ΠΡΩΤΕΣ ΚΑΙ ΕΣΧΑΤΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΥΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ (+ 6-9-2010)
Ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου
«Οὐκ ἐστιν οὔν, Κύριε, τοῖς δούλοις σου θάνατος, ἐκδημούντων ἡμῶν ἀπό τοῦ σώματος καί πρός σέ τόν Θεόν ἐνδημούντων, ἀλλά μετάστασις, ἀπό τῶν λυπηροτέρων ἐπί τά χρηστότερα καί θυμηδεστέρα καί ἀνάπαυσις καί χαρά» (Εὐχή Γ.’ Γονυκλισίας τῆς Πεντηκοστῆς.)
Ἡ ἀπώλεια ἑνός Ἱεράρχου, τοῦ πνευματικοῦ διαμετρήματος τοῦ Μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου Β’, αἰτιολογεῖ νομίζουμε, τήν κατά τό ἀνθρώπινο, λύπη καί ὀδύνη, ἕνεκα τοῦ ἀπορφανισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας, ὡς εἶναι φυσικό.
Βεβαίως, ὁ φιλάνθρωπος Θεός, ὁ ὁποῖος, κατά τόν Μέγα, Οὐρανοφάντορα Βασίλειο, «συμμέτρους ταῖς θλίψεσι τάς παρακλήσεις συνάπτει» παρεῖχε εἰς ὅλους το ἀντίδοτο τῆς λύπης, καθότι, ὅπως γνωρίζουμε ἡ Χάρις τοῦ Παρακλήτου, διά τῆς τιμίας ψήφου τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀνέδειξε ἐπάξιον διάδοχόν του Μακαριστοῦ Πρωθιεράρχου μας, τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ἀχαϊας, νῦν δέ, Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν κ.κ. ΚΑΛΛΙΝΙΚΟ. Εἰς αὐτόν, εὐχόμεθα υἱκῶς καί ταπεινῶς λαμπρά καί ἀγλαόκαρπον ποιμαντορίαν, ἐπ’ ἀγαθῶ τῆς Ἐκκλησίας.
Περί τοῦ Ἀοιδίμου Ἀρχιεπισκόπου κυροῦ Χρυσοστόμου πιστεύουμε ὅτι θά κατατεθοῦν πολλά, στό ἐπίπεδό του γραπτοῦ καί προφορικοῦ λόγου, τά ὁποῖα θά ἐξαίρουν τήν πολυεπίπεδη προσωπικότητά του, ἐπαρκῶς. Ἐζητήθη καί ἀπό τήν ἐλαχιστότητά μου κάτι νά καταθέσω καί εὐχαρίστως τό πράττω.
Θά ἀναφερθῶ στήν προσωπική μου ἐμπειρία ἀπό τήν πρώτη ἐπικοινωνία μου μέ τόν Μακάριστο Ἀρχιεπίσκοπο, ἀμέσως μετά τήν ἀνάδειξή του (1986) ἀλλά καί στήν τελευταία, ἡ ὁποία ἔλαβε χώρα τόν τελευταῖο καιρό, πρό τῆς εἰς Κύριον ἐκδημίας του. Θά ἀναφερθῶ σέ γεγονότα καί πράγματα ὄχι πρός ἔπαινον κενόν του μεταστάντος, ὁ ὁποῖος τώρα δέν τόν ἔχει ἀνάγκη, ἀλλά πρός κοινή, ψυχική ὠφέλεια ἀπό τήν ἐξαγωγή χρησίμων συμπερασμάτων. Ἄλλωστε, ὑπάρχει καί ὁ κατά Θεόν καλός καί εὐλογημένος ἔπαινος, τόν ὁποῖο εἶχε κατά νοῦ, ὁ ἀετός τῆς Θεολογίας, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ὅταν ἔγραφε: «Ὁ ἔπαινος ζήλου πρόξενος. Zῆλος δέ, ἀρετῆς. Ἀρετή δέ, μακαριότητος…» (βλ. Ἄγ. Γρηγορίου Θεολόγου Ἔργα, ΕΠΕ, 3, 250)
Τόν ἀοίδιμο Ἀρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο, τόν γνώρισα τήν ἡμέρα τῆς ἐνθρονίσεώς του, στόν Ἱερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Τσακοῦ ὅπου ἐφημερεύει ὁ δραστηριότατος Ἀρχιμανδρίτης π. Εὐθύμιος Μπαρδάκας, ὡς γνωστόν.
Εἶχα παραστεῖ στήν τελετή ἐνθρονίσεως τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ἀφοῦ ἔλαβα πρός τοῦτο ἄδεια ἀπό τόν στρατό, ὅπου ὑπηρετοῦσα τήν πατρίδα στήν πόλη τῆς Κοζάνης. Ὡστόσο, εἶχε προηγηθεῖ μιά ἐπιστολή μου πρός τόν νεοεκλεγέντα Πρωθιεράρχη, στήν ὁποία τοῦ ἐξέφραζα τά υἱκά μου συγχαρητήρια γιά τήν ἀνάδειξή του στόν Ἀρχιεπισκοπικό Θρόνο τῶν Ἀθηνῶν.
Ἐνθυμοῦμαι δέ, ὅτι τή συγκεκριμένη, νεανική, αὐθόρμητη καί ἐνθουσιώδη ἐπιστολή, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος εἶδε μέ μεγάλη εὐαρέσκεια, ὅπως ὁ ἴδιος το ἐξέφρασε σέ πολλούς κληρικούς καί λαϊκούς. Τήν χαρακτήρισε δέ «περισπούδαστον ἐπιστολήν».
Μετά τήν ἐνθρόνιση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, εἶχα τήν εὐκαιρία γιά ἀρκετά χρόνια, ὅταν μποροῦσα νά τόν συναντῶ σέ πανηγύρεις ναῶν, ἑορτές κτλ καί νά συζητῶ μαζί του, πολλά θέματα, ἐκκλησιαστικά, πνευματικά κτλ. Ἔτσι εἶχε ἀναπτυχθεῖ μεταξύ μας μιά κοινωνία ἀγάπης, τῆς ὁποίας πιστοποίησιν ἀποτελεῖ ἡ ἔκθυμη προτροπή του γιά τήν εἴσοδό μου στήν Ἱερωσύνη, ὅπερ καί ἐγένετο τό ἔτος 1990, πρό 20 ἐτῶν.
Ὡς κληρικός πλέον εἶχα ἐντονότερη ἐπικοινωνία μαζί του, ἀφοῦ ἐνισχύθηκε ἡ ἀγάπη καί ὁ σεβασμός μου πρός τόν Ἀρχιεπίσκοπο. Ἀλλά καί ἐκεῖνος ποικιλοτρόπως ἐξεδήλωνε τήν πατρική του ἀγάπη πρός ἐμένα καί θυμᾶμαι χαρακτηριστικά ὅτι κατά διαστήματα μου τηλεφωνοῦσε καί μοῦ παρεῖχε πολύτιμες συμβουλές. Εἶναι γεγονός ὅτι μποροῦσε ἄνετα ὁ μακαριστός, παρόλη τή σοβαρότητα τοῦ ὕφους του, νά συνεργάζεται μέ τούς ἱερεῖς καί νά τούς ἐμπνέει τήν ἀγάπη πρός τήν Ἐκκλησία καί τόν ἱερό ἀγώνα μας. Ἦταν ἄνθρωπος σταθερότητος. Δέν ἦταν τή μιά στιγμή γλυκύς καί τήν ἄλλη ὀξύς, τή μιά πράος καί τήν ἄλλη ὀργίλος, ἀλλά πάντοτε εὐθύς, σταθερός, λογικός, ἀντικειμενικός, πατρικός. Γιά τόν λόγο αὐτό, τόν ἔβλεπα ὡς πρότυπο Ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος προσπαθεῖ νά ἐφαρμόσει τό Γραφικόν: «Τό ἀπολωλός ζητήσω καί τό πλανώμενον ἐπιστρέψω καί τό συντετριμμένον καταδήσω καί τό ἐκλεῖπον ἐνισχύσω. (Ἰεζεκιήλ, 34, 16)
Δέν προκαλοῦσε φόβο, ἀλλά ἐνέπνεε σεβασμό. Δέν ἤθελε νά «κάνει τόν δεσπότη» ἀλλά νά φανερώνει τόν Ἐπίσκοπο. Δέν ἐπιθυμοῦσε νά εἶναι «τύπος Χριστοῦ» μόνο κατ’ ὄνομα, ἀλλά καί κατά τό φρόνημα. Ὅλα αὐτά. Περισσότερο ἀπό τήν ταπεινότητά μου, τά γνωρίζουν οἱ ἱερεῖς τῶν Ἀθηνῶν, κυρίως οἱ νέοι Ἐπίσκοποι της Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι καί τόν ἔζησαν ἀπό κοντά.
Ὁ Μακαριστός Πρωθιεράρχης χαιρόταν νά βλέπει νέους κληρικούς νά πλαισιώνουν τό Ἱερό Θυσιαστήριο, διότι: «Εἶναι τό μέλλον τῆς Ἐκκλησίας οἱ νέοι ἱερεῖς» ὅπως χαρακτηριστικά ἔλεγε. Καί οἱ παραινέσεις του: Σοφές, συνετές, πνευματικές.
.
.
Ἐνθυμοῦμαι χαρακτηριστικά, σέ μιά συνάντηση μᾶς τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1996 στήν Ἱερά Μονή του, τίς πολύτιμες συμβουλές τοῦ σχετικά μέ τήν ἁγία Ἱερωσύνη καί κυρίως μέ τήν ὅσο τό δυνατόν εὐλαβική προσέγγιση καί τέλεση τοῦ παμμεγίστου μυστηρίου τῆς φρικωδεστάτης θυσίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἡ ὁποία κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο εἶναι «Σύνοδος οὐρανοῦ καί γῆς», κοινωνία καί ἕνωσις ἐπουρανίων καί ἐπιγείων, κεκοιμημένων καί ζώντων.
Μοῦ μιλοῦσε μέ μέθεξη ψυχῆς καί καρδιᾶς, παρουσιάζοντάς μου ταυτόχρονα καί παραδείγματα παλαιῶν εὐλαβῶν λειτουργῶν, τούς ὁποίους ὁ ἴδιος εἶχε ζήσει (ἀνέφερε καί τό ὄνομα τοῦ Μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Καλλίστου Κορινθίας) πρός ἐπίρρωσιν τῶν λεγομένων του.
Καί ὅλα αὐτά, τά ὁποῖα ἔλεγε περί τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί τῶν λειτουργῶν του Ὑψίστου, δέν ἦταν λόγια κενά, ἀλλά ἀποτελοῦσαν γιά αὐτόν ἐμπειρίες προσωπικές, πραγματικές, ὑπαρξιακές. Ὅλοι γνωρίζουμε, ἄλλωστε καί ἐνθυμούμεθα, πόσο ἱεροπρεπής ὑπῆρξε ὁ ἴδιος ὡς λειτουργός, πόσο ἐντυπωσιακός ὡς ψάλτης μέ τήν κρυστάλλινη φωνή του, πόσο προπάντων διαυγής καί ὄντως ἀπαράμιλλος κατά τήν ἐκφορά τῶν λειτουργικῶν εὐχῶν, ἐκφωνήσεων, προφητειῶν καί ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν ἀναγνωσμάτων. Καί τό κήρυγμά του ἦταν μεστό, χριστολογικό, πνευματικό, ἀγωνιστικό. Ὅλα αὐτά ἀπολάμβανα ἐγώ καί ἄλλοι πολλοί ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο.
Τά θλιβερά γεγονότα τοῦ χωρισμοῦ τό 1998 (συνηθισμένα δυστυχῶς στούς κόλπους τῶν ΓΟΧ) ἕως τό τρέχον ἔτος, μοῦ εἶχαν στερήσει κάθε ἐπικοινωνία μέ τόν Ἀοίδιμο Προκαθήμενο. Ἡ πρό ὀλίγων μηνῶν ἐπανένταξή μου (προσχώρηση τῆς ἐνορίας μου) στήν Ἱερά Σύνοδο, ὑπό τόν Μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο, ἀπετέλεσε τήν τελευταία μου περί αὐτοῦ ἐμπειρία, ἡ ὁποία εἶναι ὄντως καί στή διήγησή της συγκινητική.
Ἡ πρώτη ἐπαφή μετά 12 ἔτη μέ τόν Ἀρχιεπίσκοπο, ἔλαβε χώρα στίς 2 Μαΐου (ἑορτή ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Μ. Ἀθανασίου), ὅταν τόν ἐπισκέφθηκα, συνοδευόμενος ἀπό τόν ἐξαίρετο παιδαγωγό-θεολόγο καί ἐκλεκτό φίλο κ. Ζήση Τσιότρα, στήν Ἱερά Μονή του, στά Μέγαρα.
Ἐδῶ θά ἔλεγα μέ ἁπλότητα φραστική ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος στήν ἀρχή τῆς συζητήσεως ἔκανε ὅ,τι ἀκριβῶς κάνει ὁ παππούς στά ἐγγόνια του, πού τά μαλώνει, λίγο αὐστηρά, λίγο παιδαγωγικά, ἀλλά σίγουρα πατρικά καί καρδιακά. Ἀξιοσημείωτη ὡστόσο καί ἁγιομίμητη ὑπῆρξε ἡ ἀνεξικακία τοῦ πρεσβύτου Ἱεράρχου πρός τήν ταπεινότητά μου, γιά κάποια σκληρή κριτική τήν ὁποία εἶχα ἀσκήσει πρός αὐτόν κατά τό παρελθόν (ὅπως καί ἄλλοι) σχετικά μέ ἐκκλησιαστικά ζητήματα.
Ἐλεύθερα καί ἀβίαστα, προθυμότατα καί πατρικότατα μου παρεῖχε τή συγχώρηση εὐθύς ἀμέσως, ὡς καλός ποιμήν πού γνωρίζει νά αἴρεται ὑπεράνω προσωπικῶν κινήτρων, παθῶν κλπ. Καί ἀρχίσαμε νά συζητοῦμε τά τῆς ἐντάξεώς μου στή Σύνοδο.
Ὁμολογῶ ἐνώπιων Θεοῦ καί ἀνθρώπων ὅτι μέ συγκίνησε ἡ ὅλη τεράστια προσπάθεια τοῦ Μακαριστοῦ τήν ὁποία κατέβαλε πρός διευθέτησιν τῶν δυσκολιῶν καί κυρίως τῆς γνωστῆς σέ ὅλους τροχοπέδης ἡ ὁποία ἐστήθη μέ σκοπό τήν ματαίωση τῆς προσχωρήσεώς μου.
.
.
Ἀγωνιζόμενος ὑπέρ τοῦ δικαίου, ὁ Μακαριστός Χρυσόστομος καί μή γινόμενος ἐργάτης ἀδικίας, κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια ὅπως προεῖπα, παρά τό προκεχωρημένον τῆς ἡλικίας του καί ἐπέτυχε σύν Θεῶ, τοῦ ποθούμενου. Ἀλλά καί οἱ ἄλλοι Ἀρχιερεῖς προσεπάθησαν γιά τήν ἐπίτευξη αὐτοῦ του κατά Θεόν γεγονότος, τῆς προσχωρήσεως μιᾶς μεγάλης ἱστορικῆς ἐνορίας καί τοῦ ἐφημερίου εἰς τήν Σύνοδον καί ἐργάσθηκαν ποικιλοτρόπως καί ἀπό τῆς θέσεως αὐτῆς τούς εὐχαριστῶ.
Ἀπέραντη πατρική ἀγάπη καί ἐπισκοπική εὐαισθησία ἐξέφρασε ὁ μεταστᾶς Πρωθιεράρχης κυρός Χρυσόστομος κατά τή συνεδρία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τήν 2αν/15ην-7-2010, ὅπου ἔλαβε χώρα ἡ προσχώρησή μου στήν ὑπ’ αὐτόν Ἱερά Σύνοδο, πράγμα πού ἔδειξε ἀπό τήν πρώτη στιγμή πόσο ἐπιθυμοῦσε.
Μετά τή λήξη τῆς ὅλης διαδικασίας, ἀφοῦ μέ ἠσπάσθη μέ ἀγάπη καί ἐγώ ἔλαβα τήν εὐχή του, εὐχαρίστησα ὅλους, Ἀρχιεπίσκοπο καί λοιπούς Ἀρχιερεῖς, ἔμπλεως χαρᾶς, ξεκίνησα πρός ἀναχώρησιν.
Ὅμως, ὀδεύοντας πρός τήν πόρτα, ἄκουσα μιά φωνή, τήν βαρειά καί ἡγεμονική καί ἀριστοκρατική φωνή τοῦ Ἀρχιεπισκόπου νά μέ καλεῖ πίσω μέ αὐτά τά λόγια «Ἐ, ποῦ πᾶς; Φεύγεις ἔτσι; Δέν θά μᾶς ψάλλεις κάτι; Πρέπει νά μᾶς ψάλλεις καί μετά νά φύγεις.»
.
.
Εὐγενῶς προσπάθησα νά τό ἀποφύγω. Ἀλλά καί ἐκεῖνος εὐγενῶς ἐπέμενε καί πρό τῆς ἀρχιερατικῆς συστάσεως ἀλλά κυρίως πρό τῆς ἐκδηλούμενης ἀγάπης του πρός τήν γλυκύτατη μᾶς Ἐκκλησιαστική μουσική, ἐπέστρεψα καί ἔψαλα ἐνώπιων πάντων το «Ἄξιόν ἐστι» τοῦ Χατζηαθανασίου (ἦχος Α’) καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος μέ συνόδευε, ἰσοκρατώντας μέ ἀκρίβεια καί ὀρθότητα. Ἀποκατάστασις ἱερέως μετά… μουσικῆς.
Μετά ἀπό 20 περίπου ἡμέρες ἀπό ἐκείνη τήν τόσο ζεστή ἡμέρα. Πέραν τῶν τηλεφωνικῶν ἐπικοινωνιῶν, ἤθελα καί πάλι νά ἐπικοινωνήσω διά ζώσης μέ τόν Ἀρχιεπίσκοπο καί αὐτό συνιστᾶ ἔκφρασιν εὐγνωμοσύνης καί ἀγάπης υἱκῆς . Ἦταν ἡ τελευταία ἐμπειρία… Τόν ἐπισκέφθηκα στήν Ἱερά Μονή του, ἀπογευματινή ὥρα. Τό βράδυ διανυκτέρευσα ἐκεῖ. Συζητήσαμε ἀρκετά, γιά τήν Ἐκκλησία, γιά τό Ἅγιον Ὅρος καί γιά ἄλλα πολλά. Στή συνέχεια ὅδευσα στήν αὐλή μέ ἕνα βιβλίο γιά μελέτη, ἐκεῖ στά ὡραῖα καθίσματα τῆς μονῆς.
Μετά ἀπό λίγο, εἶδα τόν πολυσέβαστο γέροντα Ἱεράρχη, νά κινεῖται στόν αὐλόγυρο μέ τό εἰδικό χειροκίνητο ὄχημα (καρότσι), διότι οἱ ἀποστάσεις ἐντός της μονῆς ἦταν μεγάλες πλέον γιά τήν ἡλικία καί τά προβλήματα τῆς ὑγείας του. Ἔτρεξα ἀμέσως πρός τό μέρος του. Συζητήσαμε καί πάλι γιά λίγο. Σέ μιά στιγμή μάλιστα ἀστειεύθηκε, ὅταν τοῦ εἶπα αὐθόρμητα: «Ἄχ, καί νά μπορούσατε νά ἔρθετε μιά Κυριακή στό Βόλο, στήν ἐνορία, τί καλά θά ἦταν!...» Ἡ ἀπάντησή του: «Μέ αὐτό τό καρότσι θά ’ρθῶ;» Γελάσαμε ἀμφότεροι. Τέλος ἔλαβα καί πάλι τήν εὐχή του καί χωρίσαμε. Εἶχε παρέλθει πλέον ἡ ὥρα: «Ἡ ἡμέρα κέκλικε»… «Ὁ ἥλιος ἔγνω τήν δύσιν αὐτοῦ»
Οὔτε καν ὑποψία ὅμως, οὔτε καν ψιλός λογισμός δέν πέρασε ἀπό τήν πτωχοτάτη μου καί ἁμαρτωλό διάνοια ὅτι σέ 30 ἡμέρες, θά ἔδυε καί ὁ πνευματικός ἥλιος τῆς Ἱεράς Συνόδου μας, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος…
Πολλοί μου εἶπαν «π. Νικηφόρε, νά χαίρεσαι γιά τό γεγονός ὅτι εἶσαι ὁ τελευταῖος κληρικός, προσληφθεῖς καί ἀποκατασταθεῖς διά χειρῶν τοῦ Μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου. Λές καί σέ περίμενε…»
Καί αὐθόρμητά μου ἔρχεται στό νοῦ, αὐτό τό τόσο παρηγορητικό ἀλλά καί θεολογικό χωρίο τοῦ μεγάλου θεολόγου καί φιλοσόφου πατρός, Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης: «Οὐδέν ἐν τῷ κόσμω ἀθεεῖ ἐστι, πάντα δέ, τῆς θείας ἐξῆπτε βουλήσεως.»
Ὄντως, «οὐδέν ἀθεεῖ». Τίποτε δέ γίνεται χωρίς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Εἴθε καί ἡ πολυπόθητη ἑνότητα τῶν ὑγιῶν δυνάμεων στήν Ἐκκλησία νά ἐπιτευχθῆ.
Αὐτές ἦταν οἱ ὡραῖες ἐμπειρίες μου ἀπό τόν Μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπο κυρό Χρυσόστομο, πρῶτες καί ἔσχατες. Τόν ἐνθυμοῦμαι καθημερινῶς καί τόν μνημονεύω ἀνελλιπῶς…
Μή ἔχοντας κάτι ἄλλο νά προσθέσω, κλείνοντας τήν ταπεινή αὐτή καί πενιχρή ἀναφορά, ἔρχεται στό νοῦ μου ἕνα καταπληκτικό χωρίο ἀπό τό τελευταῖο βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης, τήν Ἱερά Ἀποκάλυψη. Τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, στό Β’ κεφάλαιο τοῦ ἐν λόγω προφητικοῦ βιβλίου, περιγράφοντας τά θεία, ὑπερκαλλα, οὐράνια βραβεῖα, τά ὁποῖα θά παράσχει ὁ ἀγωνοθέτης Κύριος στούς νικητές τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος κατά τῆς ἁμαρτίας, μεταξύ των ἄλλων λέγει: Ὁ ἔχων οὖς ἀκούσατω τί τό πνεῦμα λέγει ταῖς Ἐκκλησίαις. Ὁ νικῶν οὐ μή ἀδικηθῆ ἐκ τοῦ θανάτου τοῦ δευτέρου.» (Ἄπ. 2,11)
Ὁ νικητής στούς πνευματικούς ἀγῶνες, δέν θά ἀδικηθεῖ ἀπό τόν πνευματικό καί αἰώνιο θάνατο, πού σάν δεύτερος, ἀλλά ἀσυγκρίτως φοβερώτερος, μετά τόν σωματικό, περιμένει ὅποιον δέν μετανοήσει στή ζωή αὐτή.
Εὔχομαι ταπεινῶς, ὁ ἐλάχιστος πάντων πρεσβύτερος, τήν αἰωνία ἀνάπαυση τοῦ Μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου κυροῦ Χρυσοστόμου. Εὔχομαι ὅπως «μή ἀδικηθῆ ἐκ τοῦ θανάτου τοῦ δευτέρου» ἀλλά νά τόν κατατάξη ὁ Κύριος «ἐν σκηναῖς δικαίων», «ὅπου το φῶς τῆς Ζωῆς»
.
.
Τοῦ Ἀοιδίμου Ἀρχιεπισκόπου κυροῦ Χρυσοστόμου,
ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ.