαρτωλούς, πόσους «εἰς χάος πεπτωκότας», πόσους ληστές, ἀσώτους, πόρνους, ἀδίκους κ.ἄ δέν ἔσωσε καί κατέστησε οἰκείους Θεοῦ, συγκληρονόμους Χριστοῦ, ἀκόμη καί θεοφόρους και ἁγίους, οἰκιστάς καί πολίτας τῆς  «ἄνω πόλεως», τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ!.. Μέ τίποτε ἄλλο δέν χαίρεται ὁ Πανάγιος Θεός, ὅσο μέ τή μετάνοια, τή διόρθωση κα ἐπιστροφή τοῦ ἀνθρώπου, τή σωτηρία του, ἀφοῦ γιά τό σκοπό  αὐτό λέχθηκαν τά πάντα καί δόθηκαν ὅλα τά μυστήρια!  Αὐτό μᾶς ὑπογραμμίζει σέ μία ὑπέροχη ὁμιλία του ὁ φωστήρας τῆς Ναζιανζοῦ καί ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ὁ «ἄριστος Θεολόγος», ἅγιος Γρηγόριος: «Οὐδενί τοσοῦτον χαίρει ὁ Θεός, ὅσον ἀνθρώπου διορθώσει καί σωτηρίᾳ, ὑπέρ οὗ ὁ λόγος ἅπας καί ἅπαν μυστήριον»[1] 


Ὁ ἴδιος κορυφαῖος, ἐμπειρικός θεολόγος θά μᾶς συμβουλεύσει, μέσα στά πλαίσια τῆς ἀναπτύξεως τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς, να βροῦμε  (ἐντός μας) τόν πρῶτο Ἀδάμ, πρᾶγμα τό ὁποῖο συνιστᾶ τή λεγομένη ἀναμόρφωσή μας στό «πρωτόκτιστον κάλλος», γιά τήν ὁποία κάνουν λόγο τά τροπάρια τοῦ Τριωδίου καί νά μή μείνουμε αὐτό πού εἴμαστε, ἀλλά νά γίνουμε αὐτό πού κάποτε εἴμασταν: «Καιρός ἀναπλάσεως∙ τόν πρῶτον Ἀδάμ ἀναλάβωμεν. Μή μείνωμεν ὅπερ ἐσμέν, ἀλλ᾿ ὅπερ ἦμεν γενώμεθα». [2] 


Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ μετάνοια ἀναγεννᾶ τόν ἄνθρωπο, «καινόν ποιεῖ», τόν καθιστᾶ ἀναγεννημένο δοχεῖο τῆς Θείας ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, νέον ἄνθρωπο ἐν Χριστῷ, ὅπως διαβάζουμε στή Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν: «Ὅταν γάρ καταλείψῃ ἄνθρωπος τάς ἁμαρτίας αὐτοῦ καί ἐπιστρέψῃ πρός τόν Θεόν, ἡ μετάνοια αὐτοῦ ἀναγεννᾷ αὐτόν καί ὅλον καινόν ποιεῖ». [3] 


Ἀλλά ἀς δοῦμε πῶς ὁρίζεται ἡ μετάνοια στό πνευματικότατο καί λίαν ὠφέλημο γιά κληρικούς καί λαϊκούς βιβλίο, πού λέγεται «Κλίμαξ», ἀπό τόν συγγραφέα του, ἅγιο Ἰωάννη τόν Σιναΐτη. Ὁ ὅσιος Πατήρ, στον Ε΄ λόγο του περί μετανοίας, γράφει μεταξύ ἄλλων: «Μετάνοια σημαίνει ἀνανέωσις τοῦ βαπτίσματος. Μετάνοια σημαίνει συμφωνία μέ τόν Θεό γιά νέα ζωή. Μετανοῶν σημαίνει ἀγοραστής τῆς ταπεινώσεως… Μετάνοια σημαίνει σκέψις αὐτοκατακρίσεως∙  ἀμεριμνισία γιά ὅλα τά ἄλλα καί μέριμνα γιά τή σωτηρία…Μετάνοια σημαίνει θυγατέρα τῆς ἐλπίδος καί  ἀποκήρυξις τῆς ἀπελπισίας… Μετάνοια σημαίνει συμφιλίωσις μέ τόν Κύριο, μέ ἔργα ἀρετῆς ἀντίθετα πρός τά παραπτώματά μας…»[4] 


Εἶναι κατανοητά τά ἀνωτέρω καί δέν χρειάζονται περραιτέρω κάποια ἐπεξήγηση. Ὡστόσο, θά σταθοῦμε λίγο σέ μιά φράση τοῦ ὡς ἄνω κειμένου, αὐτήν πού ἀναφέρει ὅτι ἡ μετάνοια εἶναι συμφιλίωση μέ τόν Κύριο. Ἡ συμφιλίωση μέ τόν Θεό, ἡ λεγομένη «καταλλαγή», δέν ἑρμηνεύεται  δικανικά καί ἀνθρωπολογικά, οὔτε λέγεται μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ Θεός γίνεται ἐχθρός  τοῦ ἀνθρώπου ὅταν αὐτός ἁμαρτάνει. Αὐτό ἀποτελεῖ φρόνημα, δόγμα, διδασκαλία τῶν παπικῶν.  


 Ἡ δυτική θεολογία, ἔχοντας διαμορφώσει τή νομική θεώρηση τῆς ἁμαρτίας ὡς προσβολῆς τῆς «δικαιϊκῆς τάξεως» καί τῆς «τιμῆς τοῦ Θεοῦ», διδάσκει τή βλάσφημη θεωρία περί τῆς ἱκανοποιήσεως τῆς Θείας Δικαιοσύνης, ὅπως  αὐτή διατυπώνεται στό ἔργο τοῦ Ἀνσέλμου Καντερβουρίας (11ος αἰ.) «Cur Deus Homo» (γιατί ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος). Ἐκεῖ, λοιπόν, στό δυτικό χῶρο, ἡ ἁμαρτία  ἐκλαμβάνεται δικανικά καί θεωρεῖται δικαιικά ὡς παράβαση (καί μόνο) τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, καί ἑπομένως ἡ μετάνοια,  κατ᾿ αὐτούς, συνιστᾶ ἐξιλέωση τοῦ Θεοῦ καί ἀποκατάστασή του.


Ἡ ὑπερτάτη θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπί τοῦ σταυροῦ, σύμφωνα μέ τήν περί ἱκανοποιήσεως θεωρία, ὡς μία «ἰσοδύναμη ἐπανόρθωση», ἀπεκατέστησε ἀντικειμενικά τήν διασαλευθεῖσα τάξη τῆς δημιουργίας καί αὐτό ἀποτελεῖ γι᾿ αὐτούς ὀρθή θεολογία, ἀλλά γιά τούς Ὀρθοδόξους εἶναι μιά τελείως ξένη θεωρία πρός τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ὅπου σαφέστατα διακηρύσσεται τό μήνυμα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος «ὑπέρ ἡμῶν ἔπαθεν»… Αὐτά , περί τῆς ἁμαρτίας καί τῆς σωτηρίας ἰσχύουν στήν ἐκπεσοῦσα Δύση.[5]  Καί οἱ συνέπειές τους, ἀνάλογες…


Ἀντίθετα, στό χώρο τῆς Ἁγίας μας Ὀρθοδοξίας, τά πράγματα εἶναι διαφορετικά, καθ᾿ ὅσον, ἐδῶ, ἡ  ἁμαρτία θεωρεῖται ὡς ἕνα ὑπαρξιακό γεγονός, ὡς ἀσθένεια τῆς φύσεώς μας, ὅπως τό ἐπισημαίνουν οἱ Πατέρες στά συγγράμματά τους καί ἀναφέρουμε ἐνδεικτικά τόν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, γράφοντα ὅτι: «Νενόσηκεν ἡ φύσις ἡμῶν τήν ἁμαρτίαν, διά τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνός, τουτέστιν Ἀδάμ»[6]


Ἡ ἁμαρτία ἀποτελεῖ ἀστοχία, νέκρωση, ἀμαύρωση τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα», ἀποτυχία πραγματώσεως τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν», ἀλλά κυρίως ἀσθένεια τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία  διά τῆς ἁμαρτίας σκοτίζεται καί μεταφέρει ἔπειτα αὐτόν τό σκοτασμό σέ ὅλη τήν ἀνθρώπινη ὑπόσταση, πού διασπᾶται καί τραυματίζεται… 


Καί ὡς ἐκ τούτου, μετάνοια εἶναι ἡ θεραπεία καί ἀποκατάσταση τῆς ψυχῆς,  ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ἐαυτό του ἐσωτερικά,  ἡ ἐπαναπόκτηση τῆς «ἑνοείδειας», τήν ὁποία διέθετε προπτωτικά. Καί αὐτό πραγματώνεται στά πλαίσια  μιᾶς συνεχοῦς πορείας τῆς  ἁγωνιζομένης ψυχῆς, ἐν μέσῳ ὠδίνων καί ὀδυνῶν, μέσα στήν περιρρέουσα πνευματική ἀτμόσφαιρα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.  Ἡ μετάνοια  δέν εἶναι πύλη, ἀλλά  εἶναι ὁδός.


Σέ σχέση τώρα μέ τόν Θεό, ἡ  ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου συνιστᾶ διάρρηξη τῆς κοινωνίας καί σχέσεως μαζί Του. Πρόκειται γιά  μία ὀντολογική ἀλλοτρίωση τῶν λογικῶν ὄντων, γιά μία πορεία τους πρός τό μή ὄν, πρός τόν μηδενισμό, ἀφοῦ ὁ  εἰσηγητής τῆς ἁμαρτίας, διάβολος,  ἐπιδιώκει  αὐτόν τόν μηδενισμό  «τήν τῶν ὄντων ἀπογένεσιν», ὅπως θά σημειώσει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ  Ὁμολογητής[7].


Αὐτή ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ «Θείου καλλιτεχνήματος» καί ἡ νέκρωσή του ἀπό τήν πηγή τῆς Ζωῆς, «θλίβει τόν Θεό», ὅπως λέμε ἀνθρωποπαθῶς, ἀλλά δέν τόν καθιστᾶ  ποτέ ἐχθρό τοῦ ἀνθρώπου! Δέν ἀλλάζει ποτέ τίς διαθέσεις Του ὁ Θεός ἀπέναντι στόν ἄνθρωπο,  οὔτε ὀργίζεται ἐναντίον του, παρόλο πού παιδαγωγικά αὐτό τό βλέπουμε νά διατυπώνεται σέ βιβλικά καί πατερικά κείμενα. Ὁ Θεός εἶναι ἄτρεπτος καί  ἀναλλοίωτος, δέν ἐχθρεύεται ποτέ τόν ἄνθρωπο, ἀντίθετα μέ τόν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος γίνεται ἐχθρός τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἄριστα τό διατυπώνει ὁ θειότατος διδάσκαλος, Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Οὐκ ἐστιν Ἐκεῖνος ὁ ἐχθραίνων, ἀλλ᾿ ἡμεῖς∙  ὁ Θεός γάρ οὐδέποτε ἐχθραίνει».[8] 


Μέ τή σωτήριο μετάνοια, λοιπόν, κατά τά προειρημένα χρυσά διδάγματα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, συμφιλιώνεται μέ τόν Θεό, ἀπό τόν Ὁποίο διά τῆς ἁμαρτίας ἀπομακρύνθηκε καί πορεύθηκε στό μή ὄν, στόν ψυχικό θάνατο καί τήν ἀπώλεια.  Πῶς γίνεται δέ, αὐτή ἡ ἐπανάκαμψη πρός τόν Θεό; Γίνεται μέσω μίας διαδικασίας τήν ὁποία προβλέπει ἡ φιλόστοργη Μητέρα, ἡ Ἐκλησία μας. 


Θά πρέπει πρωτίστως νά κατανοήσουμε ὅτι ἡ μετάνοια  ἀποτελεῖ μυστήριο καί μάλιστα «ἐκ τῶν ­ὧν οὐκ ἄνευ» γιά τήν πνευματική πορεία τοῦ κάθε Χριστιανοῦ, κληρικοῦ καί λαϊκοῦ. Βεβαίως, ἐμεῖς συνηθίζουμε νά λέμε: «τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως» καί  αὐτό εἶναι κάπως ἐλλιπές, διότι ἡ ἐξομολόγηση ἀποτελεῖ μόνο ἕνα τμῆμα (πολύ σημαντικό φυσικά) τοῦ ὅλου μυστηρίου   τῆς μετανοίας, τό ὁποῖο περιλαμβάνει, ὅπως θά δοῦμε,  καί ἄλλα μέρη.


Μέσα στή μετάνοια, βεβαίως, ἐντάσσεται και ἡ ἐξομολόγηση (= ὁμολογῶ ἔξω), ἡ ἐξαγόρευση τῆς ἁμαρτίας, ὡς ἀπαραίτητη γιά τήν ἐπιστροφή μας στόν Θεό. Ἀπό τή γνωστή σέ ὅλους μας Παραβολή τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ διδασκόμαστε ὅτι τό μυστήριο τῆς μετανοίας περιλαμβάνει τέσσερα στάδια. Ὁ ἄσωτος, κατά πρῶτο λόγο, μέσα στήν τραγικότητα τῆς ἀποστασίας του «ἦλθε εἰς ἑαυτόν».


Πρῶτο στάδιο,  λοιπόν, ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ἑαυτό του (ἀφοῦ μέ τήν ἁμαρτία διασπᾶται ἡ «ἑνοείδεια», ἡ πρό τῆς ἁμαρτίας ἑνωμένη προσωπικότητά του) καί ἡ συνειδητοποίηση τῆς ἁμαρτίας. Στή συνέχεια, ὅπως βλέπουμε στήν εὐαγγελική Παραβολή, ὁ ἄσωτος ἀποφασίζει νά γυρίσει «ἐν μετανοίᾳ» στόν πατέρα του, στήν οἰκία τήν πατρική.


Εἶναι τό δεύτερο στάδιο, ἡ ἀπόφαση τῆς ἐπιστροφῆς. Κατόπιν, ὁ ἀποστάστης ἔρχεται στόν εὔσπλαγχνο πατέρα καί λέγει τά γνωστά καί συνταρακτικά ἐκείνα λόγια: «Πάτερ ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου, καί οὐκ εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου…» Αὐτό εἶναι τό τρίτο στάδιο, ἡ ἐξομολόγηση. Καί τέλος, ὁ Ἄσωτος τῆς Παραβολῆς, λαμβάνει τή συγχώρηση ἀπό τόν εὔσπλαγχνο πατέρα, τό ὁποῖο λαμβάνει χώρα στήν περίπτωση τοῦ κάθε μετανοοῦντος ἀνθρώπου, καί αὐτό ἀποτελεῖ τό τέταρτο στάδιο τῆς μετανοίας.


Μέ αὐτόν τόν τρόπο  καί τά ἀνωτέρω στάδια ἐκδιπλώνεται ἐνώπιόν μας αὐτό τό μέγιστο καί  σωτήριο μυστήριο  τῆς μετανοίας, στήν ὁποία μονίμως μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία μας, ἰδιαιτέρως κατά τήν περίοδο τοῦ τριωδίου, ὅπως εἴπαμε.


Πῶς, ὅμως, βιώνεται ἡ μετάνοια; Ὡς νέκρωση και ταυτόχρονα ἀνάσταση! Ὡς μία πλήρης κατάδυση μέσα στό βάπτισμα, θά λέγαμε, τῆς ζωῆς αὐτῆς καί μία ἀνάσταση  στήν καινή ζωή…Αὐτό βλέπουμε στήν Παραβολή τοῦ Ἀσώτου, ὁ ὁποῖος «νεκρός ἦν καί ἀνέζησε». 


Ἄν δέν βιώσουμε ἔτσι τή μετάνοια, ἀλλά μείνουμε ἁπλῶς στήν ἐξωτερική περιστολή κάποιων κακῶν συνηθειῶν καί στήν προσωρινή στροφή τοῦ πηδαλίου τῆς ὑπάρξεώς μας πρός μία ἄλλη κατεύθυνση, τότε δέν θά αἰσθανθοῦμε ποτέ στό ἐσώτερο εἶναι μας τό μεγαλεῖο τῆς μετανοίας, ὅπως τό αἰσθάνθηκαν τόσοι καί τόσοι μετανοοῦντες, οἱ ὁποίοι ἀναφέρονται στά  ἱερά εὐαγγέλια καί τά Πατερικά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας.  


Ἡ στενότητα τοῦ χώρου δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά μακρυγορήσουμε, μέ τή χρήση παραδειγμάτων, ἀναφερόμενοι στά πρόσωπα τῆς μετανοίας, στούς τρόπους μέ τούς ὁποίους αὐτή ἐκφράζεται,  στίς στάσεις καί  τούς λόγους τῆς μετανοίας κ.ἄ.


Εἶναι ἀνάγκη, πάντως, νά κατανοήσουμε ὅτι γιά κάθε ἄνθρωπο, εἴτε ζεῖ στίς καταστάσεις τῆς μεγαλύτερης ἁμαρτίας, εἴτε βιώνει τίς  ὑψηλές καί οὐράνιες ἐμπειρίες, ἡ μετάνοια εἶναι τό ἀπαραίτητο στοιχεῖο, τό προσδιοριστικό τῆς πνευματικῆς  του ζωῆς.


Εἴθε μέσα στήν κατανυκτική αὐτή περίοδο τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, μέ τίς τόσες πνευματικές εὐκαιρίες, στίς ὁποῖες εἶναι ἐκτεθειμένη ἡ ψυχή τοῦ καθενός μας, νά βιώσουμε ὅσο γίνεται τήν σωτήριο μετάνοια, ὡς ἀνάσταση τῆς ψυχῆς,  ὡς  ἐπώδυνο ἀντίκρυσμα τῆς ἀλήθειας, ὡς πορεία τῆς ἐσώτερης ὑπάρξεώς μας πρός τόν ὑπερβατικό κόσμο καί ὡς αἴσθηση τῆς μυστικῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας.  



    [1] Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἔργα, ΕΠΕ 5, 112.
    [2] ὅπ. π., σ. 72.
  [3] Ἀββᾶς Ἠσαΐας. Βλ. Π. Β. Πάσχου, Ἀγωνία και κατάνυξη, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας (Γ΄), σελ. 135.
[4] Βλ. «ΚΛΙΜΑΞ» Ἰω. Σιναΐτου, ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Παρακλήτου, σ. 118-119. 
[5] Βλ. ἡμετέρα μελέτη «Παράδεισος καί Κόλαση», Κεφ. 5ο, ὅπου γίνεται λόγος διεξοδικότερα περί τῆς ἐν λόγῳ θεωρίας τῶν παπικῶν.
[6] Βλ. π. Ἰω. Ρωμανίδου, Τό προπατορικόν ἀμάρτημα, ἐκδ. Δόμος (Β΄), σ. 168.
[7] Βλ. Πρός Θαλάσσιον περί διαφόρων ἀπόρων, MPG.90, 644 BC: «Ὅτι τήν εἰς τό μή ὄν ἀπογένεσιν δέξασθαι τήν τῶν γεγονότων φύσιν προσδοκῶν ὁ διάβολος, ἠγωνίσατο τῆς θείας ἐντολῆς παραβάτην δεῖξαι τόν ἄνθρωπον».
[8] ΕΠΕ 61, 478.

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Eἰς τήν Δευτέραν Παρουσίαν..


Ὁμιλία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων, εἰς τήν Δευτέραν Παρουσίαν Τοῦ Κυρίου.


«Καί πάλιν ἐρχόμενον μετά δόξης κρίναι ζωντας καί νεκρούς, οὐ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος»



Διακηρύττουμε παρουσίαν Χριστοῦ, ὄχι μόνον μίαν ἀλλά καί δευτέραν, πολύ καλλιτέραν τῆς προηγουμένης. Διότι ἡ πρώτη ἀποτελοῦσε ἐπίδειξιν ὑπομονῆς, ἐνῶ ἡ ἐρχομένη φέρει τό στέμμα τῆς θείας Βασιλείας. Πράγματι” στόν Κύριον ἠμῶν Ἰησοῦν Χριστόν τά πάντα, ὡς ἐπί τό πλεῖστον, εἶναι διπλά. Διπλή γέννησις, μία ἀπό τόν Θεόν προαιωνίως καί μία ἀπό τήν Παρθένον στούς ἐσχάτους καιρούς. Δύο κάθοδοι. Μία ἡ ἀφανής, καί δευτέρα ἔνδοξος καί ἐπιφανής, ἡ μέλλουσα. Κατά τήν πρώτην παρουσίαν ἐσπαργανώθη στήν φάτνην, στήν δευτέραν ἐνδύεται φῶς ὡς ἱμάτιον. Στήν πρώτην «ὑπέμεινε σταυρόν, αἰσχύνης καταφρονήσας», στήν δευτέραν θά ἔλθη δοξαζόμενος, δορυφορούμενος ἀπό στρατιές ἀγγέλων
.

Δέν μένουμε λοιπόν στήν πρώτην μόνον παρουσίαν, ἀλλά προσδοκοῦμε καί τήν δευτέραν. Καί εἴπαμε μέν στήν πρώτην «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου», ἀλλά καί στήν δευτέρα θά εἰποῦμε πάλι τό ἴδιον, ὅταν συναντήσωμε μαζί μέ τούς ἀγγέλους τόν Δεσπότην, καί προσκυνώντας αὐτόν θά εἰποῦμε: «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». Ἔρχεται ὁ Σωτήρ ὄχι γιά νά δικασθῆ πάλιν, ἀλλά γιά νά δικάση τούς δικαστᾶς του. Αὐτός πού προηγουμένως, ὅταν ἐκρίνετο, ἐσιωποῦσε, λέγει ὕστερα στούς παρανόμους, ὑπενθυμίζοντας ὅσα ἐτόλμησαν κατά τήν σταύρωση: «Ταῦτα ἐποίησας καί ἐσίγησα». Τότε ἦλθε γιά νά ἐκπληρώση τήν Θείαν Οἰκονομίαν, καί ἐδίδασκε τούς ἀνθρώπους μέ τήν πειθώ. Τώρα ὅμως θά ἀναγκασθοῦν νά τόν ἀναγνωρίσουν ὡς Βασιλέα τους, ἔστω καί χωρίς νά τό θέλουν. Περί τῶν δύο τούτων παρουσιῶν ὁ προφήτης Μαλαχίας λέγει: «καί ἐξαίφνης θά ἔλθη εἰς τόν ναόν αὐτοῦ ὁ Κύριος, ὅν ὑμεῖς ζητεῖτε». Ἰδού ἡ μία παρουσία.



 Καί πάλι περί τῆς δευτέρας παρουσίας λέγει: «Καί ὁ ἄγγελος τῆς διαθήκης ὅν ὑμεῖς θέλετε. Ἰδού ἔρχεται Κύριος Παντοκράτωρ, καί τίς ὑπομενεῖ ἡμέραν εἰσόδου αὐτοῦ;». Καί ἀμέσως στήν συνέχεια λέγει ὁ ἴδιος ὁ Σωτήρ: «καί προσάξω πρός ὑμᾶς ἐν κρίσει, καί ἔσομαι μάρτυς ταχύς ἐπί τούς μάγους καί ἐπί τάς μοιχαλίδας καί ἐπί τούς ὀμνύοντας τῷ ὀνόματί μου ἐπί ψεύδει», καί τά λοιπά. Γι’ αὐτό ὁ Παῦλος θέλοντας νά μᾶς ἀσφαλίση ἐκ τῶν προτέρων λέγει: «εἰ τίς ἐποικοδομεῖ ἐπί τόν θεμέλιον τοῦτον χρυσόν καί ἄργυρον καί λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, ἑκάστου τό ἔργον φανερόν γενήσεται».


Ἤδη καί ὁ Παῦλος ἔχει ἐπισημάνει τίς δύο αὐτές παρουσίες, ὅταν γράφη πρός τόν Τίτον καί λέγει: ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πάσιν ἀνθρώποις, παιδεύουσα ἠμᾶς ἴνα, ἀρνησάμενοι τήν ἀσέβειαν καί τάς κοσμικᾶς ἐπιθυμίας, σωφρόνως καί δικαίως καί εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰώνι, προσδεχόμενοι τήν μακαρίαν ἐλπίδα καί ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Βλέπεις πῶς ἀνέφερε μέν τήν πρώτην, γιά τήν ὁποίαν εὐχαριστεῖ, καί τήν δευτέραν, τήν ὁποίαν προσδοκοῦμε; Γι’ αὐτό καί ἡ πίστις μας, ὅσον ἀφορᾶ στό γεγονός αὐτό τό ὁποῖον σᾶς ἀναγγέλλουμε τώρα, μᾶς παρεδόθη ἔτσι, νά πιστεύωμε δηλαδή στόν «ἀνελθόντα εἰς τούς οὐρανούς καί καθίσαντα ἐκ δεξιῶν του Πατρός καί ἐρχόμενον ἐν δόξη, κρίναι ζωντας καί νεκρούς, οὐ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος».


Ἔρχεται λοιπόν ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστός ἀπό τούς οὐρανούς, ἔρχεται δέ στήν συντέλειαν τοῦ κόσμου τούτου ἐνδόξως, κατά τήν ἐσχάτην ἡμέρα. Διότι θά γίνη συντέλεια τοῦ κόσμου τούτου, καί ὁ κτιστός αὐτός κόσμος θά ἀνακαινισθῆ πάλι. Ἐπειδή δηλαδή ἐπεκράτησε σέ ὅλην τήν γῆν ἡ διαφθορά καί ἡ κλοπή καί ἡ μοιχεία καί κάθε εἶδος ἁμαρτίας, καί συμβαίνουν σέ ὅλον τόν κόσμον αἱμομιξίες, γιά νά μή μείνη τό θαυμαστόν αὐτό κατοικητήριον πλῆρες ἀνομίας, ὁ κόσμος αὐτός μέλλει νά παρέλθη, γιά νά ἀναδειχθῆ ὁ καλλίτερος.


 Θέλεις νά λάβης τήν ἀπόδειξιν ἀπό τά ρητά της Γραφῆς; Ἄκου τόν Ἠσαΐα πού λέγει: «καί εἰληθήσεται ὡς βιβλίον ὁ οὐρανός, καί τά ἄστρα πεσεῖται ὡς φύλλα ἐξ ἀμπέλου, καί ὡς πίπτει φύλλα ἀπό συκῆς». Καί τό Εὐαγγέλιον λέγει: «ὁ ἥλιος σκοτισθήσεται, καί ἡ σελήνη οὐ δώσει τό φέγγος αὐτῆς, καί οἱ ἀστέρες πεσοῦνται ἀπό τοῦ οὐρανοῦ». Ἅς μή λυπούμεθα σάν νά πεθαίναμε μόνον ἐμεῖς. Καί οἱ ἀστέρες θά ἀποθάνουν, ἀλλά θά ξαναγίνουν πάλιν ὅπως εἶναι τώρα. Καί θά περιτυλίξη ὁ Κύριος τους οὐρανούς ὄχι γιά νά τούς καταστρέψη, ἀλλά γιά νά τούς ἀνανεώση, νά τούς κάμη καλλιτέρους. Ἄκου τόν Προφήτην Δαβίδ πού λέγει: «κατ’ ἀρχάς Σύ, Κύριε, τήν γῆν ἐθεμελίωσας καί ἔργα τῶν χειρῶν σου εἰσίν οἱ οὐρανοί. Αὐτοί ἀπολοῦνται, Σύ δέ διαμένεις».


Ἀλλά θά εἰπῆ κάποιος. Κοίτα, τό λέγει σαφῶς ὅτι ἀπολοῦνται, θά καταστραφοῦν. Ἄκου πῶς ἐννοεῖ τό «ἀπολοῦνται», τό λέγει στήν συνέχεια: «καί πάντες ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσονται, καί ὡσεί περιβόλαιον (σάν ἐπανωφόρι δηλαδή) ἐλίξεις αὐτούς, καί ἀλλαγήσονται». Ὅπως λέγεται ὅτι ὁ δίκαιος ἀπέθανε, σύμφωνα μέ τό γραφικόν. «Ἴδετε ὡς ὁ δίκαιος ἀπώλετο, καί οὐδείς ἐκδέχεται τή καρδία», καί αὐτό ἐπειδή προσδοκοῦμε τήν Ἀνάσταση. Κατ’ ἀνάλογον τρόπο προσδοκοῦμε καί ἀνάσταση τῶν οὐρανῶν. «Ὁ ἥλιος μεταστραφήσεται εἰς σκότος, καί ἡ σελήνη εἰς αἷμα». Ἅς διδαχθοῦν αὐτοί πού ἐπέστρεψαν ἀπό τήν αἵρεση τῶν Μανιχαίων, καί ἅς μή θεοποιοῦν πλέον τά φωτεινά σώματα τοῦ οὐρανοῦ, οὔτε νά θεωροῦν δυσσεβῶς ὅτι ὁ ἥλιος αὐτός πού μέλλει νά σκοτισθῆ εἶναι ὁ Χριστός. Καί πάλιν ἄκου τόν Κύριο πού λέγει: «ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δέ λόγοι μου οὐ μή παρέλθωσιν». Τά κτίσματα δηλαδή δέν εἶναι ἰσότιμα μέ τούς λόγους τοῦ Δεσπότου…


Ἀναμένουμε λοιπόν ὄντως καί προσδοκοῦμε τόν Κύριον ἐρχόμενον ἀπό τούς οὐρανούς, ἐπάνω σε νεφέλες. Θά ἠχήσουν τότε σάλπιγγες ἀγγελικές. Πρῶτοι θά ἀναστηθοῦν ὅσοι ἀπό τούς νεκρούς ἔχουν κοινωνίαν μέ τόν Χριστόν. Ἔπειτα ἁρπάζονται σέ νεφέλες ὅσοι εὐλαβεῖς θά ζοῦν τότε, λαμβάνοντας ὡς ἔπαθλο τήν τιμήν αὐτήν ἡ ὁποία ὑπερβαίνει τά ἀνθρώπινα μέτρα, ἐπειδή καί ἠγωνίσθησαν ὑπεράνθρωπα, ὅπως λέγει ὁ Παῦλος. «Ὅτι αὐτός ὁ Κύριος ἐν κελεύσματι, ἐν φωνή ἀρχαγγέλλου καί ἐν σάλπιγγι Θεοῦ καταβήσεται ἀπ’ οὐρανοῦ, καί οἱ νεκροί ἐν Χριστῷ ἀναστήσονται πρώτον. Ἔπειτα ἠμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι, ἅμα σύν αὐτοῖς ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις, εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα, καί οὕτω πάντοτε σύν Κυρίω ἐσόμεθα».


Τήν ἐγνώριζεν αὐτήν τήν Παρουσίαν τοῦ Κυρίου ὁ Ἐκκλησιαστῆς, ὅταν ἔλεγε: «εὐφραίνου, νεανίσκε, ἐν νεοτητί σου». Καί τί θά γίνη ὅταν ἔλθη ὁ Κύριος; «Ἀνθήσει τό ἀμύγδαλον καί παχυνθήσεται ἡ ἀκρίς, καί διασκεδασθήσεται ἡ κάππαρις». Ὅπως μάλιστα λέγουν οἱ ἐρμηνευταί, ἡ ἀνθισμένη ἀμυγδαλιά σημαίνει ὅτι ὁ χειμών παρῆλθε. Μετά δέ τόν χειμώνα μέλλουν νά ἀνθήσουν τά σώματά μας, νά γίνουν ἄνθη ἐπουράνια. Καί θά παχυνθῆ ἡ ἀκρίς, ἡ πτερωτή ψυχή, περιβαλλομένη τό σῶμα της. «Καί διασκεδασθήσεται ἡ κάππαρις», θά διασκορπισθοῦν δηλαδή οἱ ἀκανθώδεις παράνομοι.


Βλέπεις ὅτι ὅλοι προλέγουν τήν Παρουσίαν τοῦ Κυρίου; Βλέπεις ὅτι γνωρίζουν τήν φωνήν τοῦ σπουργίτη; Ποίαν φωνήν; Ἅς ἰδοῦμε: «Ὅτι αὐτός ὁ Κύριος ἐν κελεύσματι, ἐν φωνή ἀρχαγγέλου καί ἐν σάλπιγγι Θεοῦ καταβήσεται ἀπ’ οὐρανοῦ». Ἀρχάγγελος ἀπευθύνεται σέ ὅλους καί λέγει: «ἐγείρεσθε εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου», καί θά εἶναι φοβερά ἡ κάθοδος τοῦ Δεσπότου. Καί σύμφωνα μέ τήν Γραφήν πού ἔχουμε ἀναγνώσει, «ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται πρός τόν Πατέρα ἐπί τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ, ποταμοῦ πυρός ἕλκοντος», ὁ ὁποῖος δοκιμάζει τούς ἀνθρώπους.


 Ὅποιος ἔχει ἔργα χρυσά, γίνεται λαμπρότερος. Ὅποιος ἔχει ἔργα σαθρά, τά ὁποῖα δέν ἀντέχουν στήν δοκιμήν, ἀφανίζονται ἀπό τό πῦρ. Καί ὁ Πατήρ «καθέζεται, ἔχων τό ἔνδυμα αὐτοῦ λευκόν ὡσεί χιῶν, καί τήν τρίχα τῆς κεφαλῆς ὡς ἔριον καθαρόν». Βεβαίως ἐδῶ ὁμιλεῖ ἀνθρωπίνως.


Τί ἐννοεῖ δηλαδή; Ὅτι εἶναι Βασιλεύς ἐκείνων πού δέν ἐμολύνθησαν ἀπό ἁμαρτίες. Διότι λέγει «λευκανῶ τάς ἁμαρτίας ὑμῶν ὡς χιόνα καί ὡσεί ἔριον», πού συμβολίζουν ἐδῶ τήν συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν ἤ καί τήν ἀναμαρτησίαν. Ἔρχεται δέ ὁ Κύριος ἀπό τούς οὐρανούς ἐπάνω σε νεφέλες, ἀφοῦ μέ νεφέλες ἀνέβη ἐκεῖ.


Ἀλλά ποῖον θά εἶναι τό σημεῖον τῆς Παρουσίας αὐτοῦ, ὥστε νά μήν τολμήση κάποια ἐναντία δύναμις νά τό μιμηθῆ; «Καί τότε», λέγει, «φανήσεται τό σημεῖον τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ οὐρανῶ». Καί τό ἀληθές καί διακριτικόν σημεῖον τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ σταυρός. Τό φωτοειδές σημεῖον τοῦ σταυροῦ προηγεῖται τοῦ Βασιλέως, ἀναγγέλλοντας αὐτόν ὁ ὁποῖος εἶχε τότε σταυρωθεῖ, ὥστε νά τόν ἰδοῦν οἱ Ἰουδαῖοι οἱ ὁποῖοι τότε τόν εἶχαν κεντήσει στήν πλευράν καί εἶχαν συνωμοτήσει ἐναντίον του.


 Νά θρηνήσουν πικρῶς κάθε φυλή χωριστά, καί νά εἰποῦν: Αὐτός εἶναι ἐκεῖνος πού ἐραπίσθη, αὐτός εἶναι ἐκεῖνος τόν ὁποῖον περιέβαλλαν μέ δεσμά, αὐτός εἶναι ἐκεῖνος τόν ὁποῖον ἐξηυτέλισαν, ἀφοῦ πρῶτα τόν ἐσταύρωσαν. Καί θά εἰποῦν τότε: Ποῦ νά πᾶμε γιά νά ἀποφύγωμε τήν ὀργήν σου; Ἀλλά ἀπό πουθενά δέν θά ἠμπορέσουν νά ξεφύγουν, ἀφοῦ θά τούς ἔχουν περικυκλώσει οἱ στρατιές τῶν ἀγγέλων. Φόβητρον θά εἶναι τό σημεῖον τοῦ σταυροῦ γιά τούς ἐχθρούς του, καί χαρά γιά τούς φίλους του, οἱ ὁποῖοι ἐπίστευσαν σ’ αὐτόν ἤ τόν ἐκήρυξαν ἤ ἔπαθαν γι’ αὐτόν.


Ποῖος ἄραγε θά εἶναι μακάριος νά εὑρεθῆ τότε φίλος του Χριστοῦ; Δέν καταφρονεῖ τούς δούλους τούς ἰδικούς τοῦ ὁ τόσον ἔνδοξος Βασιλεύς, αὐτός πού περιστοιχίζεται ἀπό ἀγγέλους, ὁ συνθρόνος μέ τόν Πατέρα. Καί γιά νά μήν ἀναμιχθοῦν οἱ ἐκλεκτοί μέ τούς ἐχθρούς, «ἀποστελεῖ τούς ἀγγέλους αὐτοῦ μετά σάλπιγγος μεγάλης, καί ἐπισυνάξει τούς ἐκλεκτούς αὐτοῦ ἐκ τῶν τεσσάρων ἀνέμων». Ἀφοῦ δέν κατεφρόνησε τόν Λώτ, ποῦ ἦταν ἕνας, πῶς εἶναι δυνατόν νά καταφρονήση τούς πολλούς δικαίους; «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου», θά εἰπῆ πρός ἐκείνους πού θά ἐπιβαίνουν σέ νεφελώδη ἅρματα, καί οἱ ὁποῖοι θά ἔχουν συναχθῆ ἀπό τούς ἀγγέλους.


Ἀλλά θά εἰπῆ κάποιος ἀπό τούς παρόντες. Εἶμαι πτωχός, ἤ θά συμβῆ τότε νά εὑρεθῶ ἀσθενής στό κρεββάτι, ἤ εἶμαι γυναίκα καί θά εὐρίσκωμαι ἐκείνην τήν ὥρα στόν μύλο. Μήπως θά περιφρονηθοῦμε; Ἔχε θάρρος, ἄνθρωπέ μου. Ὁ Κριτής εἶναι ἀπροσωπόληπτος. «Οὐ κατά τήν δόξαν κρινεῖ, οὐδέ κατά τήν λαλιάν ἐλέγξει». Δέν προτιμᾶ τούς λογίους ἀπό τούς ἀπαιδεύτους, οὔτε τούς πλουσίους ἀπό τούς πτωχούς. Καί στόν ἀγρόν ἄν εἶσαι, θά σέ παραλάβουν οἱ ἄγγελοι.



Μή νομίσης ὅτι θά πάρη τούς γαιοκτήμονες καί ἐσέ πού εἶσαι γεωργός θά σέ ἀφήση. Καί ἄν εἶσαι δοῦλος ἤ πτωχός, μήν ἀγωνιᾶς. Αὐτός πού ἔλαβε μορφήν δούλου δέν καταφρονεῖ τούς δούλους. Καί ἄν εἶσαι στό κρεββάτι ἀσθενής, ἔχει γραφή: «Τότε δυό ἔσονται ἐπί κλίνης μιᾶς, εἰς παραλαμβάνεται, καί εἰς ἀφίεται». Καί ἄν κατ’ ἀνάγκην εὑρεθῆς νά ἐργάζεσαι στόν μύλον, ἄνδρας ἡ γυναίκα, καί ἄν φορής χειροπέδες, δέν θά σέ παραβλέψη αὐτός πού ἠλευθέρωσε τόν Ἰωσήφ καί τόν ὁδήγησε ἀπό τήν δουλεία καί τήν φυλακή στήν βασιλείαν. Θά λυτρώση καί σέ ἀπό τίς θλίψεις καί θά σοῦ χαρίση τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν. Μόνον νά ἔχης θάρρος, μόνον νά ἐργασθῆς πνευματικῶς, μόνον νά ἀγωνισθῆς προθύμως.


Ἐπειδή τίποτε δέν πάει χαμένο. Κάθε σου προσευχή καί ψαλμωδία ἔχει καταγραφεῖ. Κάθε σου ἐλεημοσύνη ἔχει καταγραφεῖ, κάθε νηστεία ἔχει καταγραφεῖ, κάθε γάμος πού διεφυλάχθη καλῶς ἔχει καταγραφεῖ. Ἔχει καταγραφεῖ καί ἡ ἐγκράτεια πού ἔγινε γιά τόν Θεόν. Τά πρωτεῖα δέ τῶν στεφάνων μεταξύ ὅλων των καταγεγραμμένων τά ἔχει ἡ παρθενία καί ἡ ἁγνότης. Καί μέλλεις νά λάμπης ὡς ἄγγελος. Ἀλλά ὅπως ἤκουσες εὐχαρίστως τά καλά, ἄκου τώρα μέ ψυχραιμία καί τά ἀντίθετα. Ἔχει καταγραφεῖ κάθε σου πλεονεξία, ἔχει καταγραφεῖ κάθε σου πορνεία, ἔχει καταγραφεῖ κάθε σου ἐπιορκία καί βλασφημία καί μαγεία καί κλοπή καί φόνος. Ὅλα αὐτά λοιπόν εἶναι καταγεγραμμένα, ὅσα ἔχεις πράξει μετά τό βάπτισμα. Διότι αὐτά πού εἶχες κάμει προηγουμένως ἐξαλείφονται.


«Ὅταν δέ ἔλθη», λέγει, «ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξη αὐτοῦ, καί πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ’ αὐτοῦ». Βλέπε, ἄνθρωπε, ἐνώπιον πόσων θά ἐμφανισθῆς στό κριτήριον. Θά εἶναι τότε παρόν ὅλο το γένος τῶν ἀνθρώπων. Ἀναλογίσου λοιπόν πόση εἶναι ἡ φυλή τῶν Ρωμαίων, ἀναλογίσου πόσοι εἶναι οἱ ἄλλοι, οἱ βάρβαροι οἱ ὁποῖοι ζοῦν τώρα καί πόσοι ἔχουν ταφεῖ τά τελευταῖα ἑκατό χρόνια. Πόσοι ἐτάφησαν μέσα σέ χίλια χρόνια. Ἀναλογίσου πόσοι εἶναι ἀπό τόν Ἀδάμ μέχρι σήμερα. Μεγάλο πλῆθος βέβαια, ἀλλά καί πάλι μικρόν εἶναι, διότι οἱ ἄγγελοι εἶναι περισσότεροι. Ἐκεῖνοι εἶναι τά ἐνενῆντα ἐννέα πρόβατα, ἡ δέ ἀνθρωπότης μόνον τό ἕνα. Διότι ἀνάλογα μέ τό μέγεθος ὅλων των τόπων πρέπει νά ὑπολογίζωμε καί τό πλῆθος τῶν κατοίκων τους.


Ἡ κατοικουμένη γῆ, εὑρισκομένη κατά κάποιον τρόπον στό κέντρον τοῦ ἑνός οὐρανοῦ, ἔχει τόσον μεγάλο πλῆθος. Ὁ οὐρανός ποῦ τήν περιβάλλει πόσον πλῆθος ἔχει; Καί οἱ οὐρανοί τῶν οὐρανῶν δέν εἶναι αὐτονόητον ὅτι κατοικοῦνται ἀπό πλῆθος ἀναρίθμητον; Πράγματι ἔχει γραφή: «χίλιαι χιλιάδες ἐλειτούργουν αὐτῶ καί μύριαι μυριάδες παρειστήκεσαν αὐτῶ». Ὄχι ὅτι εἶναι τόσο μόνο το πλῆθος, ἀλλά ἐπειδή ὁ Προφήτης δέν ἠμποροῦσε νά ἐκφράση μεγαλύτερον ἀριθμόν.


Παρευρίσκεται λοιπόν τότε στό κριτήριον ὁ Θεός καί Πατήρ τῶν ἁπάντων, μαζί του θά κάθηται ὁ Ἰησοῦς Χριστός, θά εἶναι δέ παρόν καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἀγγελική σάλπιγγα θά προσκαλέση ὅλους ἐμᾶς, οἱ ὁποῖοι θά φοροῦμε ὡς ἔνδυμα τά ἔργα μας. Ἄραγε δέν ὀφείλουμε νά ἀγωνιοῦμε ἀπό τώρα; Καί μή νομίσης, ἄνθρωπε, ὅτι εἶναι μικρά καταδίκη το νά κατακριθῆς ἐνώπιον τόσου πλήθους. Μήπως δέν προτιμοῦμε πολλές φορές νά ἀποθάνωμε παρά νά κατηγορηθοῦμε ἀπό φίλους;


Ἅς ἔχωμε τήν ἀγωνίαν, λοιπόν, ἀδελφοί, μή μᾶς καταδικάση ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος, ἄν πρόκειται νά μᾶς καταδικάση, δέν ἔχει ἀνάγκην ἀπό ἐξέτασιν ἤ ἔλεγχο. Μήν εἰπῆς ὅτι ἦταν νύκτα ὅταν ἐπόρνευσα ἡ ἔκανα μαγεῖες ἡ ἔπραξα κάτι ἄλλο, καί δέν ὑπῆρχε ἄνθρωπος ἐκεῖ. Ἀπό τήν συνείδησή σου κρίνεσαι. Σέ ἀναγκάζει νά εἰπῆς τήν ἀλήθεια τό φοβερόν πρόσωπον τοῦ Κριτοῦ, ἤ μᾶλλον, καί ἄν δέν τήν εἰπῆς, σέ ἐλέγχει. Διότι θά ἀναστηθῆς φορώντας τίς ἁμαρτίες σου ἤ τίς ἀρετές σου.


 Τί λέγει λοιπόν ὁ Κριτής περί τῆς ἐνδυμασίας ἤ μή τῶν ἔργων σου; «Καί συνάξουσιν ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τα ἔθνη». Διότι πρέπει τά πάντα νά κλίνουν γόνυ ἐνώπιόν του Χριστοῦ, τά ἐπουράνια καί τά ἐπίγεια καί τά καταχθόνια. «Καί ἀφορίσει αὐτούς ἀπ’ ἀλλήλων, ὥσπερ ὁ ποιμήν ἀφορίζει τά πρόβατα ἀπό τῶν ἐρίφων». Πῶς διαχωρίζει ὁ ποιμήν; Μήπως ἐρευνᾶ κάποιο βιβλίον, νά μάθη ποῖον εἶναι πρόβατον, καί ποῖον ἐρίφιον; Ἤ τά διακρίνει ἀπό τήν ἐμφάνιση; Δέν φανερώνει τό μαλλί τό πρόβατον, τό δέ σκληρόν καί τριχωτόν το ἐρίφιον;


Ἔτσι, ἐάν μέν καθαρισθῆς τώρα ἀπό τίς ἁμαρτίες σου, ἔχεις στό ἑξῆς τίς πράξεις σου ὡς ἔριον καθαρόν, καί ἡ στολή σου μένει ἀμόλυντος. Ἀπό τήν ἐνδυμασίαν ἀναγνωρίζεσαι ὅτι εἶσαι πρόβατον, ἐάν ὅμως εὑρεθῆς τριχωτός, ὅπως ὁ Ἠσαύ, πού ἦταν δασύτριχος καί ἐλαφρόμυαλος, καί ὁ ὁποῖος ἔχασε τά πρωτοτόκια γιά τό φαγητό καί ἐπώλησε τό ἀξίωμά του, θά ταχθῆς μέ τήν ἀριστεράν μερίδα. Μή γένοιτο ὅμως κάποιος ἀπό τούς παρόντες νά ἀποβληθῆ ἀπό τήν χάριν, οὔτε ἐξ αἰτίας τῶν φαύλων πράξεών του νά εὑρεθῆ στά ἀριστερά τάγματα τῶν ἁμαρτωλῶν.



Εἶναι ἀληθῶς φοβερά ἡ κρίσις, καί προξενοῦν φόβον αὐτά πού προαναγγέλλονται. Εὑρίσκεται ἐνώπιόν μας ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἔχει ἑτοιμασθῆ καί τό πῦρ τό αἰώνιον. Πῶς, λοιπόν, θά εἰπῆ κάποιος, θά ἀποφύγωμε τό πῦρ; Καί πῶς θά εἰσέλβωμε στήν Βασιλείαν; «Ἐπείνασα», λέγει, «καί ἐδώκατε μοί φαγεῖν». Ἰδού ὁ τρόπος. Δέν χρειάζεται ἀλληγορία ἐδῶ, ἀλλά νά ἐκτελέσωμε τά λεγόμενα. «Ἐπείνασα καί ἐδώκατε μοί φαγεῖν. Ἐδίψησα καί ἐποτίσατε μέ, ξένος ἤμην καί συνηγαγετέ μέ. Γυμνός, καί περιεβάλετε μέ, ἠσθένησα καί ἐπεσκέψασθε μέ. Ἐν φυλακή ἤμην καί ἤλθετε πρός μέ». Ἐάν τά πράξης αὐτά, θά συμβασιλεύσης. Ἐάν ὅμως δέν τά πράξης θά κατακριθῆς.


Ἄρχισε λοιπόν ἀπό τώρα νά τά ἐργάζεσαι αὐτά, καί ἐπίμενε στήν πίστη, γιά νά μήν ἀποκλεισθῆς ἔξω, ἀναβάλλοντας νά ἀγοράσης τό ἔλαιον σάν τίς μωρές παρθένους. Μήν ξεθαρρευθῆς ἐπειδή ἁπλῶς κρατεῖς τήν λαμπάδα, ἀλλά διατήρησε τήν ἀναμμένην. Ἅς λάμψη τό φῶς τῶν καλῶν ἔργων σου ἐνώπιόν των ἀνθρώπων, καί μή βλασφημεῖται ἐξ αἰτίας σου ὁ Χριστός. Φόρεσε ἔνδυμα ἀφθαρσίας, διαπρέποντας στά καλά ἔργα, καί ὅποιαν ὑπόθεσιν ἀναλάβης κατ’ οἰκονομίαν ἀπό τόν Θεόν γιά νά τήν διαχειρισθῆς, νά τήν διαχειρισθῆς μέ τρόπον χρήσιμο. Σοῦ ἐνεπιστεύθη χρήματα; Διαχειρίσου τά καλά. Σοῦ ἐνεπιστεύθη λόγον διδασκαλίας; Καθοδήγησε καλῶς τίς ψυχές τῶν ἀκροατῶν σου. Ἠμπορεῖς νά προΐστασαι; Κάμε τό αὐτό μέ ζῆλον.


 Ὑπάρχουν πολλοί τρόποι καλῆς διαχειρίσεως, μόνο νά μή καταδικασθῆ κάποιος ἀπό ἐμᾶς καί νά μήν ἀποβληθῆ, ἀλλά μέ παρρησία νά συναντήσωμε τόν αἰώνιον Βασιλέα Χριστόν, ὁ ὁποῖος βασιλεύει αἰωνίως. Πράγματι, αὐτός πού θά κρίνη ζῶντες καί νεκρούς θά βασιλεύη αἰωνίως, ἀφοῦ ἀπέθανε πρός χάριν ζώντων καί νεκρῶν, ὅπως λέγει καί ὁ Παῦλος. Καί ἄν κάποτε ἀκούσης κάποιον νά λέγη ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ ἔχει τέλος, μίσησε τήν αἵρεση. Εἶναι ἄλλη μία κεφαλή τοῦ δράκοντος, πού ἐνεφανίσθη τώρα τελευταία στήν Γαλατίαν…


 Ἄν καί ἔχω πάρα πολλές μαρτυρίες ἀπό τίς Θεῖες Γραφές περί τῆς ἀτελευτήτου στούς αἰῶνες Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ, θά ἀρκεσθῶ σ’ αὐτά, ἐπειδή εἴπαμε πολλά σήμερα. Σύ δέ ὁ ἀκροατής νά προσκυνής μόνον ἐκεῖνον ὡς Βασιλέα, ἀποφεύγοντας κάθε αἱρετικήν πλάνην. Καί ἄν ἐπιτρέψη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, θά εἰποῦμε μέ τόν καιρό καί τά ὑπόλοιπά της πίστεώς μας.


 Εἴθε ὁ Θεός τῶν ὅλων νά σᾶς διαφυλάξη ὅλους, ὥστε νά διατηρῆτε στήν μνήμην σᾶς τά σημεῖα τῆς συντελείας τοῦ κόσμου, καί νά μείνετε ἀκατανίκητοι ἀπό τόν Ἀντίχριστον. Ἔμαθες τά σημεῖα τοῦ πλάνου πού πρόκειται νά ἔλθη. Ἔλαβες τίς ἀποδείξεις τοῦ ἀληθινοῦ Χριστοῦ, τοῦ κατερχομένου φανερῶς ἀπό τούς οὐρανούς. Τόν μέν ἕνα, τόν ψευδῆ, ἀπόφευγε τόν. Τόν δέ ἄλλον τόν ἀληθινόν, προσδόκα τόν. Ἔμαθες τόν τρόπον πῶς στήν Κρίσιν θά καταταγῆς ἐκ δεξιῶν του. Τήρησε αὐτά πού σου ἐνεπιστεύθη ὡς παρακαταθήκην ὁ Χριστός, διαπρέποντας σέ ἔργα ἀγαθά, ὥστε νά παρουσιασθής μέ παρρησίαν ἐνώπιόν του Κριτοῦ, καί νά κληρονομήσεις τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, δί’ οὐ καί μεθ’ οὐ ἡ δόξα τῷ Θεῶ σύν ἁγίω Πνεύματι, εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.







Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ...

π. Καλλινίκου Ἡλιοπούλου, πτ. Θεολογίας

Σεβασμιώτατε Ποιμενάρχα τς Μητροπόλεως Πειραις καί Σαλαμίνος κ.κ. Γερόντιε, Σεβαστοί Πατέρες, 


Ἀγαπητοί νέοι καί νέες, μέλη το Νεανικο ρθοδόξου Συνδέσμου τς κκλησίας μας,.


ναμικτα εναι τά συναισθηματά μου τή στιγμή ατή ερισκόμενος στό ερό ατό βμα νωπιόν σας, φ΄νός διακατέχομαι πό πνευματική χαρά καί συγκίνηση διά τήν νταπόκρισή σας γιά μιά κόμη φορ στό κάλεσμα τς κκλησίας μέσω το Νεανικο ρθοδόξου Συνδέσμου, φ΄τέρου δέ φόβο καί ερό δέος διά τό θέμα πού καλομαι σήμερα νά σς παρουσιάσω, πού φορ τρες πραγματικά μεγάλους ντρες, τρες θεματοφύλακες τς χριστιανικς καί λληνικς κληρονομις, τρες γίγαντες τς πίστεως, τούς Τρες εράρχες, “τούς  τρες μεγίστους φωστήρας τς τρισηλίου θεότητος, τούς τήν οκουμένην κτίσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας”, πως ναφέρει ερός μνωδός στό πολυτίκιο τς μέρας.




Δύο σημαντικές χρονολογίες σηματοδοτον τήν ξέλιξη τς σημερινς ορτς. πρώτη, καθαρά κκλησιαστική, γει τήν παρχή της στά μέσα του 11ου μ.Χ. α., ταν μητροπολίτης Εχαϊτν ωάννης Μαυρόπους καθιέρωσε τόν κοινό ορτασμό τν Τριν ατν Μεγάλων εραρχν, Βασιλείου το Μεγάλου, Γρηγορίου το Θεολόγου καί ωάννου το Χρυσοστόμου, στερα πό θαυμαστό ραμα τό ποο εδε. δεύτερη, περισσότερο πολιτιστικο χαρακτήρα, δέν εναι λλη πό τό καδημαϊκό τος 1843/44, ταν μέ πόφαση τς συγκλήτου το Πανεπιστημίου θηνν 30η ανουαρίου καθιερώθηκε καί ς ορτή τν λληνικν γραμμάτων. φορμή γιά τήν πρώτη πρξε ποκατάσταση καί διατήρηση τς νότητας το κοινωνικο συνόλου, ταν «στάσις γέγονε παρά τν λλογίμων καί ναρέτων νδρν» γιά τό ποιός πό τούς τρες μεγάλους Πατέρες τς κκλησίας ταν νώτερος, μέ ποτέλεσμα, πως ναφέρει κατά λέξη Συναξαριστής, «διαιρεθναι τά πλήθη καί τούς μέν ωαννίτας λέγεσθαι, τούς δέ Βασιλείτας, Γρηγορίτας δέ τούς λοιπούς». Στόχος τς δεύτερης ταν πεγνωσμένη προσπάθεια το νεοσύστατου τότε νεοελληνικο κράτους ερεσης σταθερο σημείου ναφορς γιά τήν πολιτιστική του ταυτότητα.




Κοινός παρονομαστής μφοτέρων τν πρωτοβουλιν ταν εραποστολική εαισθησία καί τό ψιστο καθκον τς κκλησίας νά καταθέσει τήν μαρτυρία της γιά τήν νότητα το κόσμου, ποία δέν ποτελε μόνον εραποστολική ναγκαιότητα, λλά ψιστη θεολογική καί κκλησιολογική πιταγή. πίτευξη, βέβαια, τς νότητας τς οκουμένης καί προώθηση «τς διακονίας τς καταλλαγς», κατά τήν εστοχη θεολογική διατύπωση το δρυτο τς κκλησίας τν θηνν καί ποστόλου τν θνν Παύλου, δέν πρέπει νά κλαμβάνεται ς συνέπεια τς νεωτερικς ρχς τς νεκτικότητας καί το συμβιβασμο, λλά ς βαθύτατα θεολογικό ζήτημα, ς θέμα πού φορ πρωταρχικά στό «εναι» καί τήν ταυτότητα τς κκλησίας. Γι’ ατό καί βασική πιταγή το Χριστο «να πάντες ν σιν» (ω 17,20-21) δέν ποτελε πλή πιλογή, λλά δεσμευτικό ξίωμα τς χριστιανικς μαρτυρίας, τό ποο βιώνεται στήν καθημερινή συμμετοχή μας στή ζωή, στό πάθος καί τήν νάσταση το Χριστο κατά τήν Θεία Λειτουργία, που στό γιο Δισκάριο βρίσκεται λη κκλησία, ν ορανος Θριαμβεύουσα μέ τήν πί γς Στρατευομένη, μέ κεφαλή τόν Χριστό καί μέλη τή Θεοτόκο,  τούς γίους γγέλους, λους τους π΄αἰῶνος γίους, καί λους τους βεβαπτισμένους στό νομα το Τριαδικο Θεο χριστιανούς, ζντες καί κεκοιμημμένους. λλωστε, γιά τό σκοπό ατό αἰῶνες τώρα ρθόδοξη κκλησία, κολουθώντας τήν παρακαταθήκη τν Τριν εραρχν, κατάπαυστα προσεύχεται «πέρ τς τν πάντων νώσεως».




  Oἱ μέγιστοι ατοί εράρχες γιά νά δείξουν ατήν κριβς τήν νότητα τς κκλησίας, μφανίστηκαν πρτα καθένας χωριστά καί στή συνέχεια καί ο τρες μαζί, στόν ωάννη, τόν πίσκοπό της πόλεως Εχαΐτων, κάποια ρα πο ρμήνευε ερά κείμενα καί το επαν: "μες, πως βλέπεις, εμαστε να νώπιόν του Θεο καί δέν πάρχει καμιά ντίθεση οτε ντιδικία νάμεσά μας. μως, κάτω πό τίς διαίτερες χρονικές συγκυρίες καί περιστάσεις πο βρέθηκε καθένας μας, κινούμενοι καί καθοδηγούμενοι πό τό γιο Πνεμα, γράψαμε  συγγράμματα, καί μέ τόν τρόπο το καθένας, διδασκαλίες πο βοηθον τούς νθρώπους νά βρον τό δρόμο τς σωτηρίας. πίσης, τίς βαθύτερες θεες λήθειες, στίς ποες μπορέσαμε νά διεισδύσουμε μέ τό φωτισμό το γίου Πνεύματος, τίς συμπεριλάβαμε σέ συγγράμματα πο κδώσαμε. Καί νάμεσά μας δέν πάρχει οτε πρτος οτε δεύτερος· λλά, ν επες τόν να, συμπορεύονται δίπλα του καί ο δύο λλοι. Σήκω λοιπόν καί δσε ντολή στούς φιλονικοντες νά σταματήσουν τίς ριδες καί νά παύσουν νά χωρίζονται γιά μς. Γιατί μες, καί στήν πίγεια ζωή πο μασταν καί στήν οράνια πο μεταβήκαμε, φροντίζαμε καί φροντίζουμε νά ερηνεύουμε καί νά δηγομε σέ μόνοια τόν κόσμο. Καί ρισε μία μέρα νά ορτάζεται πό κοινο μνήμη μας· καί, καθώς εναι χρέος σου, νά νεργήσεις νά εσαχθε ορτή στήν κκλησία καί νά συνταχθε ερή κολουθία. κόμη να χρέος σου· νά παραδώσεις στίς μελλοντικές γενιές τι μες εμαστε να γιά τό Θεό. Βεβαίως καί μες θά συμπράξουμε γιά τή σωτηρία κείνων πο θά ορτάζουν τή μνήμη μας, γιατί νομίζουμε πς χουμε καί μες κάποια παρρησία νώπιόν του Θεο".




στερα πό τό θαυμαστό ατό γεγονός, θεος κενος νδρας, πίσκοπος Εχαΐτων ωάννης, σηκώθηκε καί καμε ,τι το εσηγήθηκαν ο γιοι. πέβαλε δηλαδή τήν ρεμία καί τή γαλήνη καί στό πλθος καί στούς φιλονικοντες λογίους καί νάρετους νδρες (καί ατό γινε εκολα, γιατί ταν ξακουστός γιά τήν ρετή του καί τόν σέβονταν) καί εσήγαγε στήν κκλησία τήν ορτή τν Τριν εραρχν, στε νά ορτάζονται πό κοινο καί νά δοξάζεται Θεός. πειδή βρκε τι μέσα στόν ανουάριο μήνα πρχαν ορτές καί γιά τούς τρες ατούς γίους, στή 1 ανουαρίου γιά τό Μέγα Βασίλειο, στίς 25 γιά τόν θεο Γρηγόριο καί στίς 27 γιά τόν θεο Χρυσόστομο, τούς νωσε καί σέ μιά κοινή ορτή, στίς 30 ανουαρίου, τήν ποία καί στόλισε μέ κανόνες καί τροπάρια καί λόγους γκωμιαστικούς, πως τούς ταίριαζε.




ς ναφερθομε τώρα λίαν συντόμως στήν προσωπική τους βιογραφία. Βασίλειος Μέγας, γνωστός γιά τήν ρητορική του δεινότητα καί κοινωνική δράση, γεννήθηκε πιθανότατα στό "ν ννήσοις" οκογενειακό τους κτμα κοντά στή Νεοκαισάρεια το Πόντου, περί τό 330 μ.χ. μητέρα το μμέλεια, γόνος ριστης οκογένειας τς Καισάρειας, κόρη χριστιανο μάρτυρα, νέθρεψε τά πέντε κορίτσια καί τά τέσσερα γόρια της μέ τή χριστιανική λήθεια. Βασίλειος ναδείχθηκε νας πό τούς τρες "φωστρες τς τρισηλίου θεότητος", δελφός του Γρηγόριος πίσκοπος Νύσσης, διέπρεψε ς εράρχης καί κκλησιαστικός συγγραφέας, Πέτρος διετέλεσε πίσκοπος Σεβαστείας καί Ναυκράτιος παρουσίαζε κλίση πρός τό μοναχικό βίο, λλά πέθανε σέ λικία μόλις 27 τν. πατέρας το Βασιλείου λεγόταν κι ατός Βασίλειος, πηρξε "κλεκτή ψυχή, κανός ρήτορας, καί διδάσκαλος γκυκλίων μαθημάτων", τά ποα παρακολούθησε καί Βασίλειος. Μετά τά γκύκλια μαθήματα Βασίλειος πγε στίς περίφημες σχολές τς Καισάρειας πού ταν πρωτεύουσα τς Καππαδοκίας καί "μητρόπολη τν γραμμάτων καί τς παιδείας" καί ργότερα στήν Κωνσταντινούπολη γιά νώτερες σπουδές. Τό 351 μ.χ. φθάνει στήν θήνα, που συναντ τό φίλο του Γρηγόριο (τό Θεολόγο). γιναν συγκάτοικοι, μοτράπεζοι, κυριολεκτικά χώριστοι. 




 Η θήνα το 4ου μ.χ. αώνα βρισκόταν σέ κατάπτωση. Παρ' λα ατά παιδεία διατηροσε να ψηλό πίπεδο. δ Μέγας Βασίλειος σπούδασε γιά μιά τετραετία ρητορική, φιλοσοφία, γραμματική, διαλεκτική, στρονομία, γεωμετρία καί ατρική. Σκοπός το Βασιλείου ταν, μς λέει Γρηγόριος "νά κατακτ τά σταθερά καί μόνιμα γαθά διά τν σταθν καί ρεόντων το κόσμου τούτου πραγμάτων". Τήν λληνική του παιδεία χρησιμοποίησε ς μέσο γιά τήν ξυπηρέτηση τς διάδοσης τς χριστιανικς διδασκαλίας. ρητορική του Μ. Βασιλείου εχε δύναμιν πυρός. Προοιωνίζονταν γι' ατόν λαμπρό παγγελματικό στάδιο. μως Βασίλειος χει λλες προθέσεις. Τόν λεκτρίζει ζωή τν σκητν, χειροτονεται διάκονος καί ργότερα πρεσβύτερος. Σέ λικία σαράντα τν, τό 370 μ.χ. καλεται στό μητροπολιτικό θρόνο Καισάρειας. Βασίλειος παρόλα τά προβλήματα τς γείας το πιτέλεσε ργο θαυμαστό. γωνίστηκε κατά τν αρέσεων τς ποχς, ναδείχτηκε, μέγας χριστιανός νθρωπιστς, μέ κορυφαο ργο τήν νοικοδόμηση τς Βασιλειάδας καί ργάστηκε σκληρά γιά τήν νύψωση τς πνευματικς στάθμης κλήρου καί λαο. ρ χιερατεία το διήρκεσε μόνο 9 χρόνια. Τό τέλος το νδοξου εράρχη λθε στερα πό πολλή ξάντληση καί πάθη σή τν νεφρν στά 49 το χρόνια, τό τος 378 μ.Χ.




   Γρηγόριος Θεολόγος γνωστός διά τόν θεωρητικόν του γώνα καί τά θεολογικά του συγγράματα πέρ τς ρθς πίστεως, γεννήθηκε περί τό 328 μ.χ. στήν ριανζό τς Καππαδοκείας κοντά στή Ναζιανζό, ξ ο καί Ναζιανζηνός. Διδάχθηκε τά γκύκλια γράμματα πό συγγενες του, συνέχισε σπουδές στήν Καισάρεια καί λεξάνδρεια καί στερα στήν θήνα, που πρξε συμφοιτητής μέ τό Βασίλειο (τό Μέγα) στήν νώτατη κπαίδευση. Καί ο δυό ταν ποδείγματα θους, πιστημονικς κατάρτισης καί "διαμορφώσεως γιν πεποιθήσεων". πό τήν θήνα πέστρεψε στή Ναζιανζό, που παρέδιδε μαθήματα ρητορικς. Βαπτίστηκε χριστιανός, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καί κατόπιν πίσκοπος Σασίμων, λλά γκαταστάθηκε στή Ναζιανζό. Μετά τό θάνατο το πατέρα του, κατά τό 324 μ.χ., ποσύρθηκε στήν σαυρία γιά νά καταλήξει στήν ρειοκρατούμενη Κωνσταντινούπολη στερα πό παρακλήσεις καί πιέσεις.




 Η ξωτερική του μφάνιση "δέν προέδιδε σοβαρόν μαχητήν", λλά φωνή το μεγάλου ρήτορα καί Θεολόγου εράρχου διαδόθηκε ταχύτατα. Μετά τό θάνατο το Οάλεντος, Θεοδόσιος ξεδίωξε τούς ρειανούς καί παρέδωσε τόν καθεδρικό ναό τς γίας Σοφίας στό Γρηγόριο, τόν ποο Β' Οκουμενική Συνοδός (381 μ.χ.) νακήρυξε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Κατά τόν Συντακτήριο λόγο το Γρηγόριος προκάλεσε τή δυσαρέσκεια μεταξύ αλικν καί συνοδικν τους ποίους λεγξε. δωσε τήν παραίτησή του στή Σύνοδο καί στόν Ατοκράτορα, ποσύρθηκε στήν ριανζό (τόπο γεννήσεώς του), που κοιμήθηκε σέ λικία 62 χρόνων. Γρηγόριος συνδύασε τή χριστιανική διδασκαλία μέ τήν λληνική παιδεία καί πρξε πράγματι Θεολόγος το χρυσο αώνα τς κκλησίας καί γι' ατό κκλησία τόν τιμ ς Θεολόγο. 




 “Εμείς, παρχε Μόδεστε, επε στόν πεσταλμένο το ρειανο ατοκράτορα Οάλη Μ. Βασίλειος, εμαστε ρεμοι καί πράοι νθρωποι καί ποχωρομε ταν πρόκειται γιά προσωπικά μας θέματα. ταν μως πρόκειται γιά τήν πίστη μας στόν Θεό, δέν πολογίζουμε τίποτε, γωνιζόμαστε μέχρι θανάτου, χωρίς νά φοβόμαστε ποιοδήποτε βασανιστήριο.Νά τά πες καί νά τ’ κούσει ατά κι βασιλιάς (PG 36, 561).




  ωάννης Χρυσόστομος, γνωστός διά τό κάλλος καί τήν πειθώ το φους του, γεννήθηκε στήν ντιόχεια μεταξύ των τν 344-354 μ.χ. πατέρας του, πού πέθανε λίγο πρίν πό τή γέννησή του, πρξε νώτερος ξιωματικός του στρατο. μητέρα το νθοσα εχε σπάνια χαρίσματα. ωάννης μαθήτευσε κοντά στό φιλόσοφο νδραγάθιο καί τό ρήτορα Λιβάνιο. σκησε τό δικηγορικό πάγγελμα "δεινός ν λέγειν καί πείθειν". γοητεία τς διδασκαλίας το ησο, σπέρματα τς ποίας δέχθηκε πό τή μητέρα του, τόν παρακίνησε νά γκαταλείψει τή δικηγορική καί νά φοιτήσει στή θεολογική σχολή τς ντιόχειας. Βαπτίστηκε καί σκήτεψε γιά ατοσυγκέντρωση καί πνευματική νάταση. Κλονίστηκε γεία του πό τήν αστηρή σκηση, πέστρεψε στήν ντιόχεια καί προσλθε στήν ερωσύνη, μετά τό θάνατο τς μητέρας του.  Στην ντιόχεια χειροτονήθηκε Διάκονος τό τος 381 μ.Χ. πό τόν πίσκοπο γιο Μελέτιο  καί τό 368 μ.Χ. χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος πό τό διάδοχο πίσκοπό του γ. Μελετίου Φλαβιανό, ν τό τος 398 μ.Χ. νθρονίστηκε στό ναό τς Σοφίας το Θεο στήν Κωνσταντινούπολη. δράση το μως γιά τήν κάθαρση τς κκλησίας καί Κοινωνίας εχε ντίδραση. τσι κατάφεραν ο χθροί του τό 403 μ.Χ. νά τόν καθαιρεθον ντικανονικά καί παράνομα. Τό 404 μ.Χ. πογράφτηκε νέο παράνομο διάταγμα ξορίας καί γιος μας πρε τό δρόμο τς πικρς ξορίας. Σταθμοί ατς τς ληθινά μαρτυρικς πορείας ταν: Χαλκηδόνα, Νικομήδεια, Νίκαια, γκυρα, Καισαρεία, Κουκουσός, ράβισσος καί Κόμανα. Στήν Κουκουσό μεινε 3 χρόνια καί γραψε 240 ξαίρετες πιστολές σέ διάφορα πρόσωπα. γιος ωάννης παρέδωσε τό πνεμα του στά Κόμανα τό τος 4Ο7 μ.Χ.




 Είναι γεγονός τι «ψίνους Βασίλειος», « πυρίπνους Θεολόγος Γρηγόριος» καί «χρυσούς τήν γλώτταν ωάννης» ποτελον κατά τήν νυπέρβλητη κκλησιαστική μας μνογραφία το «Πνεύματος τά ρεθρα τά κεάνεια”.




Βασικό στοιχεο της αγιότητος καί τν τριν εναι τι ηταν συμβίβαστοι μέ τό κακό, τήν μαρτία καί τήν αρεση. Δεν γνώριζαν τή γλώσσα τν συμβιβασμν καί τς διπλωματίας. Προτιμούσαν νά χάσουν τή θέση τους καί ατή τή ζωή τους, παρά νά συμβιβαστον σέ θέματα ρχν καί πίστεως. Δέ σκέφτηκαν ποτέ άν ντίπαλοί τους σαν ατοκράτορες σοφοί διάφοροι σχυροί κατά κόσμον. μειναν κλόνητοι στήν ρθή πίστη καί ζωή ψηφώντας τίς συνέπειες.




 Και γιος Γρηγοριος Θεολόγος, φο νίκησε τούς ρειανούς καί πρε πίσω τους Ναούς τς Κωνσταντινούπολης, πού τούς εχαν καταπατήσει ατοί, καί ν εχε φίλο του τόν ατοκράτορα Θεοδόσιο τόν Μέγα καί μαζί του τό μεγαλύτερο μέρος το πιστο λαο, ταν μερικοί ζηλόφθονες πίσκοποι μφισβήτησαν τήν κλογή του, παρητήθη μέσως. Δέ θέλησε νά λθει σέ συμβιβασμούς μέ μοχθηρούς νθρώπους. Παρητήθη καί πό τήν προεδρία τς Β’ Οκουμενικς Συνόδου καί πό τόν Πατριαρχικό θρόνο τς Κωνσταντινουπόλεως. ντί τς θέσεως προτίμησε τήν κεραιότητα καί τό συμβίβαστό του χαρακτρος του. Δέν γνώριζε τούς διπλωματικούς λιγμούς, λλά γνώρισμά του ταν πως γραφε, τό «μή παρασυρναι», νά μή παρασύρεται καί νά χει«παρρησίαν» (PG 37, 32-33).




 Και ιερός Χρυσόστομος, ταν γινε ρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως καί θέλησε νά καθαρίσει τήν κκλησία πό ναξίους κληρικούς, ο ποοι εχαν τήν προστασία τς ατοκράτειρας Εδοξίας, δέν δίστασε νά λέγξει καί τήν ατοκράτειρα  γιά τή ζωή της. Δέν συμβιβάστηκε μαζί της. Γι’ ατό καί ξορίστηκε καί πέθανε ξόριστος μέσα σέ φάνταστες κακουχίες, μέ πνεμα μως πτόητο καί δούλωτο. Χαρακτηριστικό του γενναίου καί συμβίβαστου φρονήματός του βλέπουμε στήν μιλία, πού κφώνησε φεύγοντας γιά τήν ξορία: «Πολλά τα κύματα καί χαλεπόν το κλυδώνιον•λλ’ ο δεδοίκαμεν (δέν φοβόμαστε) μή καταποντισθμεν• πί γάρ τς πέτρας εστηκαμεν. Μαινέσθω ηθαλασσα, πέτραν διαλύσαι ο δύναται• γειρέσθω τά κύματα, τού Ιησου το πλοον καταποντίσαι οκισχύει» (PG 52, 427).




ς ρθουμε μως στό σήμερα καί νά δομε τί θά λεγαν ο Τρες ατοί μεγάλοι Πατέρες γιά τήν σημερινή τραγική κατάσταση πού πικρατε παγκοσμίως καί διαιτέρως στή χώρα μας, τήν χώρα τν γίων καί τν ρώων, που κυριολεκτικά χει κατακλυστε πό τά δεινά της φερόμενης ς οκονομικς κρίσης. στορία χει πάμπολες φορές ποδείξει τι στήν μακραίωνη πορεία τς πάρχει παραλληλότητα καταστάσεων καί τι σέ κάθε ποχή πάρχει νακύκληση παρόμοιων προβλημάτων. αώνας τν Τριν εραρχν χει πάμπολα κοινά μέ τήν σημερινή ποχή.




 Ο δ΄ καί ΄ αώνας εναι περίοδος κοσμογονικν ξελίξεων, μέ κύρια χαρακτηριστικά τήν ριζική λλαγή στήν πολιτική νοοτροπία μέ τήν κατάρρευση τς Ρωμαϊκς ατοκρατορίας καί τήν στροφή στήν νατολή, τήν κοινωνική νησυχία μέ τήν διάκοπη μετακίνηση καί τόν πόλεμο βαρβάρων φυλν, τήν πολιτική καί κοινωνική στάθεια, τίς ντονες πνευματικές νησυχίες μέ τήν μφάνιση τν αρέσεων καί τν δογματικν διενέξεων, καί τέλος τήν μαζική εσοδο στήν κκλησία προσώπων χωρίς κατάλληλη προετοιμασία καί διάθεση μέ ποτέλεσμα τήν κκοσμίκευση τς κκλησίας. κόμα καί θρησκευτική ζωή εχε καταντήσει μία ρουτίνα. Ο γιοί μας μιλον γιά γιά θιμική καί τυπική θρησκευτικότητα. Ατή ν γένει πολιτική καί κκλησιαστική στάθεια φερε καί τήν οκονομική ταξία μέ ποτέλεσμα τήν νιση κατανομή τν γαθν, τήν κμετάλλευση τν πτωχν πό τούς σχυρούς, τήν μετακίνηση τν πληθυσμν στά στικά κέντρα, καί τέλος τήν φτώχεια, τήν δυστυχία καί τήν κοινωνική καταστασία. Στόν 4ον αώνα πάρχουν πάρα πολλοί πτωχοί, λίγοι πλούσιοι καί μερικοί περβολικά πλούσιοι. ναφέρει χαρακτηριστικά ερός Χρυσόστομός “το γάρ πλεστον μέρος τν νθρώπων πενία συζ καί ταλαιπωρίαις καί πόνοις...”.




 Ας λθουμε τώρα στό σήμερα. ν κάποιος πό μς κάνει μία βόλτα στό κέντρο τς θήνας τό πρωί, που ο νθρωποι κυριολεκτικς παρακαλον καί ζητιανεύουν γιά να ξεροκόμματο τό βράδυ που χιλιάδες στεγοι κοιμονται στά παγκάκια καί στά πεζοδρόμια, θά καταλάβει τό πόσο μοιάζει τότε μέ τήν σημερινή ποχή λλά καί τό πόσο τά λόγια ατά τν Πατέρων πηχον. πολιτική καί κοινωνική στάθεια πού πικρατε, νιση διανομή το πλούτου μέ ποτέλεσμα τήν οκονομική κρίση, περκαταναλωτισμός, τά σπάνια καιρικά φαινόμενα καί βιβλικές καταστροφές καί ο συνεχες κοινωνικές καί πολεμικές ναταραχές πρέπει νά δημιουργήσουν μία μεγάλη ρωγμή στόν γυάλινο πύργο το φησυχασμο μας. Ατό μως πού πρέπει πραγματικά νά μς ταρακουνήσει εναι πνευματική βιταμίνωση τς σημερινς ποχς, πού εναι ποτέλεσμα τς πομακρυνσς μας πό τά χνάρια καί τήν πορεία τν Τριν εραρχν. Ατή πού χει κυριολεκτικά κατακλύσει τήν ποχή μς εναι πνευματική κρίση, κρίση πού δημιούργησε γωισμός καί φιλαυτία μας, κρίση πού δημιούργησε πομάκρυνησή μας πό τά λληνορθόδοξα δεώδη καί δανικά μας, καί τέλος πό τό τόλμημα τν Τριν εραρχν τς συνθέσεως το χριστιανικο μέ τό λληνικό πνεμα...




 Αυτοί πού περιφρονον τό λληνορθόδοξο μορφωτικό δεδες μαρτυρον κάποιον βδηριτισμό. Ο ρχαοι βδηρίτες κατά τήν σκωπτική παράδοση κατασκεύαζαν καλλιμάρμαρες κρνες καί καλλιτεχνικές βρύσες, μά ταν νοιγαν γιά νά ντλήσουν νερό, τότε διαπίστωναν πώς δέν τρεχαν, γιατί πλούστατα δέν εχαν φροντίσει νά τίς συνδέσουν μέ κάποια πηγή...νας τέτοιος βδηριτισμός φανερώνεται δυστυχς καί σήμερα, που νθρωπος δέν συνδέει τά μορφωτικά, πολιτιστικά καί τεχνολογικά του πιτεύγματα μέ τήν πηγή τς σοφίας, τόν ν Τριάδι Θεόν, πού δωσε στό τελειότερο δημιουργημά του, στήν κορωνίδα τς θεία δημιουργίας, τόν νθρωπο, τή σοφία, τό μυαλό καί τή λογική στε νά μπορέσει νά προοδεύσει καί νά πιτύχει τέτοιου εδους πιτεύγματα...δ πικεντρώνεται καί μόνη εδοποιός διαφορά τς ποχς κείνης μέ τήν σημερινή, εναι τι τότε πρχαν ναστήματα σάν τούς Τρες εράρχες, πού ταν τέλειοι χριστιανοί δοσμένοι ψυχή τέ καί σώματι στόν Χριστό καί συμβίβαστοι μέ ποιαδήποτε πίγεια βασιλική ξουσία. ντίθετα σήμερα συμβιβασμός καί σκοπιμότητα χουν ξηράνει λοκληρωτικά κάθε διάθεση διαμαρτυρίας καί λλάγης. Ατή εναι καί καταλυτική διαφορά τς ποχς μας πό τήν ποχή τους!




 Οι ρχαοι μν πρόγονοι λεγαν “πάσα πιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καί τς ρετς, πανουργία ο σοφία φαίνεται...”. Ατή πιστήμη πού ναφέρεται δ εναι ν γένει θύραθεν παιδεία, τήν ποίαν σπούδασαν ο Τρες εράρχες δ στή γ σέ πίγεια Πανεπιστήμια καί Σχολές, ρετή δέ εναι οράνια καί θεία παιδεία, τήν ποίαν σπούδασαν καί βίωσαν ο Τρες εράρχες στό Πανεπιστήμιο τς ρήμου μέ τό Μοναχισμό καί τά σκητικά δεώδη του καί στό Πανεπιστήμιο τς κκλησίας διαποιμαίνοντας καί διακονώντας τό λογικό ποίμνιο το Χριστο, μιμούμενοι ατό τό παράδειγμα το Θεανθρώπου Κυρίου μν ησο Χριστο.




 Ποια εναι γωγή καί παιδεία, λοιπόν,  πο προτείνουν ο Τρες εράρχες; γωγή καί παιδεία πού κρίνουν παραίτητη κυρίως γιά τήν νεολαία, τή νέα γενιά, πού μέ τή χάρη το Θεο ποτελε τό μέλλον τς κκλησίας καί τς πατρίδος μας, καταξιώνεται πό τό φς το προορισμο το νθρώπου, πού εναι νας συνεχής γώνας “μοιωθναι Θε κατά τό δυνατόν νθρώπου φύσει. μοίωσις δέ οκ νευ γνώσεως, δέ γνσις οκ κτός διδαγμάτων”, πως μς λέγει Μ.Βασίλειος. σύνδεση ατή τς παιδείας μέ τήν χριστιανική σωτηριολογία εναι ξαιρετικά σημαντική. Τό πόβαθρο μις τέτοιας παιδείας εναι Λόγος το Θεο, Αώνια λήθεια. Εναι κοινή διαπίστωση τι μς μειναν λάχιστα περιθώρια γιά δράση τν πνευματικν δυνάμεων, διότι λα χουν κατακλυστε πό μιά πνευματική ναρχία. χριστιανική παιδεία καί γωγή εναι πιτακτική νάγκη, διότι στόχος τς βρίσκεται ξω πό τόν κόσμο, πέρα πό τόν στενό ρίζοντα τς γκόσμιας προοπτικς, Τό ρχέτυπο στό ποο κατατείνει πνευματική μας πορεία, εναι Θεάνθρωπος Χριστός καί νθρωπόθεος, θεωμένος ν Χριστ νθρωπος.




 Η φύπνιση τς νθρώπινης πάρξεώς μας πό τόν πνο τς μαρτίας στήν περιοχή τς καινς ζως καί πνευματική μας ναγέννηση μέ τό μυστήριο τς μετανοίας, τό ποο σήμερα διαιτέρως προβάλλει γία μας κκλησία, 2η Κυριακή του Τριωδίου , μέ τήν εαγγελικλή περικοπ τς περίφημης Παραβολς το σώτου, γιά τήν ποία χει γραφε πώς ν λες ο γραφές χανόντουσαν καί μενε μόνο ατή περικοπή, ατή θά ταν ρκετή γιά τήν σωτηρία μας. Θεός συγχωρε καί πιβραβεύει τό πλάσμα Του, τόν νθρωπο πο ν το χάρισε περιόριστη λευθερία, κενος «δαπανήσας σώτως τήν θεία δωρεά,μακρύνθη ες χραν μακράν» καί τώρα φο μετενόησε γιά τό σφάλμα το «ρχεται ες αυτόν» καί πιστρέφει στήν πατρική στία. Ατή συγκεκριμένη παραβολή το σώτου λλά καί ν γένει λη μνολογία τς νέας λειτουργικς περιόδου το Τριωδίου πρέπει νά μς φυπνίσει πνευματικά πό τόν λήθαργό της μαρτίας καί τς μελείας καί νά μς παναπροσανατολίσει στήν πορεία μας πρός τόν Χριστό τσι στε νά  μπορέσουμε πραγματικά νά συμπορευθομε μαζί του κατά τό κούσιο πολυτρωτικό Του Πάθος καί νά ναστηθομε μάζι Του κατά τήν γίαν του νάσταση.




 Πορεία λοιπόν πρός τόν Χριστό εναι τό μήνυμα τν  Τριν εραρχν. Χριστός εναι γί΄ατούς τό μόνο σταθερό σημεο τς πάρξεώς μας, ν Χριστ ζωή δέ μόνη πραγματικότητα, μόνη πού μπορε νά δηγήσει τόν νθρωπο στό ρχετυπό του, τόν Χριστό. Τόν Χριστό μως τς κκλησίας, στήν πληρότητα καί καθολικότητά του, τόν Χριστό ς κεφαλή τς Μις, γίας Καθολικς καί ποστολικς κκλησίας, καί χι τόν Χριστό τν αρέσεων, τς αθαίρετης χριστιανικότητος, τς Παναιρέσεως το Οκουμενισμο,  τν σχισμάτων καί τν παρασυναγωγν πού ναιρον ατήν κριβς τήν κκλησιαστική λήθεια καί τήν μοναδικότητα τς σωτηρίας.Εναι καιρός νά καταλάβουμε πιά, καί κυρίως μες νέα γενιά, πώς ν δέν κομε τόν λόγο τν Πατέρων μας, τελικά θά μείνουμε χωρίς κανένα θεμέλιο. Χρειαζόμαστε να νεοπατερισμό, ς ναβίωση το φρονήματος τν Πατέρων στήν ποχή μας, γιά νά μπορέσουμε νά ξεπεράσουμε τίς δυσκολίες. Ατό θά εναι δυνατόν ταν μέ τή χάρη το Θεο ξαναβαπτιστομε στήν πατερική μας παράδοση, στόν δαπάνητο ατό πλοτο καί θησαυρό τν γίων.




 Δόξα τ Θε εμαστε ετυχες πού γεννηθήκαμε μέσα στούς κόλπους τς Μις, γίας, Καθολικς καί ποστολικς κκλησίας... Δόξα τ Θε εμαστε μέσα στό λιμάνι καί τήν κιβωτό τς σωτηρίας...Τά πόλοιπα πλέον γκειται στήν προσωπική διάθεση καί πιλογή το καθενός μας, καί στόν προσωπικό μας γώνα. χοντας ς φωτεινό πόδειγμα τήν γωγή καί διδασκαλία τν Τριν εραρχν πρέπει νά καταλάβουμε καί μες, διαιτέρως νέα γενιά, τό χρέος πού χουμε πέναντι σήν κκλησία καί στόν ερό γώνα, γιά τόν ποον ο προηγούμενοι πό μς δέν πολόγιζαν οτε κόπο οτε διωγμό οτε ξορίες οτε χρήματα...δωσαν λο τους τό εναι στόν ερό γώνα γιά νά πολαμβάνουμε σήμερα μες μία λεύθερη καί ζσα κκλησία...Γιά νά συνεχιστε μως ατός ερός γώνας πέρ τς ρθοδοξίας χρειάζεται διαιτέρως στίς δύσκολες ατές μέρες πού διανύουμε πνευματική φύπνιση...Πρωταρχικό καθκον μς πρέπει νά εναι συνεργασία κληρικν καί λαϊκν στά πλαίσια τς νορίας σέ πίπεδο λατρείας, φιλανθρωπικο καί κοινωνικο ργου, εραποστολς καί κατηχήσεως ς μελν τς κκλησίας πάντοτε πό τήν ελογία το οκείου πισκόπου, διότι πως μς λέγει ερός Χρυσόστομος “ο λαϊκοί δέονται μν, μες δέ πάλιν δί΄ατούς σμέν...”. Δευτερευόντως ρθή διαπαιδαγώγηση καί παιδεία τν μικρν παιδιν καί τν νέων των Κατηχητικν Σχολείων θά πανδρώσει τήν κκλησία μέ νέους κληρικούς, εροψάλτες, κατηχητές καί νέα στελέχη στό εραποστολικό, λατρευτικό, κηρυκτικό, φιλανθρωπικό καί κοινωνικό της ργο πού θά διακονήσουν μέ ερό ζλο καί νιδιοτέλεια.




 Ιδιαιτέρως κκλησία μς χει τήν νάγκη νέων ξίων κληρικν, πού θά προσφέρουν τόν αυτό τους στή διακονία της, ετε μέσα πό τόν γγαμο βίο δημιουργώντας χριστιανικές οκογένειες ετε μέσα πό τόν γαμο βίο κολουθώντας τίς θεες πιταγές το ρθοδόξου Μοναχισμο. “Η θεία χάρις πάντοτε τά σθεν θεραπεύουσα καί τά λλείποντα ναπληρούσα” εναι τά λόγια πού κούει κάθε κληρικός τήν ρα τς χειροτονίας του. Εναι σαφές πό τήν πρώτη στιγμή τι τό ργο πού ναλαμβάνει κληρικός δέν εναι μετρημένο στά μέτρα του, ντιθέτως περβαίνει σέ πολύ μεγάλο βαθμό τά μέτρα οουδήποτε νθρώπου, φο εναι φτιαγμένο στά μέτρα το Θεο. Δέν εναι τό ργο το κληρικο δύσκολο, πολύπλοκο κατόρθωτο, λλά περβαίνει τίς νθρώπινες δυνάμεις γί΄ατό καί χάρις το Παναγίου Πνέυματος ναπληρε λες ατές τίς λλείψεις...πό τόν κάθε νέο ποψήφιο κληρικό ρκε λόγος πού επε Παναγία μας στόν ρχάγγελο Γαβριήλ “δού δούλη Κυρίου, γενοιτό μοί κατά τό ρμα σου...”, ρκε συγκατάθεσή μας στό κάλεσμα το Κυρίου, λα τα πόλοιπα δέν ιναι δικά μας...λλά δικά Του... ερωσύνη εναι να θαμα, εναι ργο περανθρώπινο, εναι ργο τς πανσθενουργο θείας χάριτος, τήν ποία νθρωπος πρέπει νά ποδεχτε καί νά πηρετήσει... ερός Χρυσόστομός μας λέγει σέ να πό τούς περίφημους λόγους του “οτε γγελος, οτε ρχάγγελος ργάσασθαι τί δύναται ες τά δεδομένα παρά Θεο, λλά Πατήρ καί Υός καί γιον Πνεμα πάντα οκονομε, δέ ερεύς τήν αυτο δανείζει γλώτταν καί τήν αυτο παρέχει χείραν....”




 Τελειώνοντας θά θελα νά εχαριστήσω τόν Μακαριώτατο ρχιεπίσκοπο θηνν καί πάσης λλάδος  κ.κ. Καλλίνικο, τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη ττικς καί Βοιωτίας κ.κ. Χρυσόστομο πρόεδρο τς συνοδικς πιτροπς νεότητος τς κκλησίας μς καθώς καί τήν συντονιστική πιτροπή το Νεανικο ρθοδόξου Συνδέσμου, γιά τήν τιμή πού μου καναν νά ναλάβω τήν σημερινή εσήγηση.    Ευχηθείτε Σεβασμιώτατε κι μες νά ναγεννηθομε πνευματικά μέ τό μυστήριο τς μετανοίας, νά γίνουμε νσαρκωτές, μάρτυρες καί κήρυκες τς Πατερικς λληνορθοδόξου Παραδόσεως καί νά μιμηθομε κατά τό μέτρο τν λαχίστων δυνατοτήτων μς τό παραδειγμά τους καί τήν γίαν τους βιοτήν.μήν.