Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

Εμπειρίες από τον Μακαριστό Αρχιεπ. Χρυσόστομο


ΠΡΩΤΕΣ ΚΑΙ ΕΣΧΑΤΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΥΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ (+ 6-9-2010)

Ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου


«Οὐκ ἐστιν οὔν, Κύριε, τοῖς δούλοις σου θάνατος, ἐκδημούντων ἡμῶν ἀπό τοῦ σώματος καί πρός σέ τόν Θεόν ἐνδημούντων, ἀλλά μετάστασις, ἀπό τῶν λυπηροτέρων ἐπί τά χρηστότερα καί θυμηδεστέρα καί ἀνάπαυσις καί χαρά» (Εὐχή Γ.’ Γονυκλισίας τῆς Πεντηκοστῆς.)

Τήν Κυριακή, 6η τοῦ μηνός Σεπτεμβρίου (τρέχοντος ἔτους), ὀλίγη ὥρα μετά τήν ἀπόλυση τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὁ Πρωθιεράρχης τῶν ΓΟΧ, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, Χρυσόστομος ὁ Β΄, πλήρης ἡμερῶν, ἀπεξεδύθη τό σάρκινο χοϊκό τοῦ περίβλημα, ἐγκατέλειψε τήν ματαίαν τῶν ἐγκοσμίων σκηνήν, μετέστη τῶν ἐπιγείων καί ἐπικήρων καί ἐπορεύθη εἰς τήν χῶραν τῆς Αἰωνιότητος, «ἔνθα ἦχος καθαρός.»

Ἡ ἀπώλεια ἑνός Ἱεράρχου, τοῦ πνευματικοῦ διαμετρήματος τοῦ Μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου Β’, αἰτιολογεῖ νομίζουμε, τήν κατά τό ἀνθρώπινο, λύπη καί ὀδύνη, ἕνεκα τοῦ ἀπορφανισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας, ὡς εἶναι φυσικό.

Βεβαίως, ὁ φιλάνθρωπος Θεός, ὁ ὁποῖος, κατά τόν Μέγα, Οὐρανοφάντορα Βασίλειο, «συμμέτρους ταῖς θλίψεσι τάς παρακλήσεις συνάπτει» παρεῖχε εἰς ὅλους το ἀντίδοτο τῆς λύπης, καθότι, ὅπως γνωρίζουμε ἡ Χάρις τοῦ Παρακλήτου, διά τῆς τιμίας ψήφου τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀνέδειξε ἐπάξιον διάδοχόν του Μακαριστοῦ Πρωθιεράρχου μας, τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ἀχαϊας, νῦν δέ, Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν κ.κ. ΚΑΛΛΙΝΙΚΟ. Εἰς αὐτόν, εὐχόμεθα υἱκῶς καί ταπεινῶς λαμπρά καί ἀγλαόκαρπον ποιμαντορίαν, ἐπ’ ἀγαθῶ τῆς Ἐκκλησίας.

Περί τοῦ Ἀοιδίμου Ἀρχιεπισκόπου κυροῦ Χρυσοστόμου πιστεύουμε ὅτι θά κατατεθοῦν πολλά, στό ἐπίπεδό του γραπτοῦ καί προφορικοῦ λόγου, τά ὁποῖα θά ἐξαίρουν τήν πολυεπίπεδη προσωπικότητά του, ἐπαρκῶς. Ἐζητήθη καί ἀπό τήν ἐλαχιστότητά μου κάτι νά καταθέσω καί εὐχαρίστως τό πράττω.

Θά ἀναφερθῶ στήν προσωπική μου ἐμπειρία ἀπό τήν πρώτη ἐπικοινωνία μου μέ τόν Μακάριστο Ἀρχιεπίσκοπο, ἀμέσως μετά τήν ἀνάδειξή του (1986) ἀλλά καί στήν τελευταία, ἡ ὁποία ἔλαβε χώρα τόν τελευταῖο καιρό, πρό τῆς εἰς Κύριον ἐκδημίας του. Θά ἀναφερθῶ σέ γεγονότα καί πράγματα ὄχι πρός ἔπαινον κενόν του μεταστάντος, ὁ ὁποῖος τώρα δέν τόν ἔχει ἀνάγκη, ἀλλά πρός κοινή, ψυχική ὠφέλεια ἀπό τήν ἐξαγωγή χρησίμων συμπερασμάτων. Ἄλλωστε, ὑπάρχει καί ὁ κατά Θεόν καλός καί εὐλογημένος ἔπαινος, τόν ὁποῖο εἶχε κατά νοῦ, ὁ ἀετός τῆς Θεολογίας, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ὅταν ἔγραφε: «Ὁ ἔπαινος ζήλου πρόξενος. Zῆλος δέ, ἀρετῆς. Ἀρετή δέ, μακαριότητος…» (βλ. Ἄγ. Γρηγορίου Θεολόγου Ἔργα, ΕΠΕ, 3, 250)

Τόν ἀοίδιμο Ἀρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο, τόν γνώρισα τήν ἡμέρα τῆς ἐνθρονίσεώς του, στόν Ἱερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Τσακοῦ ὅπου ἐφημερεύει ὁ δραστηριότατος Ἀρχιμανδρίτης π. Εὐθύμιος Μπαρδάκας, ὡς γνωστόν.

Εἶχα παραστεῖ στήν τελετή ἐνθρονίσεως τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ἀφοῦ ἔλαβα πρός τοῦτο ἄδεια ἀπό τόν στρατό, ὅπου ὑπηρετοῦσα τήν πατρίδα στήν πόλη τῆς Κοζάνης. Ὡστόσο, εἶχε προηγηθεῖ μιά ἐπιστολή μου πρός τόν νεοεκλεγέντα Πρωθιεράρχη, στήν ὁποία τοῦ ἐξέφραζα τά υἱκά μου συγχαρητήρια γιά τήν ἀνάδειξή του στόν Ἀρχιεπισκοπικό Θρόνο τῶν Ἀθηνῶν.

Ἐνθυμοῦμαι δέ, ὅτι τή συγκεκριμένη, νεανική, αὐθόρμητη καί ἐνθουσιώδη ἐπιστολή, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος εἶδε μέ μεγάλη εὐαρέσκεια, ὅπως ὁ ἴδιος το ἐξέφρασε σέ πολλούς κληρικούς καί λαϊκούς. Τήν χαρακτήρισε δέ «περισπούδαστον ἐπιστολήν».

Μετά τήν ἐνθρόνιση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, εἶχα τήν εὐκαιρία γιά ἀρκετά χρόνια, ὅταν μποροῦσα νά τόν συναντῶ σέ πανηγύρεις ναῶν, ἑορτές κτλ καί νά συζητῶ μαζί του, πολλά θέματα, ἐκκλησιαστικά, πνευματικά κτλ. Ἔτσι εἶχε ἀναπτυχθεῖ μεταξύ μας μιά κοινωνία ἀγάπης, τῆς ὁποίας πιστοποίησιν ἀποτελεῖ ἡ ἔκθυμη προτροπή του γιά τήν εἴσοδό μου στήν Ἱερωσύνη, ὅπερ καί ἐγένετο τό ἔτος 1990, πρό 20 ἐτῶν.

Ὡς κληρικός πλέον εἶχα ἐντονότερη ἐπικοινωνία μαζί του, ἀφοῦ ἐνισχύθηκε ἡ ἀγάπη καί ὁ σεβασμός μου πρός τόν Ἀρχιεπίσκοπο. Ἀλλά καί ἐκεῖνος ποικιλοτρόπως ἐξεδήλωνε τήν πατρική του ἀγάπη πρός ἐμένα καί θυμᾶμαι χαρακτηριστικά ὅτι κατά διαστήματα μου τηλεφωνοῦσε καί μοῦ παρεῖχε πολύτιμες συμβουλές. Εἶναι γεγονός ὅτι μποροῦσε ἄνετα ὁ μακαριστός, παρόλη τή σοβαρότητα τοῦ ὕφους του, νά συνεργάζεται μέ τούς ἱερεῖς καί νά τούς ἐμπνέει τήν ἀγάπη πρός τήν Ἐκκλησία καί τόν ἱερό ἀγώνα μας. Ἦταν ἄνθρωπος σταθερότητος. Δέν ἦταν τή μιά στιγμή γλυκύς καί τήν ἄλλη ὀξύς, τή μιά πράος καί τήν ἄλλη ὀργίλος, ἀλλά πάντοτε εὐθύς, σταθερός, λογικός, ἀντικειμενικός, πατρικός. Γιά τόν λόγο αὐτό, τόν ἔβλεπα ὡς πρότυπο Ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος προσπαθεῖ νά ἐφαρμόσει τό Γραφικόν: «Τό ἀπολωλός ζητήσω καί τό πλανώμενον ἐπιστρέψω καί τό συντετριμμένον καταδήσω καί τό ἐκλεῖπον ἐνισχύσω. (Ἰεζεκιήλ, 34, 16)

Δέν προκαλοῦσε φόβο, ἀλλά ἐνέπνεε σεβασμό. Δέν ἤθελε νά «κάνει τόν δεσπότη» ἀλλά νά φανερώνει τόν Ἐπίσκοπο. Δέν ἐπιθυμοῦσε νά εἶναι «τύπος Χριστοῦ» μόνο κατ’ ὄνομα, ἀλλά καί κατά τό φρόνημα. Ὅλα αὐτά. Περισσότερο ἀπό τήν ταπεινότητά μου, τά γνωρίζουν οἱ ἱερεῖς τῶν Ἀθηνῶν, κυρίως οἱ νέοι Ἐπίσκοποι της Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι καί τόν ἔζησαν ἀπό κοντά.

Ὁ Μακαριστός Πρωθιεράρχης χαιρόταν νά βλέπει νέους κληρικούς νά πλαισιώνουν τό Ἱερό Θυσιαστήριο, διότι: «Εἶναι τό μέλλον τῆς Ἐκκλησίας οἱ νέοι ἱερεῖς» ὅπως χαρακτηριστικά ἔλεγε. Καί οἱ παραινέσεις του: Σοφές, συνετές, πνευματικές. 
.
Ἐνθυμοῦμαι χαρακτηριστικά, σέ μιά συνάντηση μᾶς τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1996 στήν Ἱερά Μονή του, τίς πολύτιμες συμβουλές τοῦ σχετικά μέ τήν ἁγία Ἱερωσύνη καί κυρίως μέ τήν ὅσο τό δυνατόν εὐλαβική προσέγγιση καί τέλεση τοῦ παμμεγίστου μυστηρίου τῆς φρικωδεστάτης θυσίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἡ ὁποία κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο εἶναι «Σύνοδος οὐρανοῦ καί γῆς», κοινωνία καί ἕνωσις ἐπουρανίων καί ἐπιγείων, κεκοιμημένων καί ζώντων.

Μοῦ μιλοῦσε μέ μέθεξη ψυχῆς καί καρδιᾶς, παρουσιάζοντάς μου ταυτόχρονα καί παραδείγματα παλαιῶν εὐλαβῶν λειτουργῶν, τούς ὁποίους ὁ ἴδιος εἶχε ζήσει (ἀνέφερε καί τό ὄνομα τοῦ Μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Καλλίστου Κορινθίας) πρός ἐπίρρωσιν τῶν λεγομένων του.

Καί ὅλα αὐτά, τά ὁποῖα ἔλεγε περί τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί τῶν λειτουργῶν του Ὑψίστου, δέν ἦταν λόγια κενά, ἀλλά ἀποτελοῦσαν γιά αὐτόν ἐμπειρίες προσωπικές, πραγματικές, ὑπαρξιακές. Ὅλοι γνωρίζουμε, ἄλλωστε καί ἐνθυμούμεθα, πόσο ἱεροπρεπής ὑπῆρξε ὁ ἴδιος ὡς λειτουργός, πόσο ἐντυπωσιακός ὡς ψάλτης μέ τήν κρυστάλλινη φωνή του, πόσο προπάντων διαυγής καί ὄντως ἀπαράμιλλος κατά τήν ἐκφορά τῶν λειτουργικῶν εὐχῶν, ἐκφωνήσεων, προφητειῶν καί ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν ἀναγνωσμάτων. Καί τό κήρυγμά του ἦταν μεστό, χριστολογικό, πνευματικό, ἀγωνιστικό. Ὅλα αὐτά ἀπολάμβανα ἐγώ καί ἄλλοι πολλοί ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο.

Τά θλιβερά γεγονότα τοῦ χωρισμοῦ τό 1998 (συνηθισμένα δυστυχῶς στούς κόλπους τῶν ΓΟΧ) ἕως τό τρέχον ἔτος, μοῦ εἶχαν στερήσει κάθε ἐπικοινωνία μέ τόν Ἀοίδιμο Προκαθήμενο. Ἡ πρό ὀλίγων μηνῶν ἐπανένταξή μου (προσχώρηση τῆς ἐνορίας μου) στήν Ἱερά Σύνοδο, ὑπό τόν Μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο, ἀπετέλεσε τήν τελευταία μου περί αὐτοῦ ἐμπειρία, ἡ ὁποία εἶναι ὄντως καί στή διήγησή της συγκινητική.

Ἡ πρώτη ἐπαφή μετά 12 ἔτη μέ τόν Ἀρχιεπίσκοπο, ἔλαβε χώρα στίς 2 Μαΐου (ἑορτή ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Μ. Ἀθανασίου), ὅταν τόν ἐπισκέφθηκα, συνοδευόμενος ἀπό τόν ἐξαίρετο παιδαγωγό-θεολόγο καί ἐκλεκτό φίλο κ. Ζήση Τσιότρα, στήν Ἱερά Μονή του, στά Μέγαρα.

Ἐδῶ θά ἔλεγα μέ ἁπλότητα φραστική ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος στήν ἀρχή τῆς συζητήσεως ἔκανε ὅ,τι ἀκριβῶς κάνει ὁ παππούς στά ἐγγόνια του, πού τά μαλώνει, λίγο αὐστηρά, λίγο παιδαγωγικά, ἀλλά σίγουρα πατρικά καί καρδιακά. Ἀξιοσημείωτη ὡστόσο καί ἁγιομίμητη ὑπῆρξε ἡ ἀνεξικακία τοῦ πρεσβύτου Ἱεράρχου πρός τήν ταπεινότητά μου, γιά κάποια σκληρή κριτική τήν ὁποία εἶχα ἀσκήσει πρός αὐτόν κατά τό παρελθόν (ὅπως καί ἄλλοι) σχετικά μέ ἐκκλησιαστικά ζητήματα.

Ἐλεύθερα καί ἀβίαστα, προθυμότατα καί πατρικότατα μου παρεῖχε τή συγχώρηση εὐθύς ἀμέσως, ὡς καλός ποιμήν πού γνωρίζει νά αἴρεται ὑπεράνω προσωπικῶν κινήτρων, παθῶν κλπ. Καί ἀρχίσαμε νά συζητοῦμε τά τῆς ἐντάξεώς μου στή Σύνοδο.

Ὁμολογῶ ἐνώπιων Θεοῦ καί ἀνθρώπων ὅτι μέ συγκίνησε ἡ ὅλη τεράστια προσπάθεια τοῦ Μακαριστοῦ τήν ὁποία κατέβαλε πρός διευθέτησιν τῶν δυσκολιῶν καί κυρίως τῆς γνωστῆς σέ ὅλους τροχοπέδης ἡ ὁποία ἐστήθη μέ σκοπό τήν ματαίωση τῆς προσχωρήσεώς μου. 
.
Ἀγωνιζόμενος ὑπέρ τοῦ δικαίου, ὁ Μακαριστός Χρυσόστομος καί μή γινόμενος ἐργάτης ἀδικίας, κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια ὅπως προεῖπα, παρά τό προκεχωρημένον τῆς ἡλικίας του καί ἐπέτυχε σύν Θεῶ, τοῦ ποθούμενου. Ἀλλά καί οἱ ἄλλοι Ἀρχιερεῖς προσεπάθησαν γιά τήν ἐπίτευξη αὐτοῦ του κατά Θεόν γεγονότος, τῆς προσχωρήσεως μιᾶς μεγάλης ἱστορικῆς ἐνορίας καί τοῦ ἐφημερίου εἰς τήν Σύνοδον καί ἐργάσθηκαν ποικιλοτρόπως καί ἀπό τῆς θέσεως αὐτῆς τούς εὐχαριστῶ.

Ἀπέραντη πατρική ἀγάπη καί ἐπισκοπική εὐαισθησία ἐξέφρασε ὁ μεταστᾶς Πρωθιεράρχης κυρός Χρυσόστομος κατά τή συνεδρία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τήν 2αν/15ην-7-2010, ὅπου ἔλαβε χώρα ἡ προσχώρησή μου στήν ὑπ’ αὐτόν Ἱερά Σύνοδο, πράγμα πού ἔδειξε ἀπό τήν πρώτη στιγμή πόσο ἐπιθυμοῦσε.

Μετά τή λήξη τῆς ὅλης διαδικασίας, ἀφοῦ μέ ἠσπάσθη μέ ἀγάπη καί ἐγώ ἔλαβα τήν εὐχή του, εὐχαρίστησα ὅλους, Ἀρχιεπίσκοπο καί λοιπούς Ἀρχιερεῖς, ἔμπλεως χαρᾶς, ξεκίνησα πρός ἀναχώρησιν.

Ὅμως, ὀδεύοντας πρός τήν πόρτα, ἄκουσα μιά φωνή, τήν βαρειά καί ἡγεμονική καί ἀριστοκρατική φωνή τοῦ Ἀρχιεπισκόπου νά μέ καλεῖ πίσω μέ αὐτά τά λόγια «Ἐ, ποῦ πᾶς; Φεύγεις ἔτσι; Δέν θά μᾶς ψάλλεις κάτι; Πρέπει νά μᾶς ψάλλεις καί μετά νά φύγεις.»
.
Εὐγενῶς προσπάθησα νά τό ἀποφύγω. Ἀλλά καί ἐκεῖνος εὐγενῶς ἐπέμενε καί πρό τῆς ἀρχιερατικῆς συστάσεως ἀλλά κυρίως πρό τῆς ἐκδηλούμενης ἀγάπης του πρός τήν γλυκύτατη μᾶς Ἐκκλησιαστική μουσική, ἐπέστρεψα καί ἔψαλα ἐνώπιων πάντων το «Ἄξιόν ἐστι» τοῦ Χατζηαθανασίου (ἦχος Α’) καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος μέ συνόδευε, ἰσοκρατώντας μέ ἀκρίβεια καί ὀρθότητα. Ἀποκατάστασις ἱερέως μετά… μουσικῆς.

Μετά ἀπό 20 περίπου ἡμέρες ἀπό ἐκείνη τήν τόσο ζεστή ἡμέρα. Πέραν τῶν τηλεφωνικῶν ἐπικοινωνιῶν, ἤθελα καί πάλι νά ἐπικοινωνήσω διά ζώσης μέ τόν Ἀρχιεπίσκοπο καί αὐτό συνιστᾶ ἔκφρασιν εὐγνωμοσύνης καί ἀγάπης υἱκῆς . Ἦταν ἡ τελευταία ἐμπειρία… Τόν ἐπισκέφθηκα στήν Ἱερά Μονή του, ἀπογευματινή ὥρα. Τό βράδυ διανυκτέρευσα ἐκεῖ. Συζητήσαμε ἀρκετά, γιά τήν Ἐκκλησία, γιά τό Ἅγιον Ὅρος καί γιά ἄλλα πολλά. Στή συνέχεια ὅδευσα στήν αὐλή μέ ἕνα βιβλίο γιά μελέτη, ἐκεῖ στά ὡραῖα καθίσματα τῆς μονῆς.

Μετά ἀπό λίγο, εἶδα τόν πολυσέβαστο γέροντα Ἱεράρχη, νά κινεῖται στόν αὐλόγυρο μέ τό εἰδικό χειροκίνητο ὄχημα (καρότσι), διότι οἱ ἀποστάσεις ἐντός της μονῆς ἦταν μεγάλες πλέον γιά τήν ἡλικία καί τά προβλήματα τῆς ὑγείας του. Ἔτρεξα ἀμέσως πρός τό μέρος του. Συζητήσαμε καί πάλι γιά λίγο. Σέ μιά στιγμή μάλιστα ἀστειεύθηκε, ὅταν τοῦ εἶπα αὐθόρμητα: «Ἄχ, καί νά μπορούσατε νά ἔρθετε μιά Κυριακή στό Βόλο, στήν ἐνορία, τί καλά θά ἦταν!...» Ἡ ἀπάντησή του: «Μέ αὐτό τό καρότσι θά ’ρθῶ;» Γελάσαμε ἀμφότεροι. Τέλος ἔλαβα καί πάλι τήν εὐχή του καί χωρίσαμε. Εἶχε παρέλθει πλέον ἡ ὥρα: «Ἡ ἡμέρα κέκλικε»… «Ὁ ἥλιος ἔγνω τήν δύσιν αὐτοῦ»

Οὔτε καν ὑποψία ὅμως, οὔτε καν ψιλός λογισμός δέν πέρασε ἀπό τήν πτωχοτάτη μου καί ἁμαρτωλό διάνοια ὅτι σέ 30 ἡμέρες, θά ἔδυε καί ὁ πνευματικός ἥλιος τῆς Ἱεράς Συνόδου μας, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος…

Πολλοί μου εἶπαν «π. Νικηφόρε, νά χαίρεσαι γιά τό γεγονός ὅτι εἶσαι ὁ τελευταῖος κληρικός, προσληφθεῖς καί ἀποκατασταθεῖς διά χειρῶν τοῦ Μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου. Λές καί σέ περίμενε…»

Καί αὐθόρμητά μου ἔρχεται στό νοῦ, αὐτό τό τόσο παρηγορητικό ἀλλά καί θεολογικό χωρίο τοῦ μεγάλου θεολόγου καί φιλοσόφου πατρός, Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης: «Οὐδέν ἐν τῷ κόσμω ἀθεεῖ ἐστι, πάντα δέ, τῆς θείας ἐξῆπτε βουλήσεως.»

Ὄντως, «οὐδέν ἀθεεῖ». Τίποτε δέ γίνεται χωρίς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Εἴθε καί ἡ πολυπόθητη ἑνότητα τῶν ὑγιῶν δυνάμεων στήν Ἐκκλησία νά ἐπιτευχθῆ.

Αὐτές ἦταν οἱ ὡραῖες ἐμπειρίες μου ἀπό τόν Μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπο κυρό Χρυσόστομο, πρῶτες καί ἔσχατες. Τόν ἐνθυμοῦμαι καθημερινῶς καί τόν μνημονεύω ἀνελλιπῶς…

Μή ἔχοντας κάτι ἄλλο νά προσθέσω, κλείνοντας τήν ταπεινή αὐτή καί πενιχρή ἀναφορά, ἔρχεται στό νοῦ μου ἕνα καταπληκτικό χωρίο ἀπό τό τελευταῖο βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης, τήν Ἱερά Ἀποκάλυψη. Τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, στό Β’ κεφάλαιο τοῦ ἐν λόγω προφητικοῦ βιβλίου, περιγράφοντας τά θεία, ὑπερκαλλα, οὐράνια βραβεῖα, τά ὁποῖα θά παράσχει ὁ ἀγωνοθέτης Κύριος στούς νικητές τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος κατά τῆς ἁμαρτίας, μεταξύ των ἄλλων λέγει: Ὁ ἔχων οὖς ἀκούσατω τί τό πνεῦμα λέγει ταῖς Ἐκκλησίαις. Ὁ νικῶν οὐ μή ἀδικηθῆ ἐκ τοῦ θανάτου τοῦ δευτέρου.» (Ἄπ. 2,11)

Ὁ νικητής στούς πνευματικούς ἀγῶνες, δέν θά ἀδικηθεῖ ἀπό τόν πνευματικό καί αἰώνιο θάνατο, πού σάν δεύτερος, ἀλλά ἀσυγκρίτως φοβερώτερος, μετά τόν σωματικό, περιμένει ὅποιον δέν μετανοήσει στή ζωή αὐτή.

Εὔχομαι ταπεινῶς, ὁ ἐλάχιστος πάντων πρεσβύτερος, τήν αἰωνία ἀνάπαυση τοῦ Μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου κυροῦ Χρυσοστόμου. Εὔχομαι ὅπως «μή ἀδικηθῆ ἐκ τοῦ θανάτου τοῦ δευτέρου» ἀλλά νά τόν κατατάξη ὁ Κύριος «ἐν σκηναῖς δικαίων», «ὅπου το φῶς τῆς Ζωῆς»


.
Τοῦ Ἀοιδίμου Ἀρχιεπισκόπου κυροῦ Χρυσοστόμου,
ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ.







Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

Εις Μνημόσυνον Αιώνιον...

Παρουσία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ. Καλλινίκου, συμπαραστατουμένου από τους Συνοδικούς Ιεράρχες, τελέσθηκε το περασμένο Σάββατο το τεσσαροκονθήμερο Μνημόσυνο του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου Β', εις την Ιερά Μονή Παναχράντου, στα Μέγαρα. Συγκίνηση και αναμνήσεις διακατείχαν όλους εμάς που είχαμε την τιμή και ευλογία να τον γνωρίσουμε και να ακούμε συχνά τις πατρικές συμβουλές και τις πλούσιες εμπειρίες του από το ένδοξο παρελθόν του Ιερού μας Αγώνος. 

Αιωνία του η Μνήμη και να έχουμε την ευχή του

.
 .

 .

 .

 .


.
 .

 .


Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Ενθρόνιση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ.κ. Καλλινίκου

 Στιγμές από την  Τελετή Ενθρονίσεως 
του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών  
και Πάσης Ελλάδος κ.κ. Καλλινίκου
Κυριακή 4 /17 Οκτωβρίου 2010
.
Ανήμερα της εορτής του εν Αγίοις πατρός ημών Ιεροθέου, πρώτου Επισκόπου Αθηνών.
.


 .
Υποδοχή του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ. Καλλινίκου.
.

.

.
 .

 .

 .


 .


.
.

.
.
 .

Η Η προσφώνηση του Αντιπροέδρου της Ιεράς Συνόδου Σεβασμιωτάτου Ακακίου.
.
 Προσφώνηση Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Μαραθώνος κ. Φωτίου,
Γραμματέως της Ιεράς Συνόδου.
.
 .

Προσφώνηση Εκπροσώπου Ιερού Κλήρου Αρχιεπισκοπής Αθηνών, Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου, π. Ευθυμίου Μπαρδάκα.
.
Προσφώνηση του Αιδεσιμολογιωτάτου πρεσβυτέρου π. Νικολάου Δημαρά
εκπροσώπου του Ιερού Κλήρου Μητροπόλεως Αχαϊας.

.

.
Προσφώνηση του  Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου Αγίου 'Ορους,
Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου π. Μεθοδίου

.
.
Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Καλλίνικος εκφωνεί τον ενθρονιστήριο λόγο.
.

.

.

.
 .



.
Ο Χορός των Ιεροψαλτών υπό την διεύθυνσιν του μουσικολογιωτάτου κ. Νεκταρίου Κατσίρη, πρωτοψάλτου του Ιερού Καθεδρικού Ναού Αθηνών, Αγίου Αθανασίου του Μεγάλου, που ελάμπρυναν με τις ψαλμωδίες τους την τελετή ενθρόνισεως του Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ. Καλλινίκου.




Μετά την τελετή ενθρόνισώς του, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος επισκέφθηκε την Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Πάρνηθος, όπου ετέλεσε τρισάγιον εις τον Μακαριστόν προκάτοχόν του, πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομον!
.
 .

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

Archb. Chrysostomos' biography


His Beatitude Archbishop Chrysostomos II of Athens and First-Hierarch of the Genuine Orthodox Church of Greece was born on 8 October 1920 in Erythrai (Kriekouki) of Megara, where he grew up as a young boy. Later he lived with his parents in the town of Lavrion in the province of Attica. While a student, he would frequent many churches and monasteries, growing fond of Byzantine music. Frequently, during the great holidays of the Orthodox calendar, he would travel from Lavrion to Erythrai in order to chant at his village’s church where the Genuine Orthodox would congregate to celebrate the divine services (typically without the presence of a priest, for they were small in number in comparison to the needs of the parishes). He completed his secondary education at the age of 17.

Fulfilling his father’s wish, he took the entrance examinations for the Evelpidōn Military Academy, planning to embark on a career in the military. However, he was afflicted by illness on account of which he abandoned the idea of a military career. He considered the illness a divine intervention that led to his enlistment in the army of the heavenly king and to the path of monasticism. That was the desire of his spiritual father, Bishop Matthew of Vresthena. Subsequently, he dedicated his time to recuperating and private study at his home during the period that coincided with the Greco-Italian War of 1940-1941 as well as the German occupation of Greece of 1941-1944.

Right after the liberation of Greece, he was tonsured at the Monastery of the Annunciation in Athikia, near Corinth, by the Archimandrite Kallistos Makris, later the Metropolitan of Corinth. During the Greek Civil War (1944-1949), the monastery was caught in the fighting between the opposing the sides and he was miraculously saved from death. He was ordained to the priesthood in 1947 by Bishop Germanos of the Cyclades of blessed memory, briefly living in the country on account of his illness while serving the faithful of Erythrai and Villia. He was tonsured into the Great Schema at the Monastery of the Virgin Kosmosōteira in 1948 by the ever-memorable Elder Theokletos Darademas.

During the years 1951-1953, the new-calenderist Archbishop Spyridon Vlachos began a persecution of the Genuine Orthodox Christians. Our hierarchs were exiled. The churches were locked and our priests were captured and stripped of their cassocks, while paraded and mocked by the police. On the eve of the Annunciation in 1951, the ever-memorable Bishop Germanos of the Cyclades reposed in the Lord. Spyridon Vlachos forbade his ecclesiastic burial and, deeming himself a worthy successor of Caiaphas, he ordered that the body of the deceased be guarded by gendarmes at the Clinic of Saint Helen in the Athenian suburb of Sepolia (where he was transferred from jail while breathing his last) in order to prevent the reading of a burial service by a Genuine Orthodox priest. God, however, arranged otherwise. During the same period, the Archimandrite Chrysostomos Kioussis was secretly in hiding to avoid capture and stripping by the police, and celebrated the Divine Liturgy in country chapels and in the houses of faithful Christians that had been transformed into catacombs, moving about only at night with great caution. In March of 1951, in one of those catacombs, he celebrated the Vigil of the Annunciation of the Theotokos along with the ever-memorable Archmandrite Petros Astyfides (later, Bishop of Astoria), deeply grieved by the news of the passing of the ever-memorable Bishop Germanos. A white cloth with paper icons pinned to it separated the Holy Altar from the rest of the room. Two tables assumed the role of the Altar and the Table of Oblation. They celebrated the liturgy in this manner when suddenly at two o’clock in the morning there was a knocking on the door! Fortunately, it was not the police but rather members of N.E.O.S., the youth organization of the Genuine Orthodox Church, who were seeking a priest to secretly conduct a burial service, having convinced the gendarme guarding the body of Bishop Germanos to “look the other way.” While Fr. Petros continued the Vigil, Fr. Chrysostomos went to read the funeral of the reposed hierarch. As the funeral approached its end the gendarme, who was following the service piously, warned that the time had come for him to be relieved. As Fr. Chrysostomos and his entourage were heading for their car, the oncoming gendarmes spotted him. A chase ensued. However, Pericles, the priest’s experienced driver, drove through the maze of Athenian streets and managed to escape, thus keeping Fr. Chrysostomos from being captured and stripped.

In 1956, Fr. Chrysostomos assumed the responsibilities of the General Secretary of the Ecclesiastical Committee, which had assumed the leadership of our Church provisionally after the repose of the ever-memorable Metropolitan Chrysostomos of Florina, the First-Hierarch of the Church of the Genuine Orthodox Christian of Greece from 1943 to 1955. At the direction of the Ecclesiasstical Committee, he traveled by train to Germany and France along with Fr. Akakios Pappas the Younger (the current Metropolitan of Attica and Diavlia) in order to establish contact with the Archbishop of the Russian Orthodox Church Outside of Russia (ROCOR) in Western Europe, St. John (Maximovich), with the goal of consecrating Bishops for the Genuine Orthodox Church of Greece. While agreeing to ordain clergy for the Genuine Orthodox of Greece, St. John referred them to Metropolitan Anastasy (Gribanovsky), the First-Hierarch of ROCOR from 1936 to 1965, regarding the question of episcopal ordinations. In 1957, Fr. Chrysostomos was chosen as a candidate for elevation to the episcopacy along with the priest-monks Akakios Pappas the Elder and Chrysostomos Naslimis by the Second Pan-Hellenic Clergy Conference of the Genuine Orthodox Church of Greece. He worked diligently for the consecration of the ever-memorable Archbishop Akakios Pappas the Elder and the restoration of the Greek episcopate by the ROCOR in 1960. After that, he founded the Monastery of the Most-Immaculate Virgin in Megara, serving the Church as secretary to the Synod.

In 1971, he was consecrated Metropolitan of Thessalonica, taking up additionally the pastorship of Eastern Macedonia and Thrace. As Metropolitan of Thessalonica he dedicated all his energies to the organization of his Diocese until 1986, when he was elected Archbishop of Athens and First-Hierarch of the Genuine Orthodox Church of Greece—the office which he held until 6 September 2010 (o.s.) when he reposed in the Lord after divine liturgy on the feast of the miracle of the Archangel Michael at Chonai. 

It was during his pastorship that the Genuine Orthodox Church of Greece was formally recognized by the Hellenic Republic, providing a legal framework for the preservation of Church properties and the recognition of the sacraments of the Genuine Orthodox Christians in the municipal registries—an act essential for the full participation of the Genuine Orthodox Christians in the civic life of Greece. Weathering many storms, he succeeded in the much-desired purification of the clergy of foreign and alien elements, which had found their way in the struggle of the Genuine Orthodox Church, renewing the body of the clergy with new episcopal consecrations in 1998, 1999, and 2000, and bringing previously separated brothers into the unity of the Church. It was his grace-filled, steady-handed piloting that provided for the peaceful stability, unity, and growth of the Church of the Genuine Orthodox Christians in Greece and abroad during the last decade of his reign. Archbishop Chrysostomos II will be remembered as a man of deep prayer and a clear-sighted and unfaltering helmsman that led the Church through times of storm and crisis and emerged leaving for his beloved Church a firm and steady foundation in Christ.    

On 8 June 1998 Archbishop Chrysostomos II was received by Constantinos Stephanopoulos, the President of the Hellenic Republic, becoming the first Archbishop of the Genuine Orthodox Christians to be received by a Greek Head of State.

May his memory be eternal!

Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

Φωτό εκλογής Αρχιεπισκόπου

Φωτογραφικά στιγμιότυπα από όσα δεν είδαμε, στην "κεκλεισμένων των θυρών" διαδικασία εκλογής του νέου Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ. Καλλινίκου του Α'.













Ελήφθησαν από www.hotca.org