Σάββατο 29 Μαΐου 2010

Η αίρεσις του π. Επιφανίου Θεοδωροπούλου


του Δημητρίου Χατζηνικολάου, ’Αν. Καθηγητου του Παν/μίου ’Ιωαννίνων



Καλοπροαίρετοι καί αξιόπιστοι άνθρωποι πού εγνώρισαν τόν π. ’Επιφάνιον Θεοδωρόπουλον λέγουν ότι επρόκειτο περί εναρέτου κληρικου. ’Έγραψε μάλιστα καί έν θαυμάσιον βιβλίον κατά της επαράτου Μασωνίας, τό οποιον αποτελει σημαντικήν προσφοράν εις τόν αντιαιρετικόν αγωνα της ’Εκκλησίας. Δυστυχως, όμως, φαίνεται πώς ζωμεν εις καιρούς διά τούς οποίους προεφήτευσεν ο Κύριος ότι θά πλανηθουν ακόμη καί εκλεκτοί (Ματ. 24:24). Τραγικόν παράδειγμα αυτης της προφητείας αποτελει ο π. ’Επιφάνιος, ο οποιος εκήρυξεν αίρεσιν!

Γράφει ο ‘Άγιος Νικόδημος ο ‘Αγιορείτης: «Αιρετικοί δέ ονομάζονται εκεινοι, των οποίων η διαφορά παρευθύς καί αμέσως ειναι περί της εις Θεόν πίστεως, ήτοι οι κατά τήν πίστιν καί τά δόγματα χωρισμένοι από τούς ορθοδόξους καί παντελως απομεμακρυσμένοι» (βλ. «Πηδάλιον», εκδ. «’Αστήρ», σ. 588). Σημειώνει δέ ότι πολλοί άγιοι επισημαίνουν ότι ακόμη καί μία μικρά παρέκκλισις από τήν ορθήν πίστιν αποτελει αθέτησιν του νόμου του Θεου, τουτέστιν αίρεσιν. Παραδείγματος χάριν, η Β' Οικ. Σύνοδος (Ζ' Κανών) θεωρει αιρετικούς τούς λεγομένους Τεσσαρεσκαιδεκατίτας, επειδή αυτοί εώρταζον τό Πάσχα όχι αναγκαστικως ημέραν Κυριακήν, αλλ’ οιανδήποτε ημέραν ετύγχανε η σελήνη δεκατεσσάρων ημερων, άν καί κατά τά άλλα ησαν ορθόδοξοι (βλ. «Πηδάλιον», σ. 163).

’Αλλά, ποίαν αίρεσιν εκήρυξεν ο π. ’Επιφάνιος; Εις τό γνωστόν βιβλίον του «Τά Δύο ’Άκρα: Οικουμενισμός καί Ζηλωτισμός», ο π. ’Επιφάνιος γράφει ότι οι ’Ορθόδοξοι δύνανται νά έχουν εκκλησιαστικήν κοινωνίαν μέ τούς αιρετικούς Οικουμενιστάς καί κατακρίνει ως σχισματικούς τούς ’Ορθοδόξους του Πατρίου ‘Εορτολογίου πού απετειχίσθησαν από τούς Οικουμενιστάς «επισκόπους», ενω, συμφώνως πρός τόν 15ον Κανόνα της ΑΒ' Συνόδου, θά έπρεπε νά τούς επαινη! («Πηδάλιον», σ. 358). Διατί νά τούς επαινη; Διότι από τό 1920 καί εντευθεν η παναίρεσις του Οικουμενισμου διδάσκεται καί εφαρμόζεται επισήμως εις παγκόσμιον επίπεδον, λόγοις καί έργοις, από «επισκόπους» του χώρου της ’Ορθοδοξίας! Εις εξ αυτων επρότεινε νά καταργήσωμεν τά δόγματα της ‘Αγίας Τριάδος, της ’Ενανθρωπήσεως του Κυρίου, κ.ά. καί νά τά αντικαταστήσωμεν μέ νέα δόγματα, πού νά ειναι πιό αποδεκτά! (’Ιάκωβος ’Αμερικης, «New York Times», 25-9-1967, σ. 40). ‘Έτερος διδάσκει ότι ο Χριστός δέν ητο ευθύς εξ αρχης αναμάρτητος, αλλ’ εκέρδησε τήν αναμαρτησίαν «βημα πρός βημα»! (Στυλιανός Αυστραλίας, «Φωνή της ’Ορθοδοξίας», Τόμ. 9, ’Αρ. 12, Δεκ. 1988). Τρίτος προτείνει νά τροποποιήσωμεν τούς ‘Ιερούς Κανόνας, έτσι ώστε αυτοί νά συνάδουν μέ τήν αιρετικήν συμπεριφοράν του! (Βαρθολομαιος Κωνσταντινουπόλεως, Διδακτορική Διατριβή, 1970, σ. 73). Καί ούτω καθ’ εξης.

 

Ο π. ’Επιφάνιος αντιφάσκει πρός εαυτόν, διότι, αφενός μέν αναγνωρίζει ότι ο 15ος Κανών της ΑΒ' δίδει τό δικαίωμα της αποτειχίσεως («Τά Δύο ’Άκρα», σ. 75) καί ότι ο Κανών λέγει σαφως ότι οι αποτειχιζόμενοι δέν κάμνουν σχίσμα, αλλά ειναι άξιοι επαίνου, αφετέρου δέ κατακρίνει ως σχισματικούς όσους κάμνουν χρησιν αυτου του δικαιώματος! Διότι, κατά τόν π. ’Επιφάνιον, τήν αποτείχισιν πρέπει νά τήν αποφασίσουν οι «αξιωματικοί» καί όχι οι στρατιωται! («Τά Δύο ’Άκρα», σ. 59). «’Αξιωματικούς» δέ ο π. ’Επιφάνιος θεωρει τούς «επισκόπους» πού επί πολλάς δεκαετίας κοινωνουν μέ τήν αίρεσιν του Οικουμενισμου, χρώμενοι «οικονομίας» εις τό διηνεκές («Τά Δύο ’Άκρα», σ. 111), ενω τούς αποτειχισθέντας ’Επισκόπους τούς θεωρει «εκτός ’Εκκλησίας»! Τονίζει ακόμη ο π. ’Επιφάνιος ότι πρίν ο πιστός αποκηρύξει τούς Οικουμενιστάς «ψευδεπισκόπους» (όρος του 15ου Κανόνος της ΑΒ'), θά πρέπη ν’ απαντήση θετικως εις τό ακόλουθον ερώτημα: «Πιστεύω ότι σύμπασα η ανά τήν Οικουμένην ’Ορθόδοξος ’Εκκλησία κατεπόθη υπό της πλάνης καί μόνον εγώ καί ολίγοι ακόμη εμείναμεν διασώζοντες τήν αλήθειαν;» (σ. 58). Δηλαδή, κατά τόν π. ’Επιφάνιον, η αποκήρυξις των «ψευδεπισκόπων» δέν επιτρέπεται πρίν αυτοί προλάβουν νά καταστρέψουν ολοσχερως τήν ’Εκκλησίαν!

Κατά τήν τελευταίαν εικοσαετίαν, έχει αποδειχθει επανειλημμένως καί διά μακρων ότι αι διδασκαλίαι αυταί του π. ’Επιφανίου αντίκεινται εις τήν ‘Αγίαν Γραφήν καί τήν ‘Ι. Παράδοσιν. Συνεπως, δέν χρειάζεται νά παραθέσωμεν καί πάλιν τάς εκατοντάδας των χωρίων πού υπάρχουν, αλλά καί των παραδειγμάτων συμπεριφορας των αγίων εις αναλόγους περιστάσεις, τά οποια αποδεικνύουν του λόγου τό αληθές. ’Εξ άλλου, ο ‘Άγιος Μάρκος Ευγενικός συνοψίζει μέ συντομίαν καί σαφήνειαν τήν ’Ορθόδοξον διδασκαλίαν επί του θέματος ως εξης: «‘Άπαντες οι της ’Εκκλησίας διδάσκαλοι, πασαι αι Σύνοδοι καί πασαι αι θειαι Γραφαί φεύγειν τούς ετερόφρονας παραινουσι καί της αυτων κοινωνίας διΐστασθαι» (P.G. 160, σ. 101).

’Εάν ο π. ’Επιφάνιος απλως εδημιούργει μίαν νέαν αίρεσιν καί, όπως όλοι οι προηγούμενοι αιρεσιάρχαι, προσηλύτιζε οπαδούς εις αυτήν, αποσπων αυτούς από τήν ’Ορθοδοξίαν, τότε τό κακόν δέν θά ητο τόσον μεγάλον όσον ειναι τώρα, έστω καί άν ο αριθμός των οπαδων του ητο μεγάλος. Διότι, ως γνωστόν, η ’Εκκλησία πάντοτε ειχε τήν δύναμιν νά πολεμη καί νά νικα τάς αιρέσεις. Δυστυχως, όμως, η αίρεσις του π. ’Επιφανίου προξενει πολύ μεγαλυτέραν ζημίαν απ’ όσην προξενουν αι άλλαι αιρέσεις. ‘Ο λόγος ειναι ότι έχει ορθόδοξον προσωπειον καί συνίσταται εις τό νά αποτρέπη τόν πόλεμον της ’Εκκλησίας κατά του Οικουμενισμου μέ «πραγματικά πυρά», δηλαδή μέ τήν αποκήρυξιν των αιρετικων επισκόπων. ’Επιτρέπει μόνον φραστικάς καί γραπτάς διαμαρτυρίας («Τά Δύο ’Άκρα», σ. 73-74), δηλαδή μόνον τόν «χαρτοπόλεμον», όπως ευστόχως έχει χαρακτηρίσει τάς αντιδράσεις αυτάς ο Καθηγητής κ. ’Ι. Κορναράκης. ’Έτσι, όμως, παθαίνουν σύγχυσιν ακόμη καί αληθινοί στρατιωται του Χριστου, οι οποιοι αφοπλίζονται καί ακινητοποιουνται, αποδυναμώνεται καί παραλύει ο αντιαιρετικός αγών της ’Εκκλησίας, επικρατει η αίρεσις του Οικουμενισμου καί χάνονται πολλαί εκλεκταί ψυχαί, ακόμη καί μοναχοί! Διότι όλοι αυτοί είτε δέχονται τόν Οικουμενισμόν, εξαπατωντες τήν συνείδησίν των μέ τάς ψευδεις αγαπολογίας των Οικουμενιστων, είτε διαφωνουν μέν, αλλά παραμένουν εις κοινωνίαν μετ’ αυτου «άχρι καιρου» («Τά Δύο ’Άκρα», σ. 59). Παραμένουν «στενάζοντες» («Τά Δύο ’Άκρα», σ. 69), υποτασσόμενοι «άχρι καιρου» εις «ψευδεπισκόπους», όπως απαιτει η αίρεσις του π. ’Επιφανίου, η οποία έχει ευστόχως ονομασθει «αχρικαιρισμός». ‘΄Ωστε, η αίρεσις του «αχρικαιρισμου» πλανα εκλεκτούς, ενω αι άλλαι αιρέσεις συνήθως προσελκύουν ανθρώπους πού διέκειντο μαλλον αδιαφόρως πρός τήν ’Ορθοδοξίαν καί τήν ορθοπραξίαν.

‘Ο λόγος διά τόν οποιον η ’Εκκλησία ανέκαθεν ενίκα τάς αιρέσεις ειναι ότι έχει ενσωματωμένον ένα, ούτως ειπειν, αυτόματον διορθωτικόν μηχανισμόν, ο οποιος συνίσταται εις τήν αποτελεσματικήν αντίδρασιν (καί όχι εις «χαρτοπόλεμον»!) των υγιων μελων Της πρός τάς αιρετικάς διδασκαλίας καί πράξεις των «ψευδεπισκόπων» καί των ψευδοδιδασκάλων. ‘Η μόνη δέ αποτελεσματική αντίδρασις σήμερον ειναι η αποτείχισις από τόν Οικουμενισμόν καί τούς κήρυκάς του. ’Εάν εις τόν ναόν όπου εκκλησιάζεσαι μνημονεύηται τό όνομα επισκόπου κοινωνουντος μέ τόν Οικουμενισμόν, τότε δέν πρέπει νά υπάγης εις τήν «θείαν» λειτουργίαν πού τελειται εκει! ’Εάν καί οι άλλοι πιστοί πράξουν τό αυτό, τότε θά ιδης τό αποτέλεσμα! Δυστυχως, όμως, η αίρεσις του π. ’Επιφανίου ακινητοποιει καί ακυρώνει αυτόν τόν μηχανισμόν.

Προσφάτως, η εφημερίς «’Ορθόδοξος Τύπος» (19-2-10, σ. 8) εδημοσίευσεν άρθρον του κ. Π. Τελεβάντου μέ τό οποιον κηρύσσεται καί πάλιν η ως άνω αίρεσις του π. ’Επιφανίου. ‘Ο αυτός εις τήν ιδίαν εφημερίδα (3-7-09, σ. 7) έγραψε ότι τό κείμενον της περιφήμου «‘Ομολογίας Πίστεως»

επ’ ουδενί λόγω, δέν επιτρέπεται νά τό υπογράψουν σχισματικοί. Ούτε νά αφεθουν νά εισχωρήσουν στίς τάξεις των παραδοσιακων ανθρώπων, πού αντιμάχονται τόν Οικουμενισμό. ‘Ο μακαριστός ’Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος μίλησε γιά «τά δύο άκρα» καί μας έδειξε τό δρόμο.

’Εφόσον ο κ. Τελεβάντος αναφέρεται εις «τά δύο άκρα» του π. ’Επιφανίου, ειναι προφανές ότι οι «σχισματικοί» ειναι οι ’Ορθόδοξοι του Πατρίου ‘Εορτολογίου πού απετειχίσθησαν από τούς Οικουμενιστάς «ψευδεπισκόπους». Μήπως δύναται ο κ. Τελεβάντος νά εξηγήση πως συμβιβάζεται η στάσις του, δηλαδή νά ευρίσκηται εις «χαρτοπόλεμον» μέ τόν Οικουμενισμόν, στηρίζων ταυτοχρόνως τούς Οικουμενιστάς «ψευδεπισκόπους» εις τούς θρόνους των, μέ τήν ’Ορθόδοξον διδασκαλίαν, όπως αυτή συνοψίζεται ανωτέρω υπό του ‘Αγίου Μάρκου Ευγενικου;

Πέμπτη 27 Μαΐου 2010

Οσιομ. Αθάνασιος του Brest

.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΩΝΙΑΣ & Η ΟΥΝΙΑ

Άγιος Αθανάσιος του Βrest


 

Πότε ακριβώς γεννήθηκε ο Άγιος Αθανάσιος Φιλίπποβιτς (Atanasio Filipovitz) δεν γνωρίζουμε. Υποστηρίζεται ότι γεννήθηκε μεταξύ των ετών 1595 και 1600. Προερχόταν από αριστοκρατική αλλά φτωχή οικογένεια. Σπούδασε σε σχολείο χριστιανικής ορθόδοξης αδελφότητας και γι’αυτό ήταν έτοιμος όταν χρειάστηκε να υποστηρίξει την ορθόδοξη πίστη από τους ουνίτες και τους ρωμαιοκαθολικούς. Γνώρισε άριστα την πολωνική, την ρωσική, την λατινική και την ελληνική γλώσσα. Επτά ετών μπήκε στην αυλή του Λέοντος Sapieha (Σαπιέχα) ο οποίος ήταν Γραμματέας του Μεγάλου Πριγκιπάτου της Λιθουανίας. Κατ’ αυτή την περίοδο δίδαξε τον γιο της Μαρίνας Mniszek (Μνίσσεκ), Λούμα. Η ζωή στο παλάτι δεν του άρεσε, διότι ήθελε να προοδεύσει στην πνευματική ζωή.

Το 1627 άφησε το παλάτι του Sapieha και πήγε στην Ι. Μονή του Αγίου Πνεύματος στο Βίλνο. Δεν έμεινε πολύ εκεί διότι έψαχνε πιο αυστηρή πνευματική ζωή. Έτσι στην αρχή πήγε στο μοναστήρι Κούτσιελσκ, δίπλα στην πόλη Όρσα, και μετά στο μοναστήρι Μιέσιγορσκ, δίπλα στο Κίεβο. Κατά την επιστροφή του βρήκε κάποιον χωλό άνθρωπο, τον πήρε στην πλάτη και τον κουβάλησε. Ο άγνωστος αυτός άνθρωπος εισήγαγε τον Αθανάσιο στην ουσία της χριστιανικής ζωής και του μίλησε για την προσευχή της καρδιάς. Ξαφνικά ο ξένος χάθηκε. Αυτό το γεγονός ο Αθανάσιος αργότερα το σχολίασε λέγοντας, ότι ο ίδιος ο Θεός με αυτόν τον παράξενο τρόπο τον προσκάλεσε στην υπηρεσία της άμυνας της Ορθοδοξίας.

Το 1632 ο Άγιος Αθανάσιος έγινε ιερομόναχος και στην συνέχεια ηγούμενος της Μόνης του Δούμποφ. Δεν παρέμεινε στο μοναστήρι πολύ, γιατί το 1636 το μοναστήρι κατελήφθη από τους ιησουΐτες. Ο Άγιος Αθανάσιος, μαζί με την αδελφότητα μετακόμισε στο μοναστήρι του Κούπιατ κοντά στο Πίνσκ, το οποίο ιδρύθηκε σε τόπο όπου θαυματουργικά φανερώθηκε η Αγία εικόνα της Θεοτόκου στις 15 Νοεμβρίου 1182. Την εκκλησία της Μονής την έκαψαν οι Τάταροι και η θαυματουργική εικόνα σκεπάστηκε για 250 χρόνια από την στάχτη.
 
Τον ΙΕ’ αιώνα η εικόνα ξαναβρέθηκε, και το μοναστήρι αναστηλώθηκε. Το 1655 το μοναστήρι πέρασε στα χέρια των ουνιτών, και η εικόνα μεταφέρθηκε στον Ναό της Αγίας Σοφίας. Με την εικόνα αυτή είναι συνδεδεμένη η μοίρα του Αγίου. Ο Άγιος Αθανάσιος, όταν ήρθε στο μοναστήρι, δημιούργήσε φιλία με τον μοναχό Μακάριο Τοκαρέφσκυ. Στο μοναστήρι έλαβε το διακόνημα να συγκεντρώσει χρήματα για την αναστήλωση του Ναού της Θεοτόκου του Κούπιατ. Πριν αναχωρήσει από το μοναστήρι για την συλλογή των χρημάτων προσευχήθηκε θερμά μπροστά στην θαυματουργική εικόνα και παρακάλεσε την Θεοτόκο να τον βοηθήσει να βρει δωρητές. Η Παναγία τον άκουσε και του είπε: “Ο Τσάρος θα χτίσει για μένα το Ναό. Πήγαινε σ’αυτόν“.

Ο Άγιος Αθανάσιος υπάκουσε στα λόγια της Παναγίας και πήγε στην Μόσχα. Το ταξίδι ήταν πολύ επικίνδυνο λόγω του πολέμου αλλά κατόρθωσε να φθάσει στην Μόσχα και έγινε δεκτός από τον Τσάρο Μιχαήλ Φιοντόροβιτς, ο οποίος του έδωσε πλούσια δώρα. Όταν τελείωσε αυτό το διακόνημα του έδωσαν νέο, το οποίο και είχε μέχρι τις τελευταίες μέρες της επίγειας ζωής του. Το 1640 οι μοναχοί από την Ι. Μονή του Αγίου Συμεών στο Brest, πρότειναν δύο υποψηφίους για τη θέση του ηγουμένου: τον Μακάριο Τοκαρέφσκυ, και τον Άγιο Αθανάσιο, ο οποίος τελικά εξελέγη και πήγε στο Brest.
 
Από τις πρώτες μέρες της παραμονής του σ’αυτήν την πόλη αγωνίστηκε για την βελτίωση της ζωής των ορθοδόξων. Με τα κηρύγματά του ενίσχυε τους ανθρώπους στην ορθόδοξη πίστη. Με διάφορους τρόπους πάλεψε με την ρωμαιοκαθολική εκκλησία, όχι μόνο στον εκκλησιαστικό τομέα αλλά και στον πολιτικό. Μια επιτυχία του ήταν η διάταξη του βασιλιά Βλαντισλάβ του Δ΄, η οποία επιβεβαίωσε τα προνόμια της Αδελφότητας στο Brest και επέτρεψε την ελεύθερη δραστηριότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δυστυχώς αυτή η διάταξη ποτέ δεν εφαρμόσθηκε εξαιτίας των ουνιτών, και των ιησουϊτών. Όταν ο Άγιος Αθανάσιος ζήτησε την βοήθεια του Λέοντος Sapieha (Σαπιέχα), έλαβε την εξής απάντηση: “ Όταν θα γίνετε όλοι ουνίτες, τότε θα τα πάρετε όλα”.
 
Οι επίσκοποι στην Βαρσοβία απασχολημένοι με τα δικά τους προβλήματα, δεν έδωσαν σημασία στην παράκληση του Αγίου. Για την εκκλησία κανένας δεν ήθελε να μιλήσει. Ο Άγιος Αθανάσιος πολύ στενοχωρημένος, έγραψε στο προσωπικό του ημερολόγιο: “ Δίκαιε Θεέ, η αδικία έφτασε σε απροχώρητο σημείο, έπαψαν πλέον να φροντίζουν για την ορθόδοξη πίστη, και για την σταθεροποίηση της δόξας του Θεού, σαν όλοι να ντρέπονται … “.

Σε αυτή την δύσκολη περίοδο, ο Άγιος περνούσε πολλές ώρες κάνοντας προσευχή μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου του Κούπιατ. Κάποια φορά, όταν διάβαζε τον Ακάθιστο Ύμνο, άκουσε μια φωνή: “ Αθανάσιε, πήγαινε να πεις τα παράπονά σου μπροστά στην Βουλή, και δείξε σε όλους την δική μου εικόνα, η οποία είναι στο σταυρό. Πες αυτό μπροστά στο βασιλιά και το πολωνικό κράτος, πες ότι τούς περιμένει τιμωρία από το Θεό, η οποία σε λίγο θα πραγματοποιηθεί αν δεν αλλάξουν τακτική. Πρώτα πρέπει να καταδικάσουν την ουνία, και ύστερα όλοι θα διορθωθούν”. Το 1643 ο Άγιος Αθανάσιος πήγε στην Βαρσοβία και επισκέφθηκε την Βουλή. Εντωμεταξύ πέρασε από την Ι. Μονή του Αγ. Ονούφριου στο Jabłeczna (Γιαμπλέτσνα), και μπροστά στην θαυματουργική εικόνα του Αγ. Ονουφρίου παρακάλεσε να τον βοηθήσει. Όταν συνεδρίασε η Βουλή μοίρασε σε όλους την εικόνα της Παναγίας, λέγοντας τα λόγια πού του είπε η Υπεραγία Θεοτόκος. Τα λόγια αυτά πού είπε μπροστά στην Βουλή έγιναν αφορμή για τα μαρτύρια πού ακολούθησαν. Τον συνέλαβαν, και τον έκλεισαν στην φυλακή. Εκεί έλαβε την εντολή από την Παναγία, να γίνει δια Χριστό σαλός. Την ημέρα της εορτής των Αγ. Θεοφανίων φεύγει κρυφά από την φυλακή και φορώντας το καλυμαύχι και το μανδύα. Όλη μέρα περπατούσε στους δρόμους της Βαρσοβίας, πηγαίνοντας στους ρωμαιοκαθολικούς ναούς και φωνάζοντας: “ Aλίμονο στους σχισματικούς και απίστους”. Γι’ αυτή του την συμπεριφορά τον τιμώρησαν. Τον έβαλαν σε ένα λάκκο με λάσπη, τον χτύπησαν και στο τέλος τον δίκασαν, του αφαίρεσαν το αξίωμα του ηγουμένου και του απαγόρευσαν να ιερουργεί. Ήθελαν να υποστηρίξει αυτήν την κατηγορία και ο Μητροπολίτης Πέτρος Mohyla (Μογίλα) ο οποίος εξέτασε αυτή την ιστορία, και έδωσε πίσω στον Αθανάσιο όλα τα δικαιώματα πού του πήρε το δικαστήριο, και τον έστειλε στο Brest. Όταν ήρθε ο Άγιος Αθανάσιος στο Brest η κατάσταση των χριστιανών ήταν χειρότερη από πριν. Δυνάμωσε ο διωγμός, από την πλευρά των ρωμαιοκαθολικών και των ουνιτών κληρικών, όπως και του λαού.
 
Πολλές φορές χλεύασαν τους ορθοδόξους κληρικούς, χρησιμοποιούσαν προκλητικές εκφράσεις εναντίον τους, τους χτυπούσαν και έκαναν πολλές ιεροσυλίες. Ο ουνίτες συχνά έμπαιναν μέσα στους Ορθοδόξους Ναούς και διέκοπταν την Θεία Λειτουργία. Αυτές τις μέρες ο Άγιος Αθανάσιος προσευχόταν πολύ μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου του Κούπιατ. Μια φορά άκουσε την φωνή της: “Αθανάσιε ακόμη μια φορά παρακάλεσε δείχνοντας την δική μου εικόνα, στον βασιλιά και στην Βουλή για να καταλάβουν, ότι πρέπει να λήξει αυτό το πρόβλημα της ουνίας. Εάν ακούσουν αυτά τα λόγια θα συνέλθουν και θα γίνουν ευτυχισμένοι”.

Πριν προλάβει να κάνει αυτό το διακόνημα, τον έκλεισαν στην φυλακή και τον κατηγόρησαν για συνωμοσία κατά της Πολωνίας στην διάρκεια της παραμονής του στην Μόσχα. Από την φυλακή ο Άγιος γράφει προς τον βασιλιά, περιγράφοντας τους διωγμούς των ορθοδόξων στην Πολωνία, και ολόκληρη την ιστορία της Πολωνικής Εκκλησίας. Εξήγησε την Καθολικότητα, όπως και την σημασία των Οικουμενικών Συνόδων, έγραψε για τις αδικίες των ουνιτών και περιέγραψε όλες τις κακές πράξεις των επισκόπων κ. Pociej (Πότσιεη), κ. Terlecki (Τερλέτσκυ), κ. Rohozy (Ροχόζυ), και στο τέλος της επιστολής θύμισε στο βασιλιά τα δικαιώματα πού ο ίδιος σκόπευε να δώσει στους ορθοδόξους. Έγραψε και δεύτερη επιστολή προς τον βασιλιά μετά από την οποία ο βασιλιάς απελευθέρωσε τον Αθανάσιο από την φυλακή, με την προϋπόθεση ότι θα τον έχει υπό παρακολούθηση ο Μητροπολίτης του Κίεβου. Μετά την απελευθέρωσή του ο Άγιος Αθανάσιος παρέμεινε στην Λαύρα του Κίεβου μέχρι τον θάνατο του Μητροπολίτου Πέτρου Mohyla το 1647. Μετά ο Άγιος Αθανάσιος επέστρεψε στο Brest, το 1648 όπου έγινε επανάσταση από τον ηγεμόνα Βohdan Chmielnicki (Μπόχδαν Χμιελνίτσκυ). Την 1η Ιουλίου φυλάκισαν τον Αθανάσιο διότι εθεωρήθη ύποπτος για την προμήθεια μπαρούτης στους επαναστάτες. Η ερευνά στο μοναστήρι δεν απέδειξε τίποτα. Τότε τον κατηγόρησαν για περιφρόνηση της αγίας ουνίας. Στην ερώτηση του επισκόπου Αντρέα Gębicki (Γεμπίτσκυ) αν ύβριζε την αγία ουνία, ο μάρτυρας απάντησε “Πράγματι είναι καταραμένη! ”. Μετά απ’αυτή την απάντηση του έβαλαν χειροπέδες και τον έριξαν στη φυλακή του ανακτόρου στο Βrest. Την νύχτα της 4/5 Οκτωβρίου οι ιησουΐτες με πονηρία και βία προσπαθούσαν να τον πείσουν να απαρνηθεί την ορθοδοξία και να ασπασθεί την ουνία, προσφέροντάς του την ζωή. Ο Άγιος Αθανάσιος απέρριψε αυτή την πρόταση και την άλλη μέρα το πρωί τον πήραν στο δάσος δίπλα στο Brest, και τον έκαψαν με φωτιά και μπροστά στα μάτια του έσκαψαν τον τάφο του, έβαλαν στο τουφέκι δύο βλήματα και ακόμα μια φορά τον ρώτησαν αν απορρίπτει την Ορθοδοξία. Ο Άγιος χωρίς φόβο είπε “ Ότι είπα είπα, και με αυτό θα πεθάνω”. Ένας στρατιώτης πού του έδωσαν εντολή να πυροβολήσει, γονάτισε μπροστά του και ζήτησε συχώρεση και ευλογία. Ο Άγιος Αθανάσιος τον συγχώρησε και τον ευλόγησε. Ο στρατιώτης δύο φορές πυροβολήθηκε στο κεφάλι. Ο Αγ. Αθανάσιος ζούσε ακόμη όταν τον έβαλαν στον τάφο, γύρισε τότε το κεφάλι του προς τον ουρανό και σταύρωσε τα χέριά του, τον έθαψαν ζωντανό.

Αυτή την νύχτα κανένας δεν κοιμήθηκε - “Αυτή την νύχτα που δολοφόνησαν τον Άγιο, μεγάλος φόβος μας πήρε” - έγραψαν μετά οι μαθητές του Αγ. Αθανάσιου, οι οποίοι από μακριά παρακολουθούσαν τον δάσκαλο. “Η νύχτα ήταν φωτεινή, χωρίς σύννεφα, οι βροντές και οι αστραπές φώτισαν τον ουρανό”.
 
Την 1η Μαΐου 1649 οι μαθητές του κρυφά πήραν το Άγιο Λείψανο το οποίο μετά από οκτώ μήνες στο χώμα ήταν άφθαρτο. Το γεγονός αυτό επιβεβαίωσε την τιμή του Αγίου. Το Άγιο Λείψανο το έθαψαν σε τάφο στον κύριο ναό της Ι. Μονής Αγ. Συμεών στο Brest.

Η μνήμη του Αγίου ήταν πάντα ζωντανή μεταξύ των χριστιανών. Απάνω στο Αγ. Λείψανο εμφανίστηκε ο ουράνιο φως, και πολλής κόσμος θεραπεύθηκε. Το 1856 λύτρωσε ένα παιδί δέκα ετών από την παράλυση, τον Αλέξανδρο Poliwanow (Πολιβάνοβ). Το 1860 λύτρωσε από σοβαρή αρρώστια τον π. Βασίλειο Sakowicz (Σακόβιτς). Έγιναν πολλά θαύματα τα οποία δεν μπορούν να περιγράφουν εν συντόμω.
 
Στις 8 Νοεμβρίου 1815 κάηκε ο ναός του Αγ. Συμεών μαζί με το Άγιο Λείψανο. Σώθηκαν μερικά κομμάτια τα οποία μάζεψαν και έβαλαν κάτω από την Αγία Τράπεζα στον καινούργιο Ναό. Το 1823 μεταφέρθηκαν τα Αγ. Λείψανα μέσα στον Ναό για προσκύνημα. Στις 20 Οκτωβρίου 1893 μεταφέρονται στον καινούργιο Ναό του Αγ. Αθανάσιου στο Grodno (Γρόδνο). Τον άλλο χρόνο ένα κομμάτι έδωσαν στο γυναικείο μοναστήρι στην Leśna Podlaska(Λέσνα Ποδλάσκα). Μετά έπρεπε να φύγουν οι αδελφές μαζί με τα Αγ. Λείψανα, τα όποια έκαναν μεγάλο δρόμο από την Ρωσία και την Σερβία, και στο τέλος βρέθηκαν στην Γαλλία στο Provιmont.
 
Μετά από θερμή παράκληση του Σεβασμιότατου Άβελ, επισκόπου του Lublin και Chełm (Λούμπλιν και Χέλμ) και την ευλογία του Σεβασμιότατου Βιταλίου της Εκκλησίας των Ρώσων της διασποράς, ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ Βρυξελλών και Δυτικής Ευρώπης παρέδωσε τα Αγ. Λείψανα στην Επαρχία Lublin και Chełm.

Στις 27 Οκτωβρίου 1996 καθαγίασαν στο παρεκκλήσι στην Leśna Podlaska την εικόνα του Αγίου Αθανάσιου, και μαζί με τα Αγ. Λείψανα με πολλές τιμές έφεραν στην πόλη Biała Podlaska (Μπήαλα Ποδλάσκα), και τα τοποθέτησαν στην κάτω Εκκλησία του Αγ. Αθανάσιου του Brest.
______________ 
Πηγή
.
.

Κυριακή 2 Μαΐου 2010

H αποστολή του Ορθοδόξου Μοναχισμού


Σε καιρούς αλλοτινούς, η πολυάριθμη ύπαρξις μοναχών και μοναστηριών και ο σεβασμός που απελάμβανε ο μοναχισμός μέσα στο πλήρωμα της Εκκλησίας, μαρτυρούσε τόσο για την θέρμη της αγάπης πολλών ψυχών για τον Θεό, όσο και για τον μεταφυσικό και εσχατολογικό προσανατολισμό της όλης χριαστιανικής κοινωνίας. Έτσι ο Ορθόδοξος Μοναχισμός απετέλεσε ένα γνήσιο ευαγγελικό κίνημα, που σφράγισε την ζωή και την ιστορία της Χριστιανικής Εκκλησίας.

Σήμερα, που εψύγη η αγάπη των πολλών (Ματθ. κδ’ 12) και οι μη έχοντες ελπίδα (Α’ Θες. δ’ 13) είναι εκείνοι που επηρεάζουν αποφασιστικά την κάθε έκφανσι της κοινωνικής ζωής, ο χριστιανικός μοναχισμός, πέραν του ότι έχει συρρικνωθεί τοπικά και ποσοτικά, καλείται συχνά να καταδεικνύη και την κοινωνική προσφορά και «χρησιμότητα» του. Άλλοτε ως «θεματοφύλαξ» κάποιων ξεχασμένων «ιερών παραδόσεων του Γένους», άλλοτε ως φύλαξ και συντηρητής κάποιου «πολιτιστικού αποθέματος» μνημείων και κειμηλίων και άλλοτε ως παροχεύς κάποιας σύντομης φυσικής και ψυχικής γαλήνης. Έτσι πολλοί παραβλέπουν και αντιπαρέρχονται εύκολα την κύρια και ουσιαστική αποστολή του Ορθοδόξου μοναχισμού: την προσευχή και την μαρτυρία.

Η αδιάλειπτος προσευχή και λατρεία του αληθινού Θεού και η επιμελής τήρησις των εντολών Του από ψυχές λογικές και αφωσιωμένες είναι κατά τους Πατέρες το εχέγγυο για την συντήρησι του σύμπαντος κόσμου και το ανυπέρβλητο ζωντανό κήρυγμα για την αλήθεια της εν Χριστώ σωτηρίας.

Αυτό το ζωντανό κήρυγμα, αυτήν την μαρτυρία της ζωής και της προσευχής έχει ανάγκη περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ο σημερινός κόσμος και αυτό πρέπει να είναι – όπως και ήταν ανέκαθεν – το κύριο μέλημα των μοναχών.

Είθε «μέχρι τερμάτων αιώνος» το θυμίαμα των κατανυκτικών προσευχών των μοναχών να ανεβαίνη αδιάλειπτα προς το Ουράνιο Θυσιαστήριο και η ιλαρή φλόγα της εσταυρωμένης βιοτής τους να δείχνη και να φωτίζη αταλάντευτα τον δρόμο που οδηγεί προς Αυτό.

Αρχιμ. Ιωσήφ
Καθηγούμενος Ι. Μ. Ξηροποτάμου, Αγ. Όρους

.
.