Συνέντευξη του Μητροπολίτου Πειραιώς & Σαλαμίνος κ. Γεροντίου Β' για όλα όσα αφορούν την Εκκλησία Γ.Ο.Χ. Ελλάδος.
.Τρίτη 29 Ιουνίου 2010
Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010
Σημεία Ορθοδοξίας στη Τουρκία
Παρουσίαση έρευνας για τον Χριστιανισμό στην Τουρκία και τους κρυπτοχριστιανούς από τον δημοσιογράφο Νίκο Χειλαδάκη.
..
Τρίτη 22 Ιουνίου 2010
Σάββατο 12 Ιουνίου 2010
Είναι οι Ετερόδοξοι μέλη της Εκκλησίας;
.
του καθηγητού Θεολογίας Δημητρίου Τσελεγγίδη
Πρωτίστως πρέπει να διευκρινήσουμε ότι ως Ορθόδοξοι πιστεύουμε, σύμφωνα με το Σύμβολο Πίστεως της Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως (381), «εις μίαν, αγίαν, αποστολικήν και καθολικήν Εκκλησίαν». Κατά την αδιάκοπη δογματική συνείδηση του πληρώματος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δηλαδή κατά την αυτοσυνειδησία της, η μία αυτή Εκκλησία είναι η Ορθόδοξη.
Η ομολογία του Συμβόλου ότι η Εκκλησία είναι «μία» σημαίνει πως αυτή είναι βασική ιδιότητα της ταυτότητάς της. Πρακτικώς αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία δεν μπορεί να διαιρεθεί, να κομματιαστεί, επειδή αυτή είναι το μυστηριακό σώμα του Χριστού. Και ο Χριστός ως κεφαλή του σώματος της Εκκλησίας ούτε πολλά σώματα μπορεί να έχει ούτε και διηρημένο σώμα να κατέχει. Στο σώμα του Χριστού νικήθηκε και αυτός ο θάνατος. Έτσι, όποιος εντάσσεται στο σώμα του Χριστού και παραμένει ζωντανός σ’ αυτό με τα θεουργά μυστήρια και την αγαπητική τήρηση των εντολών, μεταβαίνει από τον βιολογικό θάνατο στην αιώνια και αΐδια ζωή του Τριαδικού Θεού. Και όπως τα κλαδιά της αμπέλου δεν μπορούν να ζήσουν και να καρποφορήσουν, αν αποκοπούν από την άμπελο, έτσι και ο αποκομμένος από την Εκκλησία πιστός η και ολόκληρες κοινότητες πιστών- ανεξάρτητα από το αριθμητικό τους πλήθος- δεν μπορούν ούτε να υπάρξουν εν Χριστώ ούτε να συστήσουν άλλη Εκκλησία.
Η πίστη της Εκκλησίας είναι θεόπνευστη και αδιαπραγμάτευτη. Σύμφωνα με την συγκεκριμένη πίστη της, πολλές η διηρημένες Εκκλησίες δεν μπορούν να υπάρχουν, επειδή αποτελεί αντίφαση εν τοις όροις το μία και το πολλές η το μία και το διηρημένη. Το διηρημένη αναιρεί στην πράξη την πίστη στην πραγματικότητα της Εκκλησίας, που μόνο ως μία και αδιαίρετη μπορεί να κατανοηθεί με βάση την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία. Αποτελεί άρνηση της πίστεως της Εκκλησίας, άρνηση της ταυτότητας και της αυτοσυνειδησίας της, όταν κάποιος κάνει λόγο ενσυνείδητα για διηρημένη Εκκλησία. Έτσι, οι Ορθόδοξοι δεν έχουν κανένα ψυχολογικό πρόβλημα (κόμπλεξ) ταυτότητας εξαιτίας της αποκοπής από το σώμα της Εκκλησίας των Δυτικών Χριστιανών. Βεβαίως πονούν, προσεύχονται και ενδιαφέρονται για τη μετάνοια και την επιστροφή τους.
Η ομολογία του Συμβόλου ότι η Εκκλησία είναι «μία» σημαίνει πως αυτή είναι βασική ιδιότητα της ταυτότητάς της. Πρακτικώς αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία δεν μπορεί να διαιρεθεί, να κομματιαστεί, επειδή αυτή είναι το μυστηριακό σώμα του Χριστού. Και ο Χριστός ως κεφαλή του σώματος της Εκκλησίας ούτε πολλά σώματα μπορεί να έχει ούτε και διηρημένο σώμα να κατέχει. Στο σώμα του Χριστού νικήθηκε και αυτός ο θάνατος. Έτσι, όποιος εντάσσεται στο σώμα του Χριστού και παραμένει ζωντανός σ’ αυτό με τα θεουργά μυστήρια και την αγαπητική τήρηση των εντολών, μεταβαίνει από τον βιολογικό θάνατο στην αιώνια και αΐδια ζωή του Τριαδικού Θεού. Και όπως τα κλαδιά της αμπέλου δεν μπορούν να ζήσουν και να καρποφορήσουν, αν αποκοπούν από την άμπελο, έτσι και ο αποκομμένος από την Εκκλησία πιστός η και ολόκληρες κοινότητες πιστών- ανεξάρτητα από το αριθμητικό τους πλήθος- δεν μπορούν ούτε να υπάρξουν εν Χριστώ ούτε να συστήσουν άλλη Εκκλησία.
Η πίστη της Εκκλησίας είναι θεόπνευστη και αδιαπραγμάτευτη. Σύμφωνα με την συγκεκριμένη πίστη της, πολλές η διηρημένες Εκκλησίες δεν μπορούν να υπάρχουν, επειδή αποτελεί αντίφαση εν τοις όροις το μία και το πολλές η το μία και το διηρημένη. Το διηρημένη αναιρεί στην πράξη την πίστη στην πραγματικότητα της Εκκλησίας, που μόνο ως μία και αδιαίρετη μπορεί να κατανοηθεί με βάση την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία. Αποτελεί άρνηση της πίστεως της Εκκλησίας, άρνηση της ταυτότητας και της αυτοσυνειδησίας της, όταν κάποιος κάνει λόγο ενσυνείδητα για διηρημένη Εκκλησία. Έτσι, οι Ορθόδοξοι δεν έχουν κανένα ψυχολογικό πρόβλημα (κόμπλεξ) ταυτότητας εξαιτίας της αποκοπής από το σώμα της Εκκλησίας των Δυτικών Χριστιανών. Βεβαίως πονούν, προσεύχονται και ενδιαφέρονται για τη μετάνοια και την επιστροφή τους.
1. Αποστολική Πίστη
Η ένταξη και η παραμονή στο μυστηριακό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, δεν είναι απροϋπόθετη. Προϋποθέτει οπωσδήποτε την χωρίς όρους αποδοχή και ομολογία της αποστολικής πίστεως, όπως αυτή ερμηνεύτηκε και οριοθετήθηκε από τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων της Εκκλησίας.
Έτσι, όταν κάποιος πιστός -ανεξάρτητα από τη θεσμική θέση που έχει στο σώμα της Εκκλησίας- η σύνολα πιστών -ανεξαρτήτως του αριθμού τους- παραβιάσουν εκ πεποιθήσεως την οριοθετημένη πίστη της Εκκλησίας, αποκόπτονται από το σώμα της. Και αν είναι σ’ οποιοδήποτε ιερατικό αξίωμα καθαιρούνται, ενώ οι λαϊκοί αφορίζονται, όπως προκύπτει από τα Πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων. Τούτο σημαίνει ότι δεν μπορούν στο εξής να μετέχουν και να κοινωνούν στα μυστήρια της Εκκλησίας.
Οι Ρωμαιοκαθολικοί έχουν εκπέσει από την Εκκλησία επισήμως τον 11ο αιώνα. Το 1014 εισήγαγαν στο Σύμβολο της Πίστεως την εσφαλμένη δογματική διδασκαλία τους για το Άγιο Πνεύμα, το γνωστό Filioque. Σύμφωνα με τη διδασκαλία αυτή το Άγιο Πνεύμα ως θείο Πρόσωπο έχει την ύπαρξή του εκπορευτώς και από τον Πατέρα και από τον Υιό. Η δογματική διδασκαλία των Ρωμαιοκαθολικών όμως ανατρέπει την αποστολική πίστη της Εκκλησίας στον Τριαδικό Θεό, αφού κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη το Πνεύμα της Αληθείας «παρά του Πατρός εκπορεύεται» (15,26). Άλλωστε, η Γ Οἰκουμενική Σύνοδος δια του Προέδρου της, αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, αναφερόμενη στο Σύμβολο της Πίστεως καθόρισε απαγορευτικά, ότι «ουδενί επιτρέπεται λέξιν αμείψαι των εγκειμένων εκείσε η μίαν γουν παραβήναι συλλαβήν» (σε κανέναν δεν επιτρέπεται να προσθέσει η να αφαιρέσει ούτε μία συλλαβή από αυτά που διατυπώθηκαν στο Σύμβολο της Πίστεως). Όλες οι επόμενες Οικουμενικές Σύνοδοι κατακύρωσαν τις αποφάσεις της Γ Οἰκουμενικῆς.
Είναι λοιπόν προφανές ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί –κατ’ επέκταση και οι Προτεστάντες που υιοθέτησαν το Filioque- έχουν εκπέσει από την αποστολική πίστη της Εκκλησίας. Είναι γι’ αυτό περιττό να αναφέρουμε όλους τους μετέπειτα νεωτερισμούς στην πίστη εκ μέρους των Δυτικών Χριστιανών (όπως το αλάθητο του πάπα, τα μαριολογικά δόγματα, το πρωτείο, η κτιστή Χάρη κ.α.).
Η ένταξη και η παραμονή στο μυστηριακό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, δεν είναι απροϋπόθετη. Προϋποθέτει οπωσδήποτε την χωρίς όρους αποδοχή και ομολογία της αποστολικής πίστεως, όπως αυτή ερμηνεύτηκε και οριοθετήθηκε από τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων της Εκκλησίας.
Έτσι, όταν κάποιος πιστός -ανεξάρτητα από τη θεσμική θέση που έχει στο σώμα της Εκκλησίας- η σύνολα πιστών -ανεξαρτήτως του αριθμού τους- παραβιάσουν εκ πεποιθήσεως την οριοθετημένη πίστη της Εκκλησίας, αποκόπτονται από το σώμα της. Και αν είναι σ’ οποιοδήποτε ιερατικό αξίωμα καθαιρούνται, ενώ οι λαϊκοί αφορίζονται, όπως προκύπτει από τα Πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων. Τούτο σημαίνει ότι δεν μπορούν στο εξής να μετέχουν και να κοινωνούν στα μυστήρια της Εκκλησίας.
Οι Ρωμαιοκαθολικοί έχουν εκπέσει από την Εκκλησία επισήμως τον 11ο αιώνα. Το 1014 εισήγαγαν στο Σύμβολο της Πίστεως την εσφαλμένη δογματική διδασκαλία τους για το Άγιο Πνεύμα, το γνωστό Filioque. Σύμφωνα με τη διδασκαλία αυτή το Άγιο Πνεύμα ως θείο Πρόσωπο έχει την ύπαρξή του εκπορευτώς και από τον Πατέρα και από τον Υιό. Η δογματική διδασκαλία των Ρωμαιοκαθολικών όμως ανατρέπει την αποστολική πίστη της Εκκλησίας στον Τριαδικό Θεό, αφού κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη το Πνεύμα της Αληθείας «παρά του Πατρός εκπορεύεται» (15,26). Άλλωστε, η Γ Οἰκουμενική Σύνοδος δια του Προέδρου της, αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, αναφερόμενη στο Σύμβολο της Πίστεως καθόρισε απαγορευτικά, ότι «ουδενί επιτρέπεται λέξιν αμείψαι των εγκειμένων εκείσε η μίαν γουν παραβήναι συλλαβήν» (σε κανέναν δεν επιτρέπεται να προσθέσει η να αφαιρέσει ούτε μία συλλαβή από αυτά που διατυπώθηκαν στο Σύμβολο της Πίστεως). Όλες οι επόμενες Οικουμενικές Σύνοδοι κατακύρωσαν τις αποφάσεις της Γ Οἰκουμενικῆς.
Είναι λοιπόν προφανές ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί –κατ’ επέκταση και οι Προτεστάντες που υιοθέτησαν το Filioque- έχουν εκπέσει από την αποστολική πίστη της Εκκλησίας. Είναι γι’ αυτό περιττό να αναφέρουμε όλους τους μετέπειτα νεωτερισμούς στην πίστη εκ μέρους των Δυτικών Χριστιανών (όπως το αλάθητο του πάπα, τα μαριολογικά δόγματα, το πρωτείο, η κτιστή Χάρη κ.α.).
2. Αποστολική διαδοχή
Με την αποστολική πίστη συνδέεται αδιαίρετα και η αποστολική διαδοχή. Η αποστολική διαδοχή έχει ουσιαστικό περιεχόμενο μόνο μέσα στο σώμα της Εκκλησίας, και προϋποθέτει οπωσδήποτε την αποστολική πίστη.
Λέγοντας αποστολική διαδοχή εννοούμε την αδιάκοπη συνέχεια της ηγεσίας της Εκκλησίας από τους Αποστόλους. Η συνέχεια αυτή έχει χαρισματικό χαρακτήρα και διασφαλίζεται με τη μετάδοση της πνευματικής εξουσίας των Αποστόλων στους Επισκόπους της Εκκλησίας και δι’ αυτών στους ιερείς.
Ο τρόπος μεταδόσεως της πνευματικής-αποστολικής εξουσίας στους Επισκόπους γίνεται με τη χειροτονία. Αν, επομένως, κάποιος επίσκοπος έχει λάβει με κανονικό - εκκλησιαστικό τρόπο τη χειροτονία του και στη συνέχεια βρεθεί εκτός της Εκκλησίας εξαιτίας της εσφαλμένης πίστεώς του, παύει ουσιαστικά να έχει και την αποστολική διαδοχή, αφού αυτή έχει νόημα μόνο μέσα στο μυστηριακό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία.
Κατά συνέπεια, αν κάποιος επίσκοπος η και ολόκληρη τοπική Εκκλησία -ανεξαρτήτως αριθμού μελών- εκπέσουν από την πίστη της Εκκλησίας, όπως αυτή εκφράστηκε αλαθήτως στις Οικουμενικές Συνόδους, παύουν να έχουν οι ίδιοι την αποστολική διαδοχή, επειδή βρίσκονται ήδη εκτός της Εκκλησίας. Και, αφού διακόπτεται η αποστολική διαδοχή ουσιαστικά, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για κατοχή η για συνέχεια της αποστολικής διαδοχής στους εκπεσόντες από την Εκκλησία.
Με βάση τα παραπάνω, ο ίδιος ο πάπας, αλλά και το σύνολο των Ρωμαιοκαθολικών επισκόπων στερούνται την αποστολική διαδοχή, επειδή στερηθέντες την αποστολική πίστη ξέπεσαν από την Εκκλησία. Κατά συνέπεια, λόγος για αποστολική διαδοχή εκτός της Εκκλησίας είναι λόγος ατεκμηρίωτος επιστημονικά, είναι δηλαδή λόγος αθεολόγητος.
Με την αποστολική πίστη συνδέεται αδιαίρετα και η αποστολική διαδοχή. Η αποστολική διαδοχή έχει ουσιαστικό περιεχόμενο μόνο μέσα στο σώμα της Εκκλησίας, και προϋποθέτει οπωσδήποτε την αποστολική πίστη.
Λέγοντας αποστολική διαδοχή εννοούμε την αδιάκοπη συνέχεια της ηγεσίας της Εκκλησίας από τους Αποστόλους. Η συνέχεια αυτή έχει χαρισματικό χαρακτήρα και διασφαλίζεται με τη μετάδοση της πνευματικής εξουσίας των Αποστόλων στους Επισκόπους της Εκκλησίας και δι’ αυτών στους ιερείς.
Ο τρόπος μεταδόσεως της πνευματικής-αποστολικής εξουσίας στους Επισκόπους γίνεται με τη χειροτονία. Αν, επομένως, κάποιος επίσκοπος έχει λάβει με κανονικό - εκκλησιαστικό τρόπο τη χειροτονία του και στη συνέχεια βρεθεί εκτός της Εκκλησίας εξαιτίας της εσφαλμένης πίστεώς του, παύει ουσιαστικά να έχει και την αποστολική διαδοχή, αφού αυτή έχει νόημα μόνο μέσα στο μυστηριακό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία.
Κατά συνέπεια, αν κάποιος επίσκοπος η και ολόκληρη τοπική Εκκλησία -ανεξαρτήτως αριθμού μελών- εκπέσουν από την πίστη της Εκκλησίας, όπως αυτή εκφράστηκε αλαθήτως στις Οικουμενικές Συνόδους, παύουν να έχουν οι ίδιοι την αποστολική διαδοχή, επειδή βρίσκονται ήδη εκτός της Εκκλησίας. Και, αφού διακόπτεται η αποστολική διαδοχή ουσιαστικά, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για κατοχή η για συνέχεια της αποστολικής διαδοχής στους εκπεσόντες από την Εκκλησία.
Με βάση τα παραπάνω, ο ίδιος ο πάπας, αλλά και το σύνολο των Ρωμαιοκαθολικών επισκόπων στερούνται την αποστολική διαδοχή, επειδή στερηθέντες την αποστολική πίστη ξέπεσαν από την Εκκλησία. Κατά συνέπεια, λόγος για αποστολική διαδοχή εκτός της Εκκλησίας είναι λόγος ατεκμηρίωτος επιστημονικά, είναι δηλαδή λόγος αθεολόγητος.
3. Ιερωσύνη και τα άλλα Μυστήρια
Η ιερωσύνη στο πλαίσιο της Εκκλησίας είναι η ιερωσύνη του ίδιου του Χριστού, αφού ο ίδιος ο Χριστός τελεί τα μυστήρια της Εκκλησίας Του δια των Επισκόπων και Ιερέων Του.
Η ιερωσύνη προϋποθέτει την αδιάκοπη συνέχειά της από τους Αποστόλους, προϋποθέτει δηλαδή την αποστολική διαδοχή. Πρωτίστως όμως η ιερωσύνη προϋποθέτει τον Θεάνθρωπο Χριστό ως ιερουργό στο μυστηριακό Σώμα Του, την Εκκλησία. Σε τελευταία ανάλυση, η ιερωσύνη του Χριστού υφίσταται στην Εκκλησία και παρέχεται από τον ίδιο τον Χριστό δια της Εκκλησίας Του και για την Εκκλησία Του. Αυτονομημένη ιερωσύνη και αυτονομημένα από την Εκκλησία μυστήρια δεν μπορούν να υπάρχουν.
Η ιερωσύνη, όπως άλλωστε και όλα τα μυστήρια, αποτελεί λειτουργική φανέρωση της Εκκλησίας (η Εκκλησία «σημαίνεται εν τοις μυστηρίοις», κατά τον Άγιο Νικόλαο Καβάσιλα). Τούτο σημαίνει, ότι για να υπάρχουν μυστήρια, πρέπει προηγουμένως να υπάρχει η Εκκλησία. Τα μυστήρια είναι σαν τα κλαδιά ενός δένδρου. Ζωντανά κλαδιά, που ανθούν και καρποφορούν, μπορούν να υπάρχουν μόνον όταν αυτά είναι οργανική προέκταση του δένδρου, όταν δηλαδή είναι οντολογικά συνδεμένα με τον κορμό του δένδρου.
Είναι θεολογικά ακατανόητο να υποστηρίζεται ότι οι ετερόδοξοι, Ρωμαιοκαθολικοί η Προτεστάντες, έχουν έστω και ένα μυστήριο, π.χ. το βάπτισμα. Το θεμελιώδες ερώτημα που πρέπει να τίθεται εδώ είναι: Ποιός ιερούργησε το μυστήριο του Βαπτίσματος; Που βρήκε την ιερωσύνη ο ιερουργός; Ποιός του έδωσε την ιερωσύνη, αφού αυτήν την παρέχει μόνον η Εκκλησία; Και που βρέθηκε η Εκκλησία στους ετεροδόξους, αφού αυτοί λόγω της εσφαλμένης δογματικής πίστεώς τους ξέπεσαν από την Εκκλησία;
Η ιερωσύνη στο πλαίσιο της Εκκλησίας είναι η ιερωσύνη του ίδιου του Χριστού, αφού ο ίδιος ο Χριστός τελεί τα μυστήρια της Εκκλησίας Του δια των Επισκόπων και Ιερέων Του.
Η ιερωσύνη προϋποθέτει την αδιάκοπη συνέχειά της από τους Αποστόλους, προϋποθέτει δηλαδή την αποστολική διαδοχή. Πρωτίστως όμως η ιερωσύνη προϋποθέτει τον Θεάνθρωπο Χριστό ως ιερουργό στο μυστηριακό Σώμα Του, την Εκκλησία. Σε τελευταία ανάλυση, η ιερωσύνη του Χριστού υφίσταται στην Εκκλησία και παρέχεται από τον ίδιο τον Χριστό δια της Εκκλησίας Του και για την Εκκλησία Του. Αυτονομημένη ιερωσύνη και αυτονομημένα από την Εκκλησία μυστήρια δεν μπορούν να υπάρχουν.
Η ιερωσύνη, όπως άλλωστε και όλα τα μυστήρια, αποτελεί λειτουργική φανέρωση της Εκκλησίας (η Εκκλησία «σημαίνεται εν τοις μυστηρίοις», κατά τον Άγιο Νικόλαο Καβάσιλα). Τούτο σημαίνει, ότι για να υπάρχουν μυστήρια, πρέπει προηγουμένως να υπάρχει η Εκκλησία. Τα μυστήρια είναι σαν τα κλαδιά ενός δένδρου. Ζωντανά κλαδιά, που ανθούν και καρποφορούν, μπορούν να υπάρχουν μόνον όταν αυτά είναι οργανική προέκταση του δένδρου, όταν δηλαδή είναι οντολογικά συνδεμένα με τον κορμό του δένδρου.
Είναι θεολογικά ακατανόητο να υποστηρίζεται ότι οι ετερόδοξοι, Ρωμαιοκαθολικοί η Προτεστάντες, έχουν έστω και ένα μυστήριο, π.χ. το βάπτισμα. Το θεμελιώδες ερώτημα που πρέπει να τίθεται εδώ είναι: Ποιός ιερούργησε το μυστήριο του Βαπτίσματος; Που βρήκε την ιερωσύνη ο ιερουργός; Ποιός του έδωσε την ιερωσύνη, αφού αυτήν την παρέχει μόνον η Εκκλησία; Και που βρέθηκε η Εκκλησία στους ετεροδόξους, αφού αυτοί λόγω της εσφαλμένης δογματικής πίστεώς τους ξέπεσαν από την Εκκλησία;
4. Η θεωρία των «δύο πνευμόνων» του Χριστού
Η θεωρία αυτή έχει την πατρότητά της στον Ρωμαιοκαθολικισμό. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή ο Χριστός έχει ως «πνεύμονές» Του τον Ρωμαιοκαθολικισμό και την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Σήμερα, δυστυχώς, η θεωρία αυτή υιοθετήθηκε και από πολλούς ορθόδοξους ιεράρχες και λαϊκούς ακαδημαϊκούς θεολόγους, μάλλον αβασάνιστα. Και τούτο, γιατί η θεωρία αυτή κρινόμενη από ορθόδοξη άποψη όχι μόνον αθεολόγητη είναι, αλλά και κυριολεκτικά βλάσφημη.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία διαφοροποιείται οντολογικά από το Ρωμαιοκαθολικισμό για καθαρά δογματικούς λόγους. Έτσι, η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί ότι μόνον αυτή διασώζει τον χαρακτήρα της Εκκλησίας ως Θεανθρωπίνου Σώματος του Χριστού. Ο Ρωμαιοκαθολικισμός έχει εδώ και χίλια χρόνια εκπέσει από την Εκκλησία του Χριστού.
Άλλωστε, επειδή η Εκκλησία κατά το Σύμβολο της Πίστεως είναι «μία» και ενιαία, είναι θεολογικά τελείως ακατανόητο να υπονοούνται, σύμφωνα με την παραπάνω θεωρία, η Ορθοδοξία και ο Ρωμαιοκαθολικισμός ως οι «δύο πνεύμονες» του Χριστού, ως κάποια ισότιμα δηλαδή μέλη του σώματός Του. Σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι τα άλλα μέλη του σώματος του Χριστού η παραμένουν ακάλυπτα εκκλησιολογικώς η καλύπτονται εκκλησιολογικά από άλλες, εκτός των δύο, Εκκλησίες. Κάτι τέτοιο όμως θα μας οδηγούσε ευθέως στην υιοθέτηση της προτεσταντικής εκκλησιολογικής θεωρίας των κλάδων» (Branch theory). Λέγοντας θεωρία των κλάδων εννοούμε τη θεωρία των προτεσταντών για την ταυτότητα της Εκκλησίας. Η εκκλησία κατά τους προτεστάντες είναι η αόρατη κονωνία των αγίων. Οι διάφορες ιστορικές-εμπειρικές εκκλησίες όλων των δογμάτων έχουν νομιμότητα και ισότητα υπάρξεως, ως κλαδιά του ενός δένδρου της αόρατης εκκλησίας. Η αόρατη εκκλησία είναι η καθαυτό εκκλησία η οποία και ομολογείται στο Σύμβολο της Πίστεως. Κατά συνέπεια, καμμία επιμέρους τοπική εκκλησία οποιουδήποτε δόγματος, δεν ενσαρκώνει την «μία αγία καθολική και αποστολική Εκκλησία». Καμμία τοπική εκκλησία δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι κατέχει την πληρότητα της αποκαλυφθείσας αλήθειας. Η μία εκκλησία του Χριστού είναι το συνολικό άθροισμα των επιμέρους τμημάτων της, δηλαδή των κατά τόπους εκκλησιών όλων των δογμάτων, όσο και αν διαφέρουν δογματικά μεταξύ τους. Πράγμα τελείως απαράδεκτο από ορθόδοξη άποψη.
Είναι όμως και βλάσφημη η παραπάνω Ρωμαιοκαθολικής προέλευσης θεωρία περί των «δύο πνευμόνων» του Χριστού, όταν αυτή συμβαίνει να υιοθετείται από Ορθοδόξους. Και είναι κυριολεκτικά βλάσφημη, επειδή εντάσσει στο άμωμο Σώμα του Χριστού τον Ρωμαιοκαθολικισμό ως οργανικό μέλος Του (ως ένα «πνεύμονά» Του), τη στιγμή που ο Ρωμαιοκαθολικισμός θεσμικά πάσχει οντολογικώς, ως πραγματικότητα εκτός του Θεανθρωπίνου σώματος της Εκκλησίας.
Η θεωρία αυτή έχει την πατρότητά της στον Ρωμαιοκαθολικισμό. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή ο Χριστός έχει ως «πνεύμονές» Του τον Ρωμαιοκαθολικισμό και την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Σήμερα, δυστυχώς, η θεωρία αυτή υιοθετήθηκε και από πολλούς ορθόδοξους ιεράρχες και λαϊκούς ακαδημαϊκούς θεολόγους, μάλλον αβασάνιστα. Και τούτο, γιατί η θεωρία αυτή κρινόμενη από ορθόδοξη άποψη όχι μόνον αθεολόγητη είναι, αλλά και κυριολεκτικά βλάσφημη.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία διαφοροποιείται οντολογικά από το Ρωμαιοκαθολικισμό για καθαρά δογματικούς λόγους. Έτσι, η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί ότι μόνον αυτή διασώζει τον χαρακτήρα της Εκκλησίας ως Θεανθρωπίνου Σώματος του Χριστού. Ο Ρωμαιοκαθολικισμός έχει εδώ και χίλια χρόνια εκπέσει από την Εκκλησία του Χριστού.
Άλλωστε, επειδή η Εκκλησία κατά το Σύμβολο της Πίστεως είναι «μία» και ενιαία, είναι θεολογικά τελείως ακατανόητο να υπονοούνται, σύμφωνα με την παραπάνω θεωρία, η Ορθοδοξία και ο Ρωμαιοκαθολικισμός ως οι «δύο πνεύμονες» του Χριστού, ως κάποια ισότιμα δηλαδή μέλη του σώματός Του. Σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι τα άλλα μέλη του σώματος του Χριστού η παραμένουν ακάλυπτα εκκλησιολογικώς η καλύπτονται εκκλησιολογικά από άλλες, εκτός των δύο, Εκκλησίες. Κάτι τέτοιο όμως θα μας οδηγούσε ευθέως στην υιοθέτηση της προτεσταντικής εκκλησιολογικής θεωρίας των κλάδων» (Branch theory). Λέγοντας θεωρία των κλάδων εννοούμε τη θεωρία των προτεσταντών για την ταυτότητα της Εκκλησίας. Η εκκλησία κατά τους προτεστάντες είναι η αόρατη κονωνία των αγίων. Οι διάφορες ιστορικές-εμπειρικές εκκλησίες όλων των δογμάτων έχουν νομιμότητα και ισότητα υπάρξεως, ως κλαδιά του ενός δένδρου της αόρατης εκκλησίας. Η αόρατη εκκλησία είναι η καθαυτό εκκλησία η οποία και ομολογείται στο Σύμβολο της Πίστεως. Κατά συνέπεια, καμμία επιμέρους τοπική εκκλησία οποιουδήποτε δόγματος, δεν ενσαρκώνει την «μία αγία καθολική και αποστολική Εκκλησία». Καμμία τοπική εκκλησία δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι κατέχει την πληρότητα της αποκαλυφθείσας αλήθειας. Η μία εκκλησία του Χριστού είναι το συνολικό άθροισμα των επιμέρους τμημάτων της, δηλαδή των κατά τόπους εκκλησιών όλων των δογμάτων, όσο και αν διαφέρουν δογματικά μεταξύ τους. Πράγμα τελείως απαράδεκτο από ορθόδοξη άποψη.
Είναι όμως και βλάσφημη η παραπάνω Ρωμαιοκαθολικής προέλευσης θεωρία περί των «δύο πνευμόνων» του Χριστού, όταν αυτή συμβαίνει να υιοθετείται από Ορθοδόξους. Και είναι κυριολεκτικά βλάσφημη, επειδή εντάσσει στο άμωμο Σώμα του Χριστού τον Ρωμαιοκαθολικισμό ως οργανικό μέλος Του (ως ένα «πνεύμονά» Του), τη στιγμή που ο Ρωμαιοκαθολικισμός θεσμικά πάσχει οντολογικώς, ως πραγματικότητα εκτός του Θεανθρωπίνου σώματος της Εκκλησίας.
5. «Αδελφές Εκκλησίες»
Αρχικά ο όρος «αδελφές Εκκλησίες» είναι από αδόκιμος έως απαράδεκτος. Αδόκιμος θεολογικά είναι, όταν χρησιμοποιείται για να εκφράσει τη σχέση μεταξύ των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Τελείως απαράδεκτος θεολογικά είναι ο όρος, όταν χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει τον οντολογικό χαρακτήρα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και του Ρωμαιοκαθολικισμού.
Καταρχήν, ο όρος «αδελφές Εκκλησίες» δεν είναι βιβλικά θεμελιωμένος, ούτε καν νομιμοποιημένος. Όταν ο απόστολος Παύλος αναφέρεται στις διάφορες τοπικές Εκκλησίες, δεν τις αποκαλεί «αδελφές», ούτε υπονοεί ότι υπάρχει κάποια Εκκλησία ως «μητέρα» αυτών των κατά τόπους Εκκλησιών. Έχει τη συνείδηση ότι η Εκκλησία είναι μία και ότι αυτή έχει καθολικό χαρακτήρα, με την έννοια της πληρότητας της αληθείας και της ζωής της, κεφαλή της οποίας είναι, όπως μας πληροφορεί, ο ίδιος ο Χριστός. Έτσι, όταν απευθύνεται σε κάποια τοπική Εκκλησία, έχει τη στερεότυπη έκφραση: «τη Εκκλησία τη ούση εν... (π.χ. Κορίνθω)». Τοῦτο σημαίνει ότι η φανέρωση της όλης Εκκλησίας μπορεί να γίνεται σε κάθε τόπο, όπου υπάρχει η ευχαριστιακή κοινότητα των πιστών υπό τον Επίσκοπό της. Είναι βεβαίως αυτονόητο ότι η ενότητα των κατά τόπους Εκκλησιών αυτών διασφαλίζεται με την κοινωνία μεταξύ τους στην αυτή πίστη, ζωή και ἐκκλησιαστική τάξη. Την ενότητα των τοπικών Εκκλησιών εγγυάται στην πράξη η σύνοδος των Επισκόπων τους.
Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι, αφού και οι ομόφρονες τοπικές Εκκλησίες στο πλαίσιο της Ορθοδοξίας δεν νομιμοποιούνται θεολογικά, όταν ονομάζονται «αδελφές», πολύ περισσότερο δεν υπάρχει θεολογικό-εκκλησιολογικό υπόβαθρο για να ονομάζονται «αδελφές Εκκλησίες» η Ορθόδοξη Εκκλησία και ο Ρωμαιοκαθολικισμός. Άλλωστε ο Ρωμαιοκαθολικισμός δεν μπορεί να ονομάζεται κατά κυριολεξία Εκκλησία μετά το 1014, επειδή από τότε υφίστανται πνευματικώς γι’ αυτόν τα επιτίμια των Οικουμενικών Συνόδων, με συνέπεια την έκπτωση από το Θεανθρώπινο σώμα.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η άρση των παραπάνω επιτιμίων δεν μπορεί να γίνει από κανένα θεσμικό πρόσωπο της Εκκλησίας, όσο ψηλά και αν βρίσκεται στην εκκλησιαστική ιεραρχία, παρά μόνον από Οικουμενική Σύνοδο. Αλλά και τούτο μπορεί να γίνει μόνο στην περίπτωση που αρθούν προηγουμένως οι δογματικοί λόγοι, στους οποίους ουσιαστικά οφείλεται η έκπτωση του Ρωμαιοκαθολικισμού από την Εκκλησία.
Είναι λοιπόν φανερό ότι, επισήμως, από το 1014 ο Ρωμαιοκαθολικισμός δεν είναι Εκκλησία. Τούτο πρακτικώς σημαίνει ότι δεν έχει την ορθή αποστολική πίστη και την αποστολική διαδοχή. Δεν έχει την άκτιστη Χάρη και κατεπέκταση δεν έχει τα θεουργά μυστήρια, που καθιστούν το Θεανθρώπινο σώμα της Εκκλησίας «κοινωνία θεώσεως» του ανθρώπου. Και, επειδή η Εκκλησία δεν μπορεί παρά να είναι και να παραμένει έως της συντελείας μία και αδιαίρετη, κάθε χριστιανική κοινότητα, εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι απλά αιρετική.
.
Αρχικά ο όρος «αδελφές Εκκλησίες» είναι από αδόκιμος έως απαράδεκτος. Αδόκιμος θεολογικά είναι, όταν χρησιμοποιείται για να εκφράσει τη σχέση μεταξύ των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Τελείως απαράδεκτος θεολογικά είναι ο όρος, όταν χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει τον οντολογικό χαρακτήρα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και του Ρωμαιοκαθολικισμού.
Καταρχήν, ο όρος «αδελφές Εκκλησίες» δεν είναι βιβλικά θεμελιωμένος, ούτε καν νομιμοποιημένος. Όταν ο απόστολος Παύλος αναφέρεται στις διάφορες τοπικές Εκκλησίες, δεν τις αποκαλεί «αδελφές», ούτε υπονοεί ότι υπάρχει κάποια Εκκλησία ως «μητέρα» αυτών των κατά τόπους Εκκλησιών. Έχει τη συνείδηση ότι η Εκκλησία είναι μία και ότι αυτή έχει καθολικό χαρακτήρα, με την έννοια της πληρότητας της αληθείας και της ζωής της, κεφαλή της οποίας είναι, όπως μας πληροφορεί, ο ίδιος ο Χριστός. Έτσι, όταν απευθύνεται σε κάποια τοπική Εκκλησία, έχει τη στερεότυπη έκφραση: «τη Εκκλησία τη ούση εν... (π.χ. Κορίνθω)». Τοῦτο σημαίνει ότι η φανέρωση της όλης Εκκλησίας μπορεί να γίνεται σε κάθε τόπο, όπου υπάρχει η ευχαριστιακή κοινότητα των πιστών υπό τον Επίσκοπό της. Είναι βεβαίως αυτονόητο ότι η ενότητα των κατά τόπους Εκκλησιών αυτών διασφαλίζεται με την κοινωνία μεταξύ τους στην αυτή πίστη, ζωή και ἐκκλησιαστική τάξη. Την ενότητα των τοπικών Εκκλησιών εγγυάται στην πράξη η σύνοδος των Επισκόπων τους.
Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι, αφού και οι ομόφρονες τοπικές Εκκλησίες στο πλαίσιο της Ορθοδοξίας δεν νομιμοποιούνται θεολογικά, όταν ονομάζονται «αδελφές», πολύ περισσότερο δεν υπάρχει θεολογικό-εκκλησιολογικό υπόβαθρο για να ονομάζονται «αδελφές Εκκλησίες» η Ορθόδοξη Εκκλησία και ο Ρωμαιοκαθολικισμός. Άλλωστε ο Ρωμαιοκαθολικισμός δεν μπορεί να ονομάζεται κατά κυριολεξία Εκκλησία μετά το 1014, επειδή από τότε υφίστανται πνευματικώς γι’ αυτόν τα επιτίμια των Οικουμενικών Συνόδων, με συνέπεια την έκπτωση από το Θεανθρώπινο σώμα.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η άρση των παραπάνω επιτιμίων δεν μπορεί να γίνει από κανένα θεσμικό πρόσωπο της Εκκλησίας, όσο ψηλά και αν βρίσκεται στην εκκλησιαστική ιεραρχία, παρά μόνον από Οικουμενική Σύνοδο. Αλλά και τούτο μπορεί να γίνει μόνο στην περίπτωση που αρθούν προηγουμένως οι δογματικοί λόγοι, στους οποίους ουσιαστικά οφείλεται η έκπτωση του Ρωμαιοκαθολικισμού από την Εκκλησία.
Είναι λοιπόν φανερό ότι, επισήμως, από το 1014 ο Ρωμαιοκαθολικισμός δεν είναι Εκκλησία. Τούτο πρακτικώς σημαίνει ότι δεν έχει την ορθή αποστολική πίστη και την αποστολική διαδοχή. Δεν έχει την άκτιστη Χάρη και κατεπέκταση δεν έχει τα θεουργά μυστήρια, που καθιστούν το Θεανθρώπινο σώμα της Εκκλησίας «κοινωνία θεώσεως» του ανθρώπου. Και, επειδή η Εκκλησία δεν μπορεί παρά να είναι και να παραμένει έως της συντελείας μία και αδιαίρετη, κάθε χριστιανική κοινότητα, εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι απλά αιρετική.
.
.
.
Πέμπτη 10 Ιουνίου 2010
Η αντιμετώπισις ενός σχίσματος
Του Ζήση Τσιότρα, Θεολόγου - Παιδαγωγού
..

Για αρκετούς Χριστιανούς είναι εντελώς αδιάφορο σε ποια Εκκλησία θα λειτουργηθούν. Γι' αυτό και συχνά ακούμε τη φράση· «Σ' όποια εκκλησία και να βρεθείς, να πας να εκκλησιαστής, αρκεί να είναι με το Παλαιό». Αλλοι πάλι προχωρούν και σε θεολογική θεμελίωση και λένε· «Μα έχουμε την ίδια πίστη, τα ίδια μυστήρια!». Συχνά ακούγεται επίσης και η φράση· « Εμείς (εννοεί οι λαϊκοί) είμαστε ενωμένοι. Εσείς οι επίσκοποι είστε διηρημένοι». Ποσο όμως αυτές οι απόψεις είναι ορθές; Ποσο συμβαδίζουν και συμφωνούν με τη διδασκαλία των αγίων Πατέρων και των αποστόλων; Οφελεί άραγε μια τέτοια στάση την Εκκλησία η την ζημιώνει; Σ' αυτά τα ερωτήματα έρχεται να απαντήσει ένας λόγος του Χρυσορρήμονος Ιωάννου. Σ' αυτόν τον λόγο, όπως θα δούμε παρακάτω ο ιερός Χρυσόστομος δίνει θαυμαστές κατευθύνσεις και συμβουλές για να γίνουμε εν τέλει όχι μόνον χρήσιμοι στην Εκκλησία, αλλά και γενναίοι υπερασπιστές της. Ποιός άλλος θα της δώσει χείρα βοηθείας για να νικήσει και να λαμπρυνθεί αν όχι τα γνήσια τέκνα της που ποτίζονται και τρέφονται απ' το άδολο γάλα της; Ας τον παρακολουθήσουμε.
Κατά σχισματικών αποσχιζόντων εαυτούς της Εκκλησίας παρόλο που έχουμε την ίδια πίστη, πράττοντας άνομα και ακανόνιστα (Λογος ΙΑ΄. Ρ.G. Τομος 62 σελίδα 79)
«Εν σώμα και εν Πνεύμα, καθώς και εκλήθητε εν μια ελπίδι της κλήσεως υμών· εις Κυριος, μια πίστις εν βάπτισμα· εις Θεός Πατήρ πάντων, ο επί πάντων, και δια πάντων, και εν πάσι. Ενί δε εκάστω ημών εδόθη η χάρις κατά το μέτρο της δωρεάς του Χριστού.»
Αγάπη ζητά από μας ο Απόστολος Παύλος. Αγάπη όχι την οποιαδήποτε, αλλά αυτήν η οποία μας συνενώνει μεταξύ μας αδιάσπαστα, που μας συνενώνει με ακρίβεια σαν μέλος προς μέλος. Η αγάπη είναι αυτή που κατορθώνει τα μεγάλα καλά. Είμαστε ένα σώμα όταν συμπαθούμε ο ένας τον άλλο. Οταν δεν φθονούμε τα αγαθά του αδελφού μας, αλλά χαιρόμαστε γι' αυτά. Οταν όμως είμαστε ένα σώμα θα είμαστε κι ένα πνεύμα, εκτός αν είναι κάποιος φίλος και αιρετικών. Οσοι λάβαμε ένα πνεύμα και ποτισθήκαμε από μία πηγή δεν πρέπει να διχογνωμούμε.
«Καθώς εκλήθητε εν μια ελπίδι της κλήσεως υμών»
Ο Θεός μας κάλεσε όλους για τα ίδια. Δεν έδωσε σε άλλον λιγότερα και σε άλλον περισσότερα. Σε όλους χάρισε αθανασία, σ' όλους ζωη αιώνια, σ' όλους δόξα αθάνατη, σ' όλους αδελφότητα, σ' όλους κληρονομία· κοινή κεφαλή έγινε σε όλους.
«Εις Κυριος, μια πίστις, εν βάπτισμα»
Εις Θεός και Πατήρ πάντων, ο επί πάντων και δια πάντων, και εν πάσιν αυτός. Να η ελπίδα της κλήσεώς μας. « Ο επί πάντων», δηλαδή ο υπεράνω όλων· «και δια πάντων» δηλαδή εκείνος που προνοεί και διοικεί. «Και εν πάσιν υμίν», δηλαδή αυτός που κατοικεί σε όλους μας. Αν και αυτό είναι γνώρισμα κυρίως του Υιού. Αν, λοιπόν, η κατοίκηση του Υιού στις καρδιές των ανθρώπων είναι ένδειξη ότι ο υιός είναι κατώτερος του πατρός (όπως ισχυρίζονται κάποιοι αιρετικοί), τότε δεν θα έλεγε το ίδιο και για τον Πατέρα εδώ.
« Ενί δε εκάστω ημών εδόθη η Χαρις κατά το μέτρον της δωρεάς του Χριστού»
Τα σπουδαιότερα και τα πιο κεφαλαιώδη είναι ίσα και κοινά σε όλους τούς πιστούς. Δηλαδή το βάπτισμα, η σωτηρία δια της πίστεως, το ότι έχουμε τον Θεο Πατέρα, το ότι μετέχουμε όλοι του αυτού Πνεύματος. Βεβαια άλλος έλαβε πέντε τάλαντα, άλλος δύο. Παντως και η ευθύνη είναι ανάλογη. Οποιος έλαβε τα πέντε τάλαντα, πέντε θα του ζητηθούν κι όποιος έλαβε δύο, δύο. Ολα όμως δόθηκαν «προς καταρτισμό των αγίων, εις έργο διακονίας, εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού».
« Εν ω έθετο υμάς το πνεύμα το άγιον επισκόπους ποιμαίνειν την Εκκλησίαν του Κυρίου. Αυτός έδωκε τη Εκκλησία τούς μεν αποστόλους, τούς δε προφήτας»
Πρώτον αποστόλους διότι αυτοί τα είχαν όλα. Δεύτερον προφήτες· διότι υπήρχαν μερικοί οι οποίοι δεν ήταν απόστολοι, ήταν όμως προφήτες, όπως ο Αγαβος. Τρίτον ευαγγελιστάς. Αυτοί οι οποίοι δεν περιόδευαν σε διάφορα μέρη, αλλά εκήρυτταν το ευαγγέλιο, όπως η Πρίσκιλλα και ο Ακύλας. Ποιμένες και διδασκάλους. Εκείνους που είχαν στην ευθύνη τους ολόκληρο έθνος.
«Προς καταρτισμόν των αγίων, εις έργον διακονίας, εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού»
Βλέπεις το αξίωμα; Ο καθένας οικοδομεί, ο καθένας καταρτίζει, ο καθένας διακονεί. «Μεχρις ου καταντήσομεν, οι πάντες εις την ενότητα της πίστεως, και της επιγνώσεως του Υιού του Θεού, εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού». Μεχρις ότου φθάσωμε όλοι στην ενότητα της πίστεως και της πλήρους γνώσεως του Υιού του Θεού, εις άνδρα τέλειον, στο μέτρο του τελείου αναστήματος του Χριστού. Μετρον ηλικίας εδώ εννοεί την τελεία επίγνωση. Οπως ακριβώς ο άνδρας έχει στέρεο νου, ενώ οι νεαροί περιφέρονται με το νου μια εδώ και μια εκεί έτσι συμβαίνει και με τούς πιστούς «Εις την ενότητα της πίστεως». Δηλαδή έως ότου φθάσουμε να έχουμε όλοι μια πίστη. Τούτο είναι ενότητα πίστεως, όταν όλοι είμαστε ένα, όταν όλοι γνωρίζουμε όμοια καλά τι μας συνδέει. Μεχρι τότε είναι ανάγκη να εργαζόμεθα.
Εαν έλαβες χάρισμα να οικοδομείς τούς άλλους, πρόσεχε μην καταστρέψεις τον εαυτόν σου, φθονώντας τον αδελφόν σου. Σε ετίμησε ο Θεός και σε έταξε να καταρτίζεις και να οικοδομείς τον άλλον. Και ο απόστολος βεβαίως γι' αυτό το σκοπό είναι απόστολος, και ο προφήτης για τον ίδιο σκοπό προφητεύει και πείθει, και ο ευαγγελιστής ευαγγελίζονταν και ο ποιμένας και ο διδάσκαλος. Ολοι ένα έργο είχαν αναλάβει. Οταν όλοι όμοια πιστεύουμε, τότε υπάρχει ενότης. Διότι, όταν λέγει «άνδρα τέλειον», αυτό εννοεί να πιστεύουμε όλοι όμοια.
« Ινα μηκέτι ώμεν νήπιοι»
Για να μην είμαστε ποτέ πια νήπιοι. Αυτό το λίγο που λάβαμε, να το κατέχουμε μετά πάσης φροντίδος. Με σταθερότητα και βεβαιότητα. « Ινα μηκέτι». Το «Μηκέτι» φανερώνει, ότι παλαιότερα έπαθαν τα ίδια και συμπεριλαμβάνει ο μακάριος Παύλος και τον εαυτό του και στην συνέχεια της διηγήσεως το διορθώνει. Δια τούτο τόσοι πολλοί οικοδόμοι συνέβαλαν για να μην ταλαντεύεται η οικοδομή. Να μην περιφέρεται. Να είναι στερεωμένοι οι λίθοι. Των νηπίων είναι γνώρισμα το να κλυδωνίζονται, να περιφέρονται και να αμφιταλαντεύονται.
« Ινα μηκέτι ωμεν νήπιοι, κλυδωνιζόμενοι, και περιφερόμενοι παντί ανέμω της διδασκαλίας, εν τη Κυβεία των ανθρώπων, εν πανουργία προς την μεθοδείαν της πλάνης»
Λεγοντας «και περιφερόμενοι παντί ανέμω» φανέρωσε τον κλονισμό, την τροπή. Εδειξε σε ποιο κίνδυνο βρίσκονται οι ψυχές που διστάζουν.
«Παντί ανέμω εν τη Κυβεία των ανθρώπων, εν πανουργία προς την μεθοδείαν της πλάνης»
Κυβευταί είναι αυτοί που παίζουν τούς πεσσούς, τα ζάρια. Αυτοί είναι οι πανούργοι, όταν πέσουν στα χέρια τους κάποιοι αφελέστεροι, καθόσον μετατοπίζουν και αναποδογυρίζουν τα πάντα.
« Αληθεύοντες εν αγάπη, αυξήσωμεν εις αυτόν τα πάντα, ος έστιν η κεφαλή ο Χριστός, εξ ου παν το σώμα, από του Χριστού συναρμολογούμενον και συμβιβαζόμενον δια πάσης αφής της επιχορηγίας, κατ' ενέργειαν εν μέτρω ενός εκάστους μέλους, την αύξησιν του σώματος ποιείται εις οικοδομήν εαυτού εν αγάπη».
Πολύ ασάφεια στην ερμηνεία, διότι θέλησε να τα πει όλα μαζί. Αυτό που λέει, σημαίνει το εξής· Οπως ακριβώς το πνεύμα μέσω του εγκεφάλου και των νεύρων μεταφέρει τις εντολές του σ' όλα τα μέλη του σώματος, έτσι και ο Χριστός χορηγεί τα χαρίσματά του στις ψυχές που είναι ενωμένες μαζί του σαν μέλη του και φροντίζει για την αύξηση του καθενός, ανάλογα με τη δεκτικότητά του.
« Εν αγάπη»
Για ποιο λόγο όμως πρόσθεσε τη φράση; Διότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος να κατέλθει το άγιον πνεύμα. Οπως ακριβώς, εάν τύχει να αποκοπεί το χέρι από το σώμα· και το πνεύμα, η εντολή, που ξεκινά από τον εγκέφαλο και πηγαίνει προς το χέρι μη βρίσκοντάς το, δεν βγαίνει από το σώμα τρυπώντας το, για να πάει να βρει το χέρι· έτσι και εδώ ο Χριστός δεν ευλογεί, δεν δίνει τη χάρη Του, εάν δεν είμαστε συνδεδεμένοι στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, με αγάπη.
Ολα αυτά τα είπε ο μακάριος Παύλος για να έχουμε ταπεινοφροσύνη. Ωστε όχι μόνο πρέπει να είμαστε ενωμένοι με το σώμα, αλλά και να είμαστε στη θέση που μας ταιριάζει, την οποία αν την υπερβούμε δεν είμαστε ενωμένοι, δεν δεχόμαστε το Πνεύμα. Η δεν βλέπεις, όταν τυχαίνει και μετατοπίζονται τα οστά και ξεφεύγουν από τον τόπο τους, πως ολόκληρο το σώμα πάσχει και κινδυνεύει και το απειλεί ακόμη και ο θάνατος; Αυτό σημαίνει «Συναρμολογούμενον και συμβιβαζόμενον». Ωστε το κάθε μέλος πρέπει να μένει στη θέση του και να μην πηδά σ' αυτήν που δεν του ταιριάζει. Εννόησε τι σημαίνει. Εσύ ενώσου με το σώμα κι εκείνος άνωθεν επιχορηγεί. Οπως ακριβώς στο σώμα υπάρχουν όργανα που το καθένα δέχεται αυτά που του ταιριάζουν, έτσι και στο Πνεύμα, γιατί η ρίζα ο Χριστός βρίσκεται άνωθεν. Οπως η καρδιά είναι δοχείο του Πνεύματος, το συκώτι του αίματος, η σπλήνα της χολής κ.λπ. Ετσι και ο Θεός έφτιαξε τον άνθρωπο, τιμώντας τον υπερβολικά και μη θέλοντας να απέχει απ' αυτόν. Την αιτία αυτός την εθέσπισε κι εμάς μας κατέστησε συνεργούς. Τον ένα τον τοποθέτησε σ' αυτό το έργο, τον άλλο στο άλλο. Παράδειγμα, οι απόστολοι μοιάζουν με τα αιμοφόρα αγγεία, που είναι σπουδαιότατα όργανα για την ζωη του σώματος δεχόμενοι ως αγωγοί απ' τον Χριστό τα πάντα. Οπως οι φλέβες και οι αρτηρίες μεταφέρουν το αίμα έτσι και οι απόστολοι το λόγο του Θεού που παρέχει ζωη αιώνια. Ο προφήτης προλέγει τα μέλλοντα και ο Λογος του Θεού τα πραγματοποιεί. Αυτός τοποθέτησε τα μέλη, αυτός χορηγεί ζωη σε αυτά, προς το σκοπό να καταρτίσουν τούς αγίους, για το έργον της διακονίας. Η αγάπη λοιπόν, ανοικοδομεί, μας συκολλά μεταξύ μας, μας συναρμόζει και μας στερεώνει.
Εαν θέλουμε να απολαμβάνουμε την παρηγοριά και την βοήθεια του Αγίου Πνεύματος πρέπει να είμαστε στενά συνδεδεμένοι μεταξύ μας και με την κεφαλή. Δυο διαιρέσεις μπορούν να συμβούν στο εκκλησιαστικό σώμα. Μια μεν όταν ψυχρανθεί η αγάπη και δεύτερη όταν τολμήσουμε να κάνουμε άπρεπα, ανάξια και αντικανονικά σ' εκείνο το σώμα. Και με τις δύο αυτές διαιρέσεις χωρίζουμε τον εαυτό μας από το πλήρωμα της εκκλησίας. Εάν δε εμείς, που έχουμε ταχθή να οικοδομούμε και άλλους εις αυτό, πρώτοι γινώμεθα εμείς αίτιοι δια ν' αποσχίζονται από αυτήν, τι δεν θα πάθωμε;
«Τιποτα δεν μπορεί να διαιρέσει την Εκκλησία, τόσο εύκολα όπως η φιλαρχία. Τιποτα δεν παροξύνει το Θεο περισσότερο, όσο το να διαιρεθεί η Εκκλησία. Απειρα καλά να έχουμε κάνει δεν θα καταδικασθούμε λιγότερο εμείς που κατατεμαχίζουμε το εκκλησιαστικό σώμα, από αυτούς που διαμέλισαν το σώμα του Χριστού. Οι σταυρωταί τότε ωφέλησαν ολόκληρη την οικουμένη, αν και δε το έκαναν γι' αυτόν το σκοπό. Τα σχίσματα όμως δεν έχουν τίποτα το χρήσιμο να προσφέρουν παρά μόνο βλάβη.
Αυτά δεν ειπώθηκαν μόνο για τούς επισκόπους και ιερείς τούς άρχοντας της εκκλησίας, αλλά και για τούς αρχομένους, το ποίμνιο. Καποιος δε άγιος άνδρας είπε κάτι που φαίνεται τολμηρό, πλην όμως το είπε. Και ποιο είναι αυτό; «Ούτε το αίμα του μαρτυρίου δεν μπορεί να εξαλείψει την αμαρτία αυτή». Πες μου, σε παρακαλώ, για ποιού το όνομα χύνεις το αίμα σου; Οχι για του Χριστού την δόξα; Εσύ που θυσιάζεις την ψυχή σου για τον Χριστό, πως εξολοθρεύεις την Εκκλησία, υπέρ της οποίας ο Χριστός θυσιάστηκε; Ακουσε τον Παύλο που λέγει· «Δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι απόστολος, διότι έδιωξα την Εκκλησίαν του Θεού, και επόρθουν αυτήν». Δεν είναι μικρή αυτή η βλάβη από αυτές που προξενούν οι εχθροί, αλλά πολύ μεγαλύτερη. Ο εξωτερικός πόλεμος την αναδεικνύει και λαμπρότερη. Ο πόλεμος όμως ο εσωτερικός που προέρχεται απ' τα παιδιά της την κατεξευτελίζει και μπροστά στούς ίδιους τούς εχθρούς της. Ισχυρίζονται οι εχθροί της, ότι η χριστιανική πίστη είναι μια μεγάλη απάτη και σαν απόδειξη φέρνουν τα τέκνα τους. Αυτά αν και γεννήθηκαν σ' αυτήν, και ανατράφηκαν από αυτήν, και έμαθαν με ακρίβεια τα απόρρητα μυστήριά της, μεταβλήθηκαν ξαφνικά σε εχθροί της.
Αυτά τα λέω για εκείνους που αδιάφορα ακολουθούν εκείνους που σχίζουν την Εκκλησία. Εάν μεν είχαν διαφορετικά δόγματα, άλλη πίστη και γι' αυτό το λόγο δεν έπρεπε να αναμειγνύεσθε μαζί τους, πολύ περισσότερο δεν πρέπει να αναμειγνύεσθε τώρα που φρονούν τα ίδια, που έχουν την ίδια πίστη. Για ποιο λόγο; Διότι αιτία είναι η φιλαρχία.
Δεν γνωρίζετε τι έπαθαν οι οπαδοί του Κορέ, του Δαθάν και του Αβειρών; Και όχι μόνον αυτοί αλλά και οι μετά από αυτούς. Τι λες ότι η πίστις είναι ίδια; Οτι κι εκείνοι ορθόδοξοι είναι; Τοτε για ποιο λόγο δεν είναι μαζί μας;
«Εις Κυριος, μια πίστις, εν βάπτισμα».
Εαν αυτά που κάνουν εκείνοι είναι και ορθά· τα δικά μας είναι λανθασμένα· εάν όμως τα δικά μας είναι ορθά, τότε τα δικά τους είναι λανθασμένα. «Νηπιοι είστε, λέγει ο απόστολος Παύλος, κλυδωνιζόμενοι παντί ανέμω». Τι νομίζεις ότι αρκεί αυτό το να λες ότι είναι ορθόδοξοι; Τα εχέγγυα της χειροτονίας που έχουν φύγει και χάθηκαν; Και ποιο είναι το όφελος όλων των άλλων εάν η χειροτονία δεν είναι εξακριβωμένη; Δεν έγινε με τρόπο κανονικό; Οπως ακριβώς μαχόμεθα για την πίστη έτσι πρέπει να μαχόμεθα και γι' αυτήν τη χειροτονία. Επειδή, εάν είναι δυνατόν στον καθένα να χειροτονεί όπως οι παλαιοί κι έτσι να γίνονται ιερείς, ας γνωρίζετε ότι μάταια οικοδομήθηκε τούτο το θυσιαστήριο. Ματαιο το πλήρωμα της Εκκλησίας. Ματαιο το πλήθος των ιερέων. Ας τα καταργήσουμε αυτά κι ας τα καταστρέψουμε. Μη γένοιτο, λέγει. Εσείς τα κάνετε αυτά και λέτε μη γένοιτο; Πως λες μη γένοιτο, τη στιγμή που ήδη έχουν γίνει; Εγώ το λέω και το επιβεβαιώνω αποσκοπώντας όχι στο δικό μου συμφέρον αλλά στη δική σας σωτηρία. Εάν όμως κάποιος αδιαφορεί, αυτός θα δώσει λόγο. Εάν αυτά δεν σας ενδιαφέρουν, εμάς όμως μας ενδιαφέρουν. Εγώ εφύτευσα Απολλώς επότισεν αλλ' ο Θεός ηύξανε.
Πως θα αποφύγουμε τις ειρωνείες των αθέων. Διότι εάν μας κατηγορούν για τις αιρέσεις γι' αυτά εδώ τι θα πουν; Εάν έχουμε τα ίδια δόγματα, τα ίδια μυστήρια, για ποιο λόγο (έχουμε χωριστές Εκλησίες;). Βλέπετε, λοιπόν, ότι τα πάντα τα κυρίευσε η κενοδοξία, η φιλαρχία και η απάτη; Απογύμνωσή τους απ' το πλήθος του κόσμου και θα είναι ένα τίποτα. Κτύπησε κι εξολόθρευσε τη νόσο που διαφθείρει τον όχλο.
Θελετε να σας πω τι λένε για την πόλη μας; Ποσο εύκολα μας διαβάλλουν; «Καθένας που ψάχνει για οπαδούς είναι εύκολο να τούς βρει και δεν θα του λείψουν». Ω πόσο αξιογέλαστο πράγμα. Ποση ντροπή; Ακούστε κι άλλα αίσχη. Αν κάποιοι φύγουν από εμάς και μεταπηδήσουν προς τα χειρότερα και πρόκειται να τιμωρηθούν με κάποιο επιτίμιο, πολύς ο τρόμος, πολύς ο φόβος από παντού. Μηπως μεταπηδήσει, μήπως σταθεί με εκείνους. Χιλιες φορές να μεταπηδήσει και να είναι μαζί τους. Δεν λέω για όσους έχουν πλανηθεί, αλλά για αυτόν που δεν έχει παρασυρθεί σ' αυτή την κατάσταση και παρ' όλα αυτά θέλει να προσχωρήσει στούς σχισματικούς, ας το κάνει. Πονώ και κόπτομαι και οδύρομαι και καίγονται τα σπλάχνα μου, διότι είναι σαν να χάνω κάποιο μέλος του σώματός μου. Ομως δεν πονώ τόσο όσο όταν αναγκάζομαι να κάνω κάτι που δεν πρέπει.
Δεν σας επιβάλλουμε την πίστη αγαπητοί, ούτε κατά τρόπο δεσποτικό σας διατάζω. Χειροτονηθήκαμε για να σας διδάσκουμε το θείο λόγο κι όχι για εξουσία και δεσποτισμό. Παρακινώντας σας στο καλό το κάνουμε σαν σύμβουλοί σας. Ο συμβουλεύων λέγει αυτά που πρέπει, αλλά δεν αναγκάζει τον ακροατή. Τον αφήνει ελεύθερο. Σ' αυτό μόνο είναι υπεύθυνος, αν δεν τούς ενημερώσει. Γι' αυτό κι εμείς τα είπαμε όλα αυτά για να μη βρεθεί κανένας και πει την ημέρα εκείνη της κρίσεως ότι· «Ουδείς μας τα είπε. Κανένας δεν μας τα εξήγησε. Τα αγνοούσαμε. Νομίζαμε ότι είναι μηδαμινό το αμάρτημα».
Γι' αυτό το λέγω και διαμαρτύρομαι, διότι το να σχίσεις την Εκκλησία δεν είναι μικρότερο κακό από το να πέσεις σε αίρεση. Πες μου αν κάποιος κυβερνάται από κάποιον βασιλιά και δεν φεύγει να συνταχθεί με κάποιον άλλον, αλλά αρπάζει την αλουργίδα, το βασιλικό μανδύα, την κατεβάζει από την περόνη και την σχίζει σε πολλά τεμάχια, άραγε θα τιμωρούνταν λιγότερο από εκείνους που συντάχθηκαν με άλλον βασιλιά; Η αν έπιανε τον βασιλιά του από τον λαιμό, τον έσφαζε και διαμέλιζε το σώμα του, ποια τιμωρία θα του ήταν αντάξια; Εάν στον βασιλέα που είναι κι αυτός άνθρωπος σαν εσένα, έκανες τέτοια πράγματα και γι' αυτό θα σου άξιζε η μεγαλύτερη τιμωρία, αυτός που σφαγιάζει τον Χριστό και τον διαμελίζει ποιάς γεένης θα είναι άξιος; Αυτής με την οποία τον απειλεί; Εγώ νομίζω ότι του αξίζουν πολύ χειρότερα.
Να τα μεταφέρετε αυτά που σας λέω και σ' αυτές που απουσιάζουν, διότι ως επί το πλείστον αυτό το ελάττωμα είναι των γυναικών. Πεστε τες το παράδειγμα αυτό και φοβήστε τες. Εάν μερικοί νομίζουν ότι μ' αυτόν τον τρόπο μας θλίβουν και μας εκδικούνται, ας γνωρίζουν ότι μάταια προσπαθούν. Εάν θέλουν να μας εκδικηθούν, θα τούς δείξω εγώ τον τρόπο με τον οποίο θα μας βλάψουν χωρίς να βλαφτούν οι ίδιοι. Μάλλον όχι χωρίς να βλαφτούν αλλά να βλαφτούν λιγότερο. Ραπισε, κτύπησέ με, φτύσε με δημόσια όταν με συναντήσεις, πλήγωσέ με. Εάν φρίττεις, που σου λέω να κτυπήσεις εμένα. Οταν κατασπαράσσεις τον Δεσπότη σου δεν φρίττεις; Καταξεσχίζεις τα Δεσποτικά μέλη και δεν τρέμεις; Η Εκκλησία είναι οικεία πατρική. Ενα σώμα κι ένα πνεύμα. Αλλά θέλεις να πολεμήσεις εμένα; Μεχρι εμένα στάσου. Διατί αντί για μένα πολεμάς τον Χριστό; Μάλλον γιατί κλωτσάς κατά των καρφιών; Πουθενά, βέβαια η εκδίκησις δεν είναι καλή, όμως το να σου φταίει άλλος και να επιτίθεσαι σε άλλον είναι φοβερό.
Από μένα αδικήθηκες; Γιατί λυπείς αυτόν που δεν σε αδίκησε; Αυτό είναι δείγμα παραφροσύνης. Δεν θέλω να ειρωνευτώ μ' αυτά που θα σας πω αλλά να σας πω αυτά που νιώθω και αισθάνομαι. Για τον καθένα που πικράθηκε μαζί μου και γι' αυτό το λόγο εκκλησιάζεται αλλού, θα προτιμούσα να με γεμίσετε πληγές κατά πρόσωπο να με γυμνώσετε και να με μαστιγώσετε είτε δικαίως είτε αδίκως με κατηγορείται και να ξεχύσετε πάνω μου όλη την οργή παρά να τολμήσετε αυτά που αποτολμάτε. Εάν γινόταν αυτό θα ήταν τιποτένιο, διότι ότι πάσχει, το πάσχει άνθρωπος μηδαμινός και ανάξιος λόγου. Αλλωστε αν παρακαλούσα το Θεο εγώ ο αδικημένος και υβριζόμενος θα σας συγχωρούσε τα αμαρτήματα. Οχι επειδή έχω τέτοια παρρησία, αλλά επειδή ο αδικημένος όταν προσεύχεται γι' αυτόν που τον αδίκησε εισακούγεται πολύ. « Αν εις άνθρωπον τις αμάρτη προσεύξοντα περί αυτού». (Α´ Βασιλ. 2.25). Αν αμαρτήσει άνθρωπος εναντίον ανθρώπου, ο Θεός θα δεχθεί μεσιτία γι' αυτόν. Και αν δεν μπορούσα εγώ, θα παρακαλούσα αγίους ανθρώπους και θα το έκαναν. Τωρα όμως ποιόν να προκαλέσουμε αφού βρίζουμε τον ίδιο τον Θεο;
Κοίταξε ανωμαλία. Απ' τούς πιστούς που εκκλησιάζονται σ' αυτήν την Εκκλησία, άλλοι δεν εκκλησιάζονται ποτέ, η μια φορά το χρόνο και τότε επιφανειακά κι όπως έτυχε. Αλλοι πιο συχνά μεν, αλλά κι αυτοί επιπόλαια κι όπως τύχει, ομιλούντες και σχολιάζοντες για το τίποτε. Και οι υπόλοιποι οι οποίοι φαίνονται φιλακόλουθοι και ζηλωτές, αυτοί είναι εκείνοι, προκαλούν αυτήν την συμφορά. Εάν γι' αυτό το λόγο είστε φιλακόλουθοι καλύτερα για σας να κάνετε όπως οι αδιάφοροι. Η μάλλον είναι καλύτερο μήτε εκείνοι να είναι αμελείς μήτε εσείς να είστε τέτοιοι.
Δεν μιλώ για σας τούς παρόντες, αλλά για κείνους που αποσκιρτούν. Είναι μοιχεία αυτό το πράγμα. Εάν δε δεν θέλετε να ακούτε κατηγορίες για εκείνους, λοιπόν να μην ανέχεστε σχόλια ούτε για μας. Από τούς δύο ο ένας είναι υποχρεωτικά παράνομος. Εάν μεν υποπτεύεσθε εμένα είμαι έτοιμος να παραχωρήσω τη θέση μου σ' όποιον θέλετε, αρκεί να είναι μία η Εκκλησία. Εάν όμως εμείς είμαστε νόμιμοι, να πείσετε εκείνους να παραδώσουν τον θρόνο που κατέλαβαν παράνομα και δεν τούς ανήκει.
Αυτά τα είπα όχι για να σας τα επιβάλω, αλλά για να σας περιφρουρήσω και να σας προστατέψω. Καθένας ηλικίαν έχει και ευθύνεται για τις πράξεις του. Σας παρακαλώ να μην ρίξετε τις ευθύνες όλες πάνω μας και σεις θεωρήστε ανεύθυνοι, για να μην απατάτε τούς εαυτούς σας. Εμεῖς θα δώσουμε λόγο για τις ψυχές σας, όταν δεν τις επιμελούμαστε. Οταν δεν σας παρακαλέσουμε, όταν δεν σας νουθετήσουμε, όταν δεν σας ικετεύσουμε. Μετά απ' όλα αυτά επιτρέψτε μας να πούμε κι εμείς «Καθαρός εγώ από το του αίματος πάντων» (πράξεις 20,26) και «Την ψυχήν μου ρύσεται ο Θεός» (Β´ Τιμοθέου 4,18). Πεστε μου ο,τι θέλετε και αναφέρατε δικαιολογημένη αιτία για την οποία έχετε αποχωρήσει και θα απολογηθώ. Αλλά δεν έχετε τίποτα να πείτε. Γι' αυτό σας παρακαλώ φροντίστε επιμελώς κι εσείς να στερεωθείτε εδώ κι όσους έχουν φύγει να τούς επαναφέρετε για να αναπέμψουμε ομοθυμαδόν ευχαριστία στο Θεο, ότι αυτώ η δόξα εις τούς αιώνας. Αμήν.»
Στον παραπάνω λόγο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου που με πολλή ενάργεια και καθαρότητα περιγράφει τα δικά μας προβλήματα θα ξεχωρίσουμε τα εξής σπουδαία.
α) Αποτρέπει τούς πιστούς να λειτουργούνται σ' άλλες εκκλησίες λέγοντας χαρακτηριστικά· «Αυτά τα λέω για εκείνους που αδιάφορα ακολουθούν εκείνους που σχίζουν την Εκκλησία. Εάν μεν είχαν διαφορετικά δόγματα, άλλη πίστη και γι' αυτό το λόγο δεν έπρεπε να αναμειγνύεσθε μαζί τους, πολύ περισσότερο δεν πρέπει να αναμειγνύεσθε τώρα που φρονούν τα ίδια. Που έχουν την ίδια πίστη. Για ποιο λόγο; Διατί αιτία είναι η φιλαρχία».
β) Οποιος ακολουθεί τον σχισματικό συμμετέχει στην αμαρτία του που είναι φοβερή· «Το να σχίσεις την Εκκλησία δεν είναι μικρότερο κακό από το να πέσεις σε αίρεση».
γ) Οτι εκείνοι που έχουν την ευθύνη του σχίσματος οφείλουν να αφήσουν τούς θρόνους τους, οι οποίοι δεν τούς ανήκουν. « Εαν όμως εμείς είμαστε νόμιμοι, να πείσετε εκείνους να παραδώσουν τον θρόνο που κατέλαβαν παράνομα».
Βλέπουμε πως εσκέπτοντο και ενεργούσαν οι άγιοι μετοχετεύοντας την αυθεντική παράδοση της Εκκλησίας. Το σημερινό φαινόμενο το να μη θέλουμε να ξεχωρίσουμε και να διακρίνουμε το δίκαιο απ' το άδικο, το κανονικό απ' το αντικανονικό, το παράνομο απ' το νόμιμο, το ορθόδοξο απ' το αντορθόδοξο είναι καρπός και πονηρία του δολίου και οικουμενιστικού πνεύματος το οποίο όπως φαίνεται έχει επηρρεάσει και το λαο του Θεού. Αυτό το οικουμενιστικό πνεύμα το βλέπουμε διάχυτο όχι μόνο στα θέματα της πίστεως αλλά και στην καθημερινή ζωη της πατρίδας μας. Βλέπουμε δηλαδή να μην γίνεται διαχωρισμός μεταξύ εντίμου και ατίμου με σκοπό να μην διακρίνουμε το καλό απ' το κακό. Μακρυά όμως από την Εκκλησία του Χριστού μια τέτοια διαβολική αντίληψη.
.
.
.
.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)